Οφείλουμε να γνωρίζουμε πως το πρώτο θύμα κάθε πολέμου είναι η αλήθεια, γεγονός που ισχύει και για την οικονομική του διάσταση, αφού σήμερα οι μάχες διεξάγονται με χρηματοπιστωτικά όπλα – οι βασικές αιτίες της ευρωπαϊκής κρίσης
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
“Σε όλες μας τις σκέψεις, σε όλα μας τα αισθήματα και σε όλα μας τα σχέδια για τη βελτίωση των πραγμάτων, πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι, δεν βιώνουμε μια οικονομική κρίση, αλλά μία πολιτική και κοινωνική.
Δεν είναι η τραχύτητα και η τσιγγουνιά της Φύσης που μας πιέζει – αλλά η ανικανότητά μας και οι λάθος σκέψεις μας είναι αυτές που μας εμποδίζουν από το αυτονόητο: από το να χρησιμοποιήσουμε τη γενναιοδωρία που έδειξε ο Θεός στην πατρίδα μας και την επιχειρηματικότητα, εισπράττοντας σπουδαίους καρπούς.
Οι φωνές που, σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία, μας λένε ότι, ο δρόμος της εξόδου θα βρεθεί στην αυστηρή οικονομία και στην συγκράτηση, όπου είναι δυνατόν, των μισθών και των παραγωγικών δυνατοτήτων του κόσμου, είναι οι φωνές των ανόητων και των τρελλών“ (Keynes με δικές μας παρεμβάσεις).
.
Ανάλυση
Από το Μάρτιο του 2016 η Ελλάδα δεν θα ανήκει ουσιαστικά στην Ευρωζώνη και στην ανεπτυγμένη Δύση, αλλά στις «προηγμένες» αναπτυσσόμενες οικονομίες – έχοντας σήμερα υποβαθμισθεί από την αμερικανική εταιρεία αξιολόγησης, όσον αφορά εν πρώτοις το χρηματιστήριο της. Μετά από τα έξι χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, είναι η μοναδική χώρα της νομισματικής ένωσης που όχι μόνο δεν τα κατάφερε αλλά, δυστυχώς, κατέστρεψε όλες τις μελλοντικές προοπτικές της – χάνοντας επί πλέον ολοκληρωτικά την εθνική της κυριαρχία.
Η βασική αιτία της υποβάθμισης ήταν η επιβολή ελέγχων στη διακίνηση κεφαλαίων, μετά από το κλείσιμο των τραπεζών και του χρηματιστηρίου, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης που προκάλεσε τις πρόωρες εκλογές – κερδίζοντας την εξουσία με εκείνες τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, οι οποίες την οδήγησαν σε έναν άνευ όρων εξευτελιστικό συμβιβασμό με την υπογραφή του μνημονίου νούμερο τρία, μέσω του οποίου δόθηκε «γη και ύδωρ» στους δανειστές της Ελλάδας.
Η ελληνική τραγωδία θα συνεχισθεί με τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, όπου θα ζητήσουν την ψήφο των Ελλήνων τα κόμματα που τάσσονται πλέον συλλογικά υπέρ των μνημονίων και της λιτότητας – εμπλουτισμένα δυστυχώς με μία «γραφική παραλλαγή», ντροπιαστική για το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας.
Εκτός αυτών, από μία παράταξη που θεωρεί ως λύση την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, υπό τις σημερινές συνθήκες, χωρίς σχέδιο και μέσα από τη χρεοκοπία της – επίσης, από ένα εθνικιστικό αμφιλεγόμενο κόμμα και από ένα δογματικό κομμουνιστικό. Φαίνεται δε πως ο μεγάλος νικητής θα είναι η αποχή – εύλογα, αφού η πλειοψηφία των Ελλήνων, πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν, θεωρούν πως δεν τους προσφέρεται καμία αξιόπιστη ή αξιόλογη επιλογή.
