Στις 4 Οκτώβριου 2009 το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου γίνονταν κυβέρνηση με σύνθημα το ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ και με πλήθος υποσχέσεις τύπου αναδιανομής των εισοδημάτων και στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Παρότι γνώριζε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ήταν υπερδιπλάσιο του 6% που καθόριζε η προηγούμενη κυβέρνηση για το 2009, παρότι ο οίκος Fitch στις 22/10/2009 υποβάθμισε την χώρα επικαλούμενος το μεγάλο έλλειμμα, την κατάρρευση των εσόδων και την διαφαινόμενη ύφεση (ανάλογη υποβάθμιση από τον οίκο Standard & Poor’s είχαμε στις 6/2/2015 από Β σε Β- με το σκεπτικό ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα είχε μεγάλα προβλήματα στην αποπληρωμή του χρέους και με τις εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες ως συνέπεια των διαπραγματεύσεων για νέα συμφωνία με τους πιστωτές) εν τούτοις στις 20/11/2009 κατέθεσε νομοσχέδιο βάσει του οποίου 2,5 εκατ. πολίτες θα ελάμβαναν επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης από 300 έως 1300 € με συνολικό κόστος 1 δις €.
Το ποσό αυτό θα καλύπτονταν σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης με την φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ακριβώς ίδια αιτιολογία κάλυψης των δαπανών με αυτή της κυβέρνησης Τσίπρα).
Το αποτέλεσμα, πέντε μήνες μετά, μνημόνιο και προσγείωση στην σκληρή πραγματικότητα με περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, με κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης, με μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και με άλλα περιοριστικά μέτρα που σκοπό είχαν την μείωση του ελλείμματος κατ 16 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 36,8 δις € .
Όλα έδειχναν ότι η ιστορία θα επαναλαμβάνονταν.
Αντί να τελειώναμε με τα μνημόνια όπως έκαναν Ιρλανδοί και Πορτογάλοι εμείς πανηγυρίζαμε με τις παρατάσεις αδιαφορώντας για το ότι μετά από κάθε παράταση η θηλεία στο λαιμό της οικονομίας σφίγγει ακόμη περισσότερο.
Το 3ο μνημόνιο θεωρούνταν ήδη γεγονός , όμως θα ήταν αριστερό μνημόνιο και έτσι θα υιοθετούνταν πιο εύκολα.Τέλος φόρμας
Βέβαια η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν εκτός πραγματικότητας ενώ ο υπουργός οικονομικών Βαρουφάκης με απίστευτη αυταρέσκεια και μέγιστο ναρκισσισμό και νομίζοντας ότι απευθύνονταν σε αδαείς ισχυρίζονταν στα τέλη Φεβρουαρίου 2015 την ώρα που το ελληνικό δημόσιο πίστωνε τις συντάξεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς των συνταξιούχων ότι αυξήθηκαν οι τραπεζικές καταθέσεις.
Άγνοια , προπαγάνδα ή ερασιτεχνικός θεατρινισμός ; ότι και εάν επέλεγε κάποιος για να αντιμετωπίσει τις κραυγαλέες αντιφάσεις και την ακατάσχετη φλυαρία του Βαρουφάκη το βέβαιο ήταν ότι δεν θα έπεφτε έξω από την ζώσα πραγματικότητα.
Αντί ο κάθε Βαρουφάκης να πάρει παραδείγματα από τις άλλες χώρες και να αντιμετωπίσει την δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σε καθημερινή βάση βρίσκονταν στα ΜΜΕ αναδεικνύοντας ένα άλλο τύπο πολιτικού , αυτού που αρέσκεται στις συνεντεύξεις και στα «ΘΑ».
Την ώρα που το κόστος χρήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη βρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και οι περισσότερες χώρες χρηματοδοτούνταν με μηδενικά επιτόκια η Ελλάδα κατέγραφε κόστος χρήματος στα επίπεδα της 10ετιας κοντά στο 10%.
