Βοσνία-Ερζεγοβίνη: Μια ενδιαφέρουσα αγορά για τις Ελληνικές εξαγωγές – The Analyst
ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΕΜΠΟΡΙΟ & ΕΞΑΓΩΓΕΣ

Βοσνία-Ερζεγοβίνη: Μια ενδιαφέρουσα αγορά για τις Ελληνικές εξαγωγές

Ελληνικό Προϊόν και ανάπτυξη

Με χρήσιμους πίνακες των σημαντικότερων εισαγωγέων Τροφίμων, Καταναλωτικών προϊόντων, Οίνων και Αλκοολούχων Ποτών καθώς και των μεγαλύτερων αλυσίδων Σουπερμάρκετ με πλήρη στοιχεία επικοινωνίας!

(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

Σε μια χώρα που τα τελευταία 6 χρόνια της οικονομικής κρίσης δημιουργεί στο εμπορικό της ισοζύγιο ετήσιο έλλειμμα μεταξύ 20 και 45 δισεκατομμυρίων Ευρώ (σχετικός πίνακας στο άρθρο μας Ψάχνουμε δουλειά; Αγοράζουμε Ελληνικά!) η τεράστια σημασία των εξαγωγών για την εθνική μας οικονομία, είναι όχι μόνο αυτονόητη αλλά και διαχρονική.

Οι αγορές του κόσμου παρουσιάζουν δυνατότητες –καμιά φορά και ευκαιρίες- που πρέπει να ερευνώνται και να αξιοποιούνται μέσα από την εργατικότητα δραστήριων Εμπορικών Ακόλουθων οι οποίοι σέβονται και αντιλαμβάνονται πλήρως την αποστολή τους αλλά και το γεγονός ότι ο Έλληνας φορολογούμενος πληρώνει από το υστέρημα του την (αισθητά μειωμένη πλέον) αμοιβή τους.

Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με την νέα, ενδιαφέρουσα αγορά της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, μια μικρή χώρα των δυτικών Βαλκανίων με πληθυσμό 3,8 εκατομμυρίων ανθρώπων (μέσο μηνιαίο εισόδημα 433 ευρώ περίπου-στοιχεία 2013), η οποία δημιουργήθηκε μετά από αιματηρές διαμάχες και την διάλυση της πρώην Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας με τρία «συστατικά» εθνοτήτων: Βοσνιάκων μουσουλμάνων, Σέρβων και Κροατών.

Δημήτριος Μάος

Δημήτριος Μάος

Γραμματέας ΟΕΥ Α στο Σεράγεβο

 .

Τον Νοέμβριο του 2013 ένας νέος Εμπορικός Ακόλουθος (Δημήτρης Μάος) ανέλαβε υπηρεσία στο Σεράγεβο κάνοντας αυτό που φαίνεται κατ΄ αρχήν αυτονόητο:

Πραγματοποίησε αμέσως μια σύντομη έρευνα αγοράς στις μεγαλύτερες αλυσίδες λιανικής της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και διαπίστωσε την πλήρη έλλειψη Ελληνικών τροφίμων, ποτών και άλλων παραδοσιακά εξαγωγικών Ελληνικών προϊόντων από τα ράφια των τοπικών αλυσίδων λιανικής και χονδρικής.

«Χαρτογράφησε» τις υφιστάμενες Ελληνικές εξαγωγές, χαμηλής συνολικής αξίας  (μόλις 89 εκ. Ευρώ το 2013) εκ των οποίων το 75,1% αφορά μέταλλα και τα προϊόντα τους – αλουμίνιο και προϊόντα αλουμινίου για πόρτες, παράθυρα, και φράκτες, λαμαρίνες, ράβδοι προφίλ, σωλήνες και συναφή προϊόντα από αργίλιο για κατασκευαστική χρήση. Το υπόλοιπο 24,9% αφορά ακατέργαστα δέρματα, ελιές, γαλακτοκομικά, νωπά ή ξερά εσπεριδοειδή και λαχανικά, κυρίως πορτοκάλια, καρπούζια, πεπόνια, κονσερβοποιημένα ροδάκινα και διάφορα παρασκευάσματα διατροφής.

