Το αντίδοτο στην επιβολή ελέγχων στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, είναι η υιοθέτηση δασμών στις εισαγωγές – η οποία θα εξασφάλιζε σταδιακά την εξυπηρέτηση των χρεών της Ελλάδας, αφού προηγούταν η ονομαστική διαγραφή ενός μέρους τους
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
“Συμπέρασμα: Η επιβολή ελέγχων στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση δασμών στις εισαγωγές, ισοδυναμεί με μία αποτελεσματική εσωτερική υποτίμηση – η οποία θα εξασφάλιζε σταδιακά την εξυπηρέτηση των χρεών της Ελλάδας, αφού προηγηθεί φυσικά η απαιτούμενη ονομαστική διαγραφή μέρους τους με αιτία τις ζημίες που της προκάλεσαν τα μνημόνια (ανάλυση), χωρίς την υπογραφή ενός τρίτου καταστροφικού μνημονίου (άρθρο).
Θα εξασφάλιζε επίσης σημαντικά έσοδα στο δημόσιο, από αυτούς που θα έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν ακριβά εισαγόμενα προϊόντα – ένα δίκαιο μέτρο αναδιανομής των εισοδημάτων, το οποίο δεν ενοχλεί κανέναν.
Παράλληλα, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος επιστροφής στη δραχμή, άμεσης ή έμμεσης απώλειας των καταθέσεων και χρεοκοπίας των τραπεζών – αρκεί φυσικά να μην επιμείνει η Γερμανία στη δολοφονία της Ελλάδας, κυρίως για να αποφύγει την αποπληρωμή των χρεών της απέναντι στη χώρα μας (Αιδώς Γερμανοί).
Η αντίρρηση βέβαια θα ήταν πως η επιβολή δασμών στις εισαγωγές είναι αντίθετη με τους κανόνες που ισχύουν στην ΕΕ – κάτι που όμως θα ήταν ανόητο, αφού οι έλεγχοι στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων είναι επίσης αντίθετοι με τους κανόνες της ΕΕ, έχοντας όμως επιβληθεί ουσιαστικά από την ίδια τη νομισματική ένωση (ΕΚΤ)”.
.
Ανάλυση
Δύσκολα μπορεί να κρίνει κανείς τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, ο χαρακτήρας του οποίου ήταν καθαρά δημοσιονομικός, παρά το ότι κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με το Σύνταγμα – γεγονός που φαίνεται πως δείλιασε να αντιληφθεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού το υπέγραψε επικυρώνοντας το. Ουσιαστικά βέβαια, οι Πολίτες αποφάσισαν θαρραλέα το αυτονόητο: να μην αποδεχθούν την πολιτική λιτότητας, να μην πληρώσουν τα δημόσια χρέη, κάτι που όμως θα μπορούσε να είναι συνώνυμο με τη χρεοκοπία (ανάλυση), καθώς επίσης να αντισταθούν απέναντι στην Τρόικα και στη Γερμανία.
Περαιτέρω, η κυβέρνηση θεωρεί πως πρόκειται για μία μεγάλη επιτυχία της, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «Πύρρειος νίκη» – σε καμία περίπτωση δηλαδή ως η τελευταία επιτυχία ενός πρωθυπουργού που παίρνει τις σωστές αποφάσεις στο λάθος χρόνο, καθώς επίσης που δεν διστάζει να υποσχεθεί εν γνώσει του το ανέφικτο, «αποπλανώντας» έναν ολόκληρο λαό.
Εν τούτοις, η ηγεσία της χώρας ασφαλώς προβληματίζεται από το γεγονός ότι, η πραγματική οικονομία επιδεινώνεται ραγδαία, οι τράπεζες αποκλείεται να ανοίξουν σύντομα, ενώ οι πιθανότητες να συμβιβαστούν οι δανειστές έχουν μειωθεί στο ελάχιστο – κρίνοντας από τη «θεατρική παραίτηση» του υπουργού οικονομικών, ακριβώς εκείνη τη στιγμή που τα νερά από το θανατηφόρο ρήγμα στο πλοίο έχουν φτάσει ήδη στο κατάστρωμα.
Εν τούτοις, ο στόχος μας δεν είναι ούτε οι πολιτικές εκτιμήσεις, ούτε η κριτική όλων όσων έχουν ήδη συμβεί – αλλά οι σκέψεις και οι προτάσεις για την επόμενη ημέρα, ανεξάρτητα από το ποιό κόμμα κυβερνάει, ευχόμενοι «ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα».
Οφείλουμε να τονίσουμε λοιπόν πως, εάν ο πρωθυπουργός «παραίτησε» τον υπουργό οικονομικών, καθώς επίσης πως εάν η σύγκλιση των αρχηγών των κομμάτων είναι ειλικρινής, με στόχο την από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας, τότε οι προοπτικές για το μέλλον είναι λιγότερο σκοτεινές – αν και οι αποφάσεις αυτές έχουν ξανά καθυστερήσει υπερβολικά, όπως και το δημοψήφισμα, αφού έχει προηγηθεί η επιλεκτική χρεοκοπία της Ελλάδας, καθώς επίσης η αποκοπή της από το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Με απλά λόγια, οι αποφάσεις έχουν ληφθεί όταν η Ελλάδα είναι πλέον μόνο τυπικά μέλος της ΕΕ και της νομισματικής ένωσης – ενώ πρακτικά είναι εκτός της προστασίας και των κανόνων της.