Οι δανειστές βέβαια, οι οποίοι θα κυβερνούν την Ελλάδα και στο μέλλον σκιωδώς από το παρασκήνιο, έχουν επιλογή: μία κυβέρνηση συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων, η οποία θα προτιμούσαν να στηρίζεται στο «αριστερό» κόμμα που υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, έτσι ώστε να μην υπάρχουν αντιδράσεις από την ελληνική κοινωνία.
Ακόμη όμως και να μην συμβεί κάτι τέτοιο, δεν πρόκειται να προβληματισθούν – αρκεί να σχηματισθεί κυβέρνηση από οποιοδήποτε άλλο πολιτικό κόμμα που τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της Ευρωζώνης, στην οποία όμως δεν ανήκει πλέον ουσιαστικά η Ελλάδα.
Περαιτέρω, επειδή δεν έχει κανένα νόημα η κριτική χωρίς να συνοδεύεται από κάποιες προτάσεις, οφείλει κανείς να εξετάσει εν πρώτοις τα αίτια της κρίσης – η οποία δεν είναι μόνο ελληνική, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, αλλά πανευρωπαϊκή.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να γνωρίζουμε πως το πρώτο θύμα κάθε πολέμου είναι η αλήθεια – γεγονός που ισχύει επίσης για την οικονομική του διάσταση, αφού σήμερα οι πόλεμοι διεξάγονται με οικονομικά όπλα, ενώ οι χώρες οδηγούνται ανάλογα σε καθεστώτα κατοχής τους. Ειδικότερα, οι αληθινές αιτίες της κρίσης είναι οι εξής:
.
Η πρώτη αιτία
Πριν από το ξέσπασμα της κρίσης δημιουργήθηκαν πολλές ανισότητες μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα αυτών των ανισοτήτων εισέρρευσαν πολλά κεφάλαια από τον ευρωπαϊκό βορά προς το νότο και την Ιρλανδία, ένα ελάχιστο μόνο μέρος των οποίων επενδύθηκε παραγωγικά – χρηματοδοτώντας κυρίως την κατανάλωση, τις σπατάλες καλύτερα του δημοσίου, καθώς επίσης την αγορά ακινήτων, με μοναδική εξαίρεση την Ιταλία.
Από τον πίνακα που ακολουθεί διαπιστώνεται το μέγεθος των ανισορροπιών – κυρίως από την πρώτη στήλη του, η οποία αναφέρεται στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών (σωρευτικά). Με απλά λόγια, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιρλανδία ήταν σε θέση να έχουν μεγάλα δίδυμα ελλείμματα, λόγω των φθηνών σχετικά ξένων κεφαλαίων που εισέρρεαν στις οικονομίες τους – με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους (δεύτερη στήλη), να χρεώνονται οι τράπεζες τους (τρίτη και τέταρτη στήλη), καθώς επίσης να αυξάνεται το δημόσιο χρέος (πέμπτη στήλη) και ο πληθωρισμός τους (τελευταία στήλη, πηγή: IMF, ΕΒΑ).
.
.
Περαιτέρω, μετά το ξέσπασμα της κρίσης ακολούθησε το, γνωστό από την περιπέτεια του Μεξικού (1994), φαινόμενο του «ξαφνικού σταματήματος» (Sudden Stop) – το οποίο παρατηρήθηκε σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, τη δεκαετία του 1980 και 1990. Επειδή δε είχε ως θύματα του την ευρωπαϊκή περιφέρεια (GIIPS – Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία), δεν θα ήταν λάθος να θεωρηθούν όλες αυτές οι χώρες ως «οι αναπτυσσόμενες των ανεπτυγμένων».
Αναλυτικότερα, όταν ένα κράτος παράγει διαχρονικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του, θα πρέπει νομοτελειακά να εγγράφει πλεονάσματα στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών του – δηλαδή, θα πρέπει συνεχώς να «εισάγει» κεφάλαια από ξένους επενδυτές.