Χώρες που είχαν την εμπειρία μνημονίων όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία πλέον δανείζονταν με επιτόκια της τάξεως του 0,88% και 1,84% αντίστοιχα.
Ειδικά η Πορτογαλία στις αρχές Μάρτιου δήλωνε ότι θα αποπληρώσει στο ΔΝΤ 6 δις €, δηλαδή σχεδόν το ένα τέταρτο των δανείων που της χορηγήθηκαν από το 2011 στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξη.
Συνολικά η Πορτογαλία προγραμμάτιζε να αποπληρώσει σε μέγιστο διάστημα δυόμισι ετών 14 δισ. ευρώ από τα 25,7 δισ. που έχει λάβει σε τρία χρόνια από το ΔΝΤ.
Η Πορτογαλία ακλουθούσε στην ουσία την Ιρλανδία, η οποία στο τέλος του 2014 αποπλήρωσε 9 δις € από ένα σύνολο δανείων ύψους 22,5 δισ. ευρώ που είχαν χορηγηθεί από το ΔΝΤ.
Η κίνηση της Πορτογαλίας έπρεπε να είχε δρομολογηθεί και από την Ελλάδα. Φυσικά η Πορτογαλία θα χρηματοδοτούνταν από τις αγορές με επιτόκιο 1,84% για να εξοφλήσει δάνεια με κόστος 3,6%.
Στις αρχές Μαρτίου 2015 και υπό το άγχος αναζήτησης τρόπων χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών δυο πράγματα ανακυκλώνονταν στην δημόσια συζήτηση, πρώτον η υποτιθέμενη επιτυχία της κυβέρνησης στην μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2015 από το 3% στο 1,5% και δεύτερον εάν η παράταση της δανειακής σύμβασης επί 4μηνο συνιστούσε και παράταση του μνημονίου.
Σε ότι αφορούσε την μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος η αυξητική δυναμική του δημοσίου χρέους ήταν λογική και κακώς ορισμένοι διερώτονταν πως είναι δυνατόν μετά από τόσες θυσίες το χρέος να συνεχίζει να αυξάνεται.
Τέσσερις είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες μείωσης του δημοσίου χρέους.
Το δημόσιο χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ όταν η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από το επιτόκιο δανεισμού, όταν υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα που θα καλύπτουν τους τόκους, όταν υπάρχουν σημαντικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και όταν δεν υπάρχουν κρυφά χρέη ή καταπτώσεις εγγυήσεων δανειακών υποχρεώσεων ΔΕΚΟ.
Από τις τέσσερις προϋποθέσεις απουσιάζουν και οι τέσσερις.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Άνοιξης του 2015 η ελληνική οικονομία θα βρισκόταν σε κατάστασης οριακής ανάπτυξης με την έννοια των ελάχιστων θετικών ρυθμών τουλάχιστον για το ορατό διάστημα της διετίας 2015-2016 ενώ πάντα με δεδομένο ότι όλα θα πήγαιναν καλά ισχυροί θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης θα υπήρχαν μετά το 2016.
Εάν λάβουμε υπόψη ότι το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού όπως αυτό διαμορφωνόταν από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων και τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι 2,7% τότε εύκολα γίνονταν αντιληπτό ότι τα επιτόκια θα επιβάρυναν αυξητικά το δημόσιο χρέος για αρκετά μεγάλο διάστημα.
Σε ότι αφορά τον παράγοντα πρωτογενή πλεονάσματα μετά την επίτευξη συμφωνίας για περιορισμό τους στα επίπεδα του 1,5% του ΑΕΠ μόνο ως ανέκδοτο μπορούσε να ακούγεται η προοπτική χρησιμοποίησης τους για την μείωση του δημοσίου χρέους.
Με δεδομένο ότι το πλεόνασμα πρέπει να καλύπτει του ετήσιους τόκους για να μην υπάρχει νέος δανεισμός εύκολα γίνονταν κατανοητό ότι υπό τις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό.
Στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2015 υπολογίζονταν ότι το ΑΕΠ της χώρας θα έφτανε τα 184.870 εκατ. € πράγμα που σήμαινε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1,5% του ΑΕΠ έφτανε στα επίπεδα των 2,8 δις € με υποχρέωση καταβολής τόκων για το 2015 της τάξεως των 5,9 δις €.
Οι αριθμοί μιλούσαν από μόνοι τους αποκαλύπτοντας ότι σε θεωρητικό επίπεδο ο ορισμός πρωτογενών πλεονασμάτων όπως είχε καθορισθεί με το δεύτερο μνημόνιο στα επίπεδα περί του 4, 5% από το 2016 και μετά ήταν το θεωρητικά ιδεατό επίπεδο.
Μιλούμε για θεωρητικό επίπεδο διότι σε πραγματικό κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, πράγμα που από μόνο του κατευθύνει τους πάντες στην αναγκαιότητα αναδιάταξης της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους.
Ακόμη και εάν υιοθετήσουμε την θετική προοπτική των ισχυρών θετικών ρυθμών ανάπτυξης από το 2016, πράγμα αμφίβολο υπό τις παρούσες συνθήκες, για την μείωση του δημοσίου χρέους στα επίπεδα του 60% εντός μιας δεκαετίας απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6,5% κάτι που για τα ελληνικά και όχι μόνο δεδομένα είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν.
Σε ότι αφορά τα κρυφά ελλείμματα η πρόσφατα ιστορία διδάσκει ότι με χρονική υστέρηση διογκώνουν το χρέος χωρίς μάλιστα να υπάρχει η στοιχειώδης ευθιξία των εκάστοτε υπουργών Οικονομικών να δικαιολογήσουν την εμφάνιση τους.
Είναι λυπηρό και παράλληλα απαράδεκτο για μια οικονομία να υπάρχουν χρέη εκτός προϋπολογισμού και να υφίσταται το φαινόμενο η αύξηση του χρέους να μην δικαιολογείται με βάση τα ετήσια ελλείμματα.
Όσο δεν σταματάει αυτή η ελληνική πατέντα τόσο το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών θα καρκινοβατεί.
Σε ότι αφορά τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις με την εκλογή της νέας κυβέρνησης ακόμη και οι θεωρητικοί στόχοι του παρελθόντος έχουν πλέον απομακρυνθεί ενώ οι προθέσεις τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων είναι τόσο συγκεχυμένες που αλλοιώνουν κάθε πρόβλεψη.
Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να σχεδιασθεί σοβαρά η εκμετάλλευση της κρατικής περιουσίας με όρους αξιοπρέπειας και οικονομικού ρεαλισμού.
Εν κατακλείδι οι παράγοντες μειώσεις του δημοσίου χρέους μέχρι και το ορατό προσεχές διάστημα δεν θα βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση του με αποτέλεσμα ο βραχνάς του χρέους να παραμένει αναλλοίωτος.
Σε ότι αφορούσε την σύνδεση του μνημονίου με την δανειακή σύμβαση και το εάν η παράταση της δανειακής σύμβασης επί 4μηνο συνιστούσε και παράταση του μνημονίου με ανακοίνωσή του ο ESM. ανέφερε ρητά ότι το μνημόνιο “δεν χρειάστηκε να παραταθεί διότι δεν έχει ημερομηνία λήξης”, σε αντίθεση με την σύμβαση που παρατάθηκε για δεύτερη φορά.
Όπως αναφέρεται: “θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μνημόνιο είναι ένα έγγραφο που αναθεωρείται συχνά όταν λαμβάνει χώρα μια αξιολόγηση, πιθανώς αντικατοπτρίζοντας νέες συνθήκες και την ανάγκη υιοθέτησης της λίστας των μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν”.
Και ισχυρίζεται ότι η ελληνική Master Financial Assistance Facility Agreement (MFFA) είναι μια νομική σύμβαση μεταξύ του EFSF, της ελληνικής κυβέρνησης, της ελληνικής κεντρικής τράπεζας, και του ΤΧΣ, που είναι το ταμείο ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών.
Καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, σε σχέση π.χ. με το ποσό του δανείου, την περίοδο διαθεσιμότητας, τους τόκους και την αποπληρωμή του. Υπογράφεται από τον διευθύνοντα σύμβουλο του EFSF και τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών.
Η παροχή οικονομικής βοήθειας στο πλαίσιο της MFFA εξαρτάται από την συμμόρφωση της Ελλάδας με τα μέτρα μεταρρύθμισης που καθορίζονται στο μνημόνιο (MoU), το οποίο συμφωνήθηκε από την Ελλάδα, την Κομισιόν και την ΕΚΤ. “Το μνημόνιο είναι ένα ξεχωριστό και αυτοτελές έγγραφο, αλλά συνδέεται με την MFFA –καμία εκταμίευση δεν μπορεί να γίνει χωρίς την τήρηση του μνημονίου, το οποίο αξιολογείται από τους θεσμούς”.
Στην ανακοίνωση του ESM αναφέρεται ακόμη ότι η ελληνική MFFA έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2014. Αλλά στις 19 Δεκεμβρίου 2014 το δ.σ. του EFSF αποφάσισε να χορηγήσει μια τεχνική επέκταση μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015. Στις 27 Φεβρουαρίου, το δ.σ. των διευθυντών του EFSF αποφάσισε να επεκτείνει περαιτέρω την ελληνική MFFA κατά τέσσερις μήνες, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2015.
“Επιπλέον”, τονίζει ο ESM, “θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μνημόνιο είναι ένα έγγραφο που αναθεωρείται συχνά όταν λαμβάνει χώρα μια αξιολόγηση, πιθανώς αντικατοπτρίζοντας νέες συνθήκες και την ανάγκη υιοθέτησης της λίστας των μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν. Το μνημόνιο (σε αντίθεση με την MFFA), δεν χρειάστηκε να παραταθεί διότι δεν έχει ημερομηνία λήξης”.
Ανεξάρτητα εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε επικεντρωθεί μόνο στην επικοινωνία και στις μετονομασίες το κόστος των πρακτικών της ήταν ιδιαίτερα μεγάλο για τις τράπεζες.
Οι υπουργοί περιφέρονταν από κανάλι σε κανάλι ενώ ο Βαρουφάκης δεν άφηνε μέσο ενημέρωσης που να μην το τιμά με την παρουσία του.
Ακόμη και η εφημερίδα Αυγή επικοινωνιακό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ συνιστούσε στον Βαρουφάκη να σταματήσει την υπέρ έκθεση του στα μέσα ενημέρωσης και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας .
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ να προκαλέσει εκλογές καθώς και η απραξία των υπουργών του κατά το πρώτο 5μηνο της διακυβέρνησης από την υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα ο λογαριασμός για το εγχώριο πιστωτικό σύστημα να πάρει διαστάσεις πλήρους ασφυξίας.
Κόστος ιδιαιτέρα μεγάλο που επικεντρώνονταν σε δυο κατά βάση παράγοντες, τις εκροές καταθέσεων και στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι εκροές δημιουργούσαν προβλήματα ρευστότητας και τα μη εξυπηρετούμενα προβλήματα προβλήματα κεφαλαιοποίησης, δηλαδή αναδεικνύονταν τα δυο βασικά τραπεζικά προβλήματα που η διόγκωση τους μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος.
Χωρίς πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν είχε ελπίδες επιβίωσης.
Αυτό απεδείχθη περίτρανα όταν στις 30 Ιουνίου 2015 έληξε και η 4μηνη παράταση του δεύτερου μνημονίου.
Η πορεία ήταν προδιαγραμμένη.
Μετά την εσωτερική παύση πληρωμών και την αδιανόητη πρακτική της χρησιμοποίησης όλων των διαθέσιμων χρηματοοικονομικών πόρων για την αποπληρωμή υποχρεώσεων που άπτονταν του εξωτερικού χρέους στα πλαίσια της φερομένης ως σχεδιασμένης πολιτικής ‘ ότι ο χρόνος κυλά υπέρ μας’ φτάσαμε στην λήξη του προγράμματος και στο τέλος των ψευδαισθήσεων.