Περαιτέρω, είναι προφανές πως έχουν καεί όλες σχεδόν οι συμβολικές γέφυρες της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, ενώ έχει απομείνει ένας μόνο «βασικός κρίκος» – η διατήρηση στη ζωή του μάλλον αφερέγγυου τραπεζικού συστήματος, από την ΕΚΤ και τον ELA. Εάν λοιπόν η ΕΚΤ αποφασίσει να κόψει τον «ομφάλιο λώρο», ζητώντας την επιστροφή των χρημάτων του ELA, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει επώδυνες αποφάσεις – ενδεχομένως τη διάσωση των τραπεζών από τους μετόχους, τους κατόχους ομολόγων, καθώς επίσης τους καταθέτες τους (bail in).
Η επιλογή της κυβέρνησης εν προκειμένω, η οποία πιθανολογούμε πως δεν θα θελήσει να τιμωρήσει αυτούς που δεν φυγάδευσαν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, επιβραβεύοντας όσους έκαναν ακριβώς το αντίθετο, δεν είναι άλλη από την ανάληψη του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σε συνδυασμό με την «επίταξη» της Τράπεζας της Ελλάδας για τη χρησιμοποίηση των μυστικών αποθεμάτων της (επίκληση κατάστασης εκτάκτου ανάγκης), καθώς επίσης για την εκτύπωση χαρτονομισμάτων των είκοσι ευρώ, για τα οποία θεωρείται πως υπάρχει η δυνατότητα, θα οδηγούσε στη βίαιη σύγκρουση και στη ρήξη με την Ευρωζώνη – κάτι που θα έπρεπε να αποφευχθεί, αφού θα ήταν συνώνυμο με την κήρυξη ενός ανταρτοπόλεμου, με απρόβλεπτα επακόλουθα.
Βέβαια, εάν αυτού του είδους τα μέτρα συνοδεύονταν από την προσφυγή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, για τη διεκδίκηση της νομιμότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης της Λισαβόνας, παράλληλα με την αγωγή εναντίον της ΕΚΤ για τη μη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (άρθρο), ίσως υπήρχε ελπίδα – αν και πρόκειται για θεωρητικές δυνατότητες, για αχαρτογράφητα νερά, με αποτελέσματα που δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν.
.
Ο έλεγχος κεφαλαίων
Εισαγωγικά, όταν μία χώρα αποκοπεί εντελώς από τις αγορές, καθώς επίσης από τους υπόλοιπους δανειστές της (ΔΝΤ, κράτη), ενώ ταυτόχρονα δεν της παρέχει ρευστότητα η κεντρική της τράπεζα, η ΕΚΤ στην Ελλάδα εν προκειμένω, τότε είναι υποχρεωμένη να επιβάλλει ελέγχους στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων.
Η αιτία είναι το ότι, όλοι οι Πολίτες της κατανοούν πως η οικονομία του κράτους τους θα επιβραδυνθεί ακόμη περισσότερο, κινδυνεύοντας να παγώσει εντελώς – λόγω της στάσης των δανειστών του, καθώς επίσης της υπερεθνικής κεντρικής του τράπεζας (ΕΚΤ). Εκτός αυτού, όλοι αναρωτιούνται
(α) εάν θα ακολουθήσει μία νομισματική μεταρρύθμιση, στην περίπτωση της Ελλάδας η έξοδος από το ευρώ και η υιοθέτηση της δραχμής – οπότε η δραστική υποτίμηση της με αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση της αγοραστικής αξίας των καταθέσεων τους, είτε
(β) η παραμονή της στη νομισματική ένωση, η οποία όμως σημαίνει τη συνέχιση του καθοδικού σπειροειδή κύκλου της ύφεσης και του αποπληθωρισμού, ουσιαστικά με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα.
Εύλογα λοιπόν προσπαθούν να διασώσουν τις αποταμιεύσεις τους, αποσύροντας τα χρήματα τους από τις τράπεζες (γράφημα) – διενεργώντας ως εκ τούτου μαζικές τραπεζικές επιθέσεις (Bank runs), οι οποίες οδηγούν στην κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ακόμη και αν αυτό δεν είναι αφερέγγυο.
.
.
Επομένως, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να επιβάλλει ελέγχους στη διακίνηση των κεφαλαίων – ενώ, εάν καθυστερήσει να το κάνει, όταν παράλληλα αρνείται να προσφέρει νέα ρευστότητα στο σύστημα η κεντρική τράπεζα, όπως δυστυχώς συνέβη στην Ελλάδα, αναγκάζεται να κλείσει για κάποιο χρονικό διάστημα τις τράπεζες, για να τις προστατεύσει από την ακαριαία χρεοκοπία.