Το 22,5% περίπου των εξαγωγών της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης προς την Ελλάδα συνολικής αξίας 14 εκ. Ευρώ το 2013 (από το έτος 2004 έχουμε σταθερά πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο) αφορούν πλαστικές ύλες, καουτσούκ, ελαστικά ενώ το υπόλοιπο αποτελείται από χημικά προϊόντα οργανικά και ανόργανα, λίπος, κακάο και άλλα προϊόντα αλευροποιίας, φρούτα και λαχανικά, μέταλλα και τα προϊόντα τους κ.α.

Οι γενικοί και οι ειδικοί λόγοι της ισχνής Ελληνικής παρουσίας στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη, σύμφωνα με τον Εμπορικό μας Ακόλουθο, έχουν ως εξής:

.

Γενικοί λόγοι:

α) η απουσία ενιαίου οικονομικού και πολιτικού χώρου στην ΒκΕ, γεγονός που την καθιστά χώρα με ασταθές οικονομικό περιβάλλον. Η ύπαρξη των δύο Οντοτήτων, της Federacija BiH και της Republika Srpska, λειτουργεί στο οικονομικό-εμπορικό επίπεδο, αντιπαραγωγικά για την χώρα (π.χ. δημιουργία ανελαστικών δαπανών),

β) η ιδιαίτερα εκτεταμένη γραφειοκρατία, η οποία συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για την περαιτέρω ανάπτυξη εμπορικών και οικονομικών σχέσεων. Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη του μέσου καταναλωτή είναι ιδιαίτερα χαμηλή, εφόσον ο μέσος μηνιαίος μισθός κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, γ) υψηλά ποσοστά οικονομικής διαφθοράς και παραοικονομίας (shadow or informal market).

.

Ειδικοί λόγοι:

α) οι ντόπιοι εισαγωγείς, παρά το γεγονός ότι γνωρίζουν καλά την ποιότητα και αναγνωρισιμότητα των προϊόντων μας (κυρίως προϊόντα ΠΟΠ όπως το ελαιόλαδο, οι ελιές, η φέτα καθώς και οι οίνοι ΟΠΑΠ και ΟΠΕ), θεωρούν ότι είμαστε ακριβοί για τα δικά τους δεδομένα, ενώ υπάρχει πάντοτε το ζήτημα του τρόπου και του κόστους μεταφοράς των προϊόντων, δεδομένου ότι αφενός μεν δεν υπάρχει αεροπορική σύνδεση των 2 χωρών η οποία θα διευκόλυνε κατά πολύ τη μεταφορά, αφετέρου δε η οδική μεταφορά είναι χρονοβόρα / κοστοβόρα (ιδιαίτερα για εταιρείες εισαγωγής-εμπορίας-διανομής που δεν διαθέτουν δικό τους στόλο από φορτηγά και κατάλληλο εξοπλισμό για να συντηρήσει κάποια προϊόντα- π.χ. κατεψυγμένα ιχθυώδη- κατά τη μεταφορά),

β) η συμμετοχή και παρουσία ελληνικών επιχειρήσεων του κλάδου σε μεγάλες εμπορικές-κλαδικές Εκθέσεις του κλάδου τροφίμων και ποτών στη ΒκΕ, όπως είναι για παράδειγμα η Έκθεση του Μόσταρ ή η Έκθεση Ekobis στο Bihać της ΒκΕ είναι πενιχρή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής προβολή των ελληνικών προϊόντων, των ελλήνων παραγωγών και ελληνικών επιχειρήσεων και η δυνατότητα δημιουργίας επαφών ,

γ) η μη εισέτι πραγματοποίηση επιχειρηματικής αποστολής με την έλευση ελληνικών εξαγωγικών εταιρειών του κλάδου στη ΒκΕ, παρά τις επανειλημμένες εισηγήσεις και προτάσεις του Γραφείου ΟΕΥ της Πρεσβείας, σαφέστατα δεν βοηθάει στην προσπάθεια στόχευσης των ελληνικών εξαγωγών στη συγκεκριμένη αγορά, και μάλιστα σε μια χώρα στην οποία ο παράγων «προσωπική επαφή» παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.

To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.