Οι εισροές όμως αυτές, όταν υπάρξουν οικονομικά προβλήματα, όχι απαραίτητα στο συγκεκριμένο κράτος, μπορούν να σταματήσουν απότομα – ακόμη χειρότερα, να μεταβληθούν σε μαζικές εκροές κεφαλαίων. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε το νόμισμα της χώρας καταρρέει – ενώ, εάν συνεχισθούν τα ελλείμματα, η κεντρική τράπεζα καταναλώνει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, με αποτέλεσμα να προσφεύγει στο ΔΝΤ, για να μην χρεοκοπήσει (βασικό χαρακτηριστικό της ασιατικής κρίσης του 1997/98).
Το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρήθηκε στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας μετά το 2008, χωρίς όμως να γίνει αμέσως αντιληπτό – αφενός μεν επειδή δεν ακολούθησε η υποτίμηση του νομίσματος τους όπως, για παράδειγμα, στην Τουρκία σήμερα, λόγω της ύπαρξης του ευρώ, αφετέρου λόγω του ότι συνέχισαν να υπάρχουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους.
Το θέμα βέβαια που οφείλει να μας απασχολήσει εδώ, με το οποίο ασχολήθηκαν πολλοί ερευνητές (πηγή), είναι το είδος των κεφαλαίων που συνέχισαν να εισρέουν στις GIIPS – οι οποίες είχαν πολλά διαφορετικά επεισόδια «ξαφνικού σταματήματος» ή αρνητικών εισροών κεφαλαίων.
Ειδικότερα, οι εκροές των ιδιωτικών κεφαλαίων άρχισαν στην Ελλάδα ήδη από το Μάρτιο του 2008, όπου κατέρρευσε στη Νέα Υόρκη η Bear Sterns – πολύ πριν ξεκινήσει δηλαδή η ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Στην Ιρλανδία συνέβη μεταξύ του Ιουλίου του 2008, καθώς επίσης του Μαρτίου του 2009 – επίσης πριν την κρίση. Τον Απρίλιο του 2010 ακολούθησε ξανά η Ελλάδα, μετά η Πορτογαλία και πάλι η Ιρλανδία – ενώ μόλις το 2011 οι εκροές διευρύνθηκαν στην Ιταλία και στην Ισπανία.
Οι εισροές τώρα συνεχίσθηκαν, παρά το ότι τα ιδιωτικά εγχώρια και ξένα κεφάλαια συνέχισαν να εκρέουν, μέσω των χρηματοδοτικών πακέτων της Τρόικας – επίσης με τη βοήθεια της ΕΚΤ, από το σύστημα συμψηφισμού πληρωμών Target II, κυριότερος χρηματοδότης του οποίου είναι η Γερμανία. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η απώλεια των καταθέσεων των ισπανικών τραπεζών μετά το 2011 (μπλε καμπύλη) – οι οποίες αναχρηματοδοτούνταν με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό από την ΕΚΤ, χωρίς ποτέ να κατηγορηθεί η χώρα, όπως συνέβη με την Ελλάδα.
.
.
Εύλογα βέβαια, αν και εντελώς άδικα, αφού τυχόν κατάρρευση της Ισπανίας θα σήμαινε το τέλος της Ευρωζώνης – κάτι που όμως θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί και η χώρα μας, εάν ενεργούσε σωστά, στο σωστό χρόνο.
Ολοκληρώνοντας, για να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος του προβλήματος που προκαλούν οι μαζικές εκροές κεφαλαίων, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε πως η Νότια Κορέα ουσιαστικά χρεοκόπησε το 1997/98 υπαγόμενη στο ΔΝΤ, παρά το ότι το δημόσιο χρέος της ήταν της τάξης του 15% του ΑΕΠ της (πηγή) – οπότε είναι ανόητο να ενοχοποιούμε μόνο το δημόσιο χρέος, ως αιτία της ελληνικής χρεοκοπίας.