Η κυβέρνηση σπαταλώντας χρόνο οδήγησε την οικονομία στην κατάρρευση και τις ελληνικές τράπεζες σε capital controls και σε αργία μιας και το κλείσιμο των τραπεζών χτυπούσε αρνητικά ως έκφραση απεικόνισης της πραγματικότητας.
H κατάσταση της οικονομίας και ο φόβος για το αύριο ήταν τόσο μεγάλος που η αρχική συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο που επετεύχθη τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου 2015 έγινε αποδεκτή με ιδιαίτερη ανακούφιση και παρά το γεγονός ότι μια εβδομάδα νωρίτερα το 61,3% του ελληνικού λαού, ήτοι 3,5 εκατομμύρια πολίτες είχαν σε δημοψήφισμα απορρίψει μνημόνιο ύψους 8 δις €.
Τα συναισθήματα που δημιουργούσαν οι ουρές στα ATM, η ενδεχόμενη απώλεια καταθέσεων, οι δυσμενείς μεταβολές στην καθημερινότητα από την ενδεχόμενη αλλαγή του νομίσματος καθώς και μνήμες από άλλες χώρες που χρεοκόπησαν οδήγησε στην υιοθέτηση μνημονίου 14 δις € για την επόμενη τριετία.
Στην ουσία είχαμε ‘φύγει’ με υπαιτιότητα της κυβέρνησης Σαμαρά –Βενιζέλου από μέτρα 1 δις € για το 2015 και κλείσιμο του δεύτερου μνημονίου όπως καταγράφονταν στο περίφημο mail Χαρδούβελη και είχαμε αποδεκτή σε ετήσια βάση μέτρα 4 δις € με υπαιτιότητα του διδύμου Τσίπρα –Βαρουφάκη.
Και μόνο αυτό το γεγονός δείχνει την ‘επιτυχία’ των διαπραγματεύσεων επιπέδου Βαρουφάκη οι οποίες στην καλλίτερη των περιπτώσεων φέρουν στοιχεία εθνικής μειοδοσίας.
Ο αμοραλισμός και η ιδιοτέλεια των κινήσεων Βαρουφάκη καθόλη την διάρκεια που προηγήθηκε της συμφωνίας για την λήψη του νέου δανείου των 85 δις θα πρέπει να διερευνηθεί αφού ακόμη και η αμέλεια έχει ποινικές επιπτώσεις πόσο μάλλον η εσκεμμένη διάλυση του οικονομικού και τραπεζικού συστήματος.
Παρά το γεγονός της έγκρισης δανείου –γέφυρα 7 δις € στις 16 Ιουλίου για την κάλυψη των αναγκών του Ιουλίου, παρά την προοπτική νέου συμπληρωματικού δανείου 5 δις € για την κάλυψη των αναγκών του Αυγούστου, παρά την αύξηση του ELA κατά 900 εκατ. € με την ψήφιση του πρώτου πακέτου των προαπαιτούμενων στις 15 Ιουλίου, παρά το άνοιγμα των τραπεζών μετά από 3 εβδομάδες αργίας στις 20 Ιουλίου, παρά την στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιπλέον ρευστότητα στο πιστωτικό σύστημα, εν τούτοις τρεις παράμετροι θα καθορίσουν το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Πρώτο το ασταθές πολιτικό σύστημα, δεύτερον τα επίπεδα ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και τρίτον τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος .
Χωρίς ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς πακέτο αναπτυξιακού χαρακτήρα και κυρίως χωρίς ισχυρές συστημικές τράπεζες δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα περισσότερο από την συνήθη εικόνα των τελευταίων ετών.
Οι προοπτικές είναι συνάρτηση της αποφασιστικότητας αλλά και του ρεαλισμού που θα επιδείξουν οι πολιτικοί και οικονομικοί ταγοί της χώρας.