ΥΦΕΣΗ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΩΝ – Σελίδα 3 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΥΦΕΣΗ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΩΝ

Η ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΗ ΛΥΣΗ

Ουσιαστικά είναι αυτή που ακολουθείται από τις Η.Π.Α. σήμερα, κυρίως δε από την Ιαπωνία – ενώ τα προβλήματα της περιγράφηκαν ήδη στην εισαγωγή του κειμένου μας, όπως επίσης στην ανάλυση μας «Η αποφυγή του χάους». Η λύση αυτή συνοδεύεται συνήθως από συναλλαγματικούς πολέμους, οι οποίοι είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι για την παγκόσμια ειρήνη (ανάλυση).

Εμείς βέβαια, όχι μόνο στη συγκεκριμένη ανάλυση, τοποθετούμαστε υπέρ του μερικού παγώματος των χρεών, ενδεχομένως με τη βοήθεια της ΕΚΤ (ΕΚΤ, η λύση των λύσεων) – επειδή θεωρούμε ότι, είναι αδύνατον διαφορετικά να αντιμετωπισθεί η κρίση υπερχρέωσης της Δύσης.

Υπάρχουν φυσικά και άλλες δυνατότητες, τις οποίες έχουμε περιγράψει σε προηγούμενα κείμενα μας – όπως η χρηματοοικονομική καταστολή (χαμηλό βασικό επιτόκιο, έτσι ώστε τα επιτόκια που λαμβάνουν οι καταθέτες να είναι ουσιαστικά αρνητικά, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται σταδιακά με τη μείωση των χρεών), ο ελεγχόμενος πληθωρισμός της τάξης του 4-6%, η έκδοση ευρωομολόγων για ένα μέρος του χρέους, με το υπόλοιπο να «αποθηκεύεται» σε μία «bad bank», έτσι ώστε να αποπληρώνεται μακροπρόθεσμα, ο συνδυασμός ορισμένων από τις παραπάνω μεθόδους κλπ.

Όλες οι λύσεις έχουν βέβαια «παρενέργειες», ενώ εφάπτονται σε αντικρουόμενα συμφέροντα – για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτούνται αμοιβαίες παραχωρήσεις, αλληλεγγύη και συμβιβασμοί.

.

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ 

Στην Ευρώπη αντιμετωπίζουμε μία μείωση του ΑΕΠ, καθώς επίσης μία τεράστια ανεργία. Επί πλέον, σε κάποιες χώρες υπάρχουν πολύ μεγάλα χρέη του ιδιωτικού τομέα, σε συνδυασμό με μία πληθώρα εσφαλμένων, ασύμφορων επενδύσεων (Ισπανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Πορτογαλία κλπ.). Σε ορισμένες άλλες, τα χρέη του δημοσίου είναι υπέρογκα, παράλληλα με μεγάλες «διαρθρωτικές ανεπάρκειες» (Ελλάδα, Ιταλία, Βέλγιο κλπ.).

Τα γεγονότα αυτά έχουν λειτουργήσει αρνητικά, γενικότερα στην ψυχολογία της οικονομίας, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί παντού συνθήκες ανασφάλειας, καθώς επίσης αποφυγής του επενδυτικού ρίσκου – ακόμη και σε άτομα, σε επιχειρήσεις, σε τομείς ή σε κλάδους, στους οποίους δεν υπάρχει πρόβλημα.

Από την άλλη πλευρά, σε ορισμένες χώρες απαιτείται η τόνωση της ζήτησης με τη μέθοδο του Keynes (κυρίως στη Γερμανία),ενώ σε κάποιες άλλες η άμεση ρευστοποίηση των εσφαλμένων επενδύσεων – όπως, για παράδειγμα, στην Ισπανία.

Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει το φαινόμενο των πολλαπλών σημείων ισορροπίας – όπου διαπιστώνεται η αδυναμία να εκτιμήσει κανείς ποιές ενέργειες προέχουν, ενώ τις περισσότερες φορές οι ενέργειες αυτές είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, όταν επιλέξουμε να αυξήσουμε τη ζήτηση με την επέμβαση του δημοσίου στην Ισπανία, τότε δεν θα μειωθούν οι τιμές των ακινήτων – οπότε θα παραμείνει η φούσκα.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ένας Ιταλός επιχειρηματίας, ο οποίος δεν επενδύει στην επιχείρηση του, παρά τις καλές προοπτικές της, φοβούμενος τις επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης – με αποτέλεσμα να οδηγεί την οικονομία της χώρας του στην ύφεση, η οποία ενδεχομένως μπορεί να προκαλέσει τη χρεοκοπία της Ελλάδας (αφού οι εξαγωγές της στην Ιταλία θα καταρρεύσουν). Η στάση πληρωμών τώρα της Ελλάδας, θα μπορούσε με τη σειρά της να συμπαρασύρει την Ιταλία – οπότε ο Ιταλός επιχειρηματίας, θα είχε προκαλέσει έμμεσα τη χρεοκοπία της πατρίδας του.

Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μία εξαιρετικά πολύπλοκη κατάσταση – η πολυπλοκότητα της οποίας κλιμακώνεται συνεχώς, επειδή συμμετέχει ολόκληρος σχεδόν ο πλανήτης. Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε ότι, εφόσον πρόκειται για ένα παγκόσμιο πρόβλημα, θα πρέπει να βρεθούν παγκόσμιες λύσεις   – γεγονός που απαιτεί τις συντονισμένες προσπάθειες όλων των χωρών μαζί, εάν επιθυμούμε να αποφύγουμε μία τεράστια, παγκόσμια καταστροφή, καθώς επίσης το παράδοξο του Minsky (ανάλυση μας).
.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πρέπει να βρεθούν λύσεις στο πρόβλημα της υπερχρέωσης της Δύσης, οι οποίες να μην εξαρτώνται από την ανάπτυξη – παράλληλα, οφείλει να αναζητηθεί ένα νέο πολίτευμα, συμβατό με τα σημερινά δεδομένα, καθώς επίσης ένα καινούργιο νομισματικό σύστημα.

Στα πλαίσια αυτά, με αφορμή το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο συνεδρίασε για να αποφασίσει σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όσον αφορά κυρίως την απόκτηση ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, θεωρούμε πως υπάρχει απόλυτη ανάγκη ενός τέταρτου θεσμού – συμπληρωματικού στην εκτελεστική, στη νομοθετική, καθώς επίσης στη δικαστική εξουσία. Πολύ περισσότερο, αφού είναι αδύνατον οι δικαστές, όσο ικανοί και αν είναι, να κρίνουν πολύπλοκα οικονομικά θέματα, μη διαθέτοντας τις απαιτούμενες γνώσεις.

Η τέταρτη αυτή εξουσία έχουμε την άποψη ότι, οφείλει να είναι ένας θεσμός αντίστοιχος του συνταγματικού δικαστηρίου, ο οποίος όμως θα αποτελείται από οικονομικούς επιστήμονες – από ανθρώπους δηλαδή, οι οποίοι θα μπορούν να κρίνουν σε ανώτατο επίπεδο θέματα όπως το παραπάνω της ΕΚΤ, καθώς επίσης τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις της κυβέρνησης (προϋπολογισμός, συντελεστές φορολόγησης, χαράτσια, μνημόνια, οικονομική πολιτική κοκ.), ελέγχοντας παράλληλα την τήρηση τους (επίσης, την τήρηση των προεκλογικών δεσμεύσεων, όσον αφορά πάντοτε την Οικονομία).

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να εμπιστεύονται οι Πολίτες την κρίση της Βουλής, σε θέματα μακροοικονομίας – όπως δεν συμβαίνει και στα συνταγματικά θέματα. Για παράδειγμα, η Βουλή ήταν αδύνατον να κρίνει τα οικονομικά μέτρα που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ – τα οποία τελικά, σύμφωνα με την αποδοχή του ίδιου του ΔΝΤ, ήταν λανθασμένα.

Οι Πολίτες δεν μπορούν να εμπιστεύονται ούτε τις εκθέσεις της κεντρικής τράπεζας, η οποία είναι ουσιαστικά υπεύθυνη για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λειτουργώντας υπέρ των εμπορικών τραπεζών – πόσο μάλλον όταν είναι ιδιωτική, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.

Ολοκληρώνοντας, επειδή ο βασικός στόχος οφείλει να είναι η άμεση Δημοκρατία (δεν θα ήταν στο εξής λογικό να ψηφίσει κανένας πολίτης κόμματα, τα οποία δεν θα του υποσχόταν ρητά συνταγματική αλλαγή, για την υιοθέτηση της άμεσης Δημοκρατίας), ο θεσμός αυτός θα έπρεπε να αποτελείται από οικονομικούς επιστήμονες, με άριστες σπουδές και επαγγελματική εμπειρία, οι οποίοι θα ψηφίζονταν απ’ ευθείας από τους Πολίτες της χώρας τους.

Διαφορετικά δεν πρόκειται να υπάρξει καμία ουσιαστική αλλαγή, ενώ είναι σχεδόν αδύνατον να καταπολεμηθεί η μεγαλύτερη πηγή των δεινών ολόκληρου του πλανήτη – η οποία είναι αναμφίβολα η πολιτική διαφθορά.

.

(*Παράρτημα: Όπως αναφέραμε στο κείμενο, η εξίσωση του ΑΕΠ από την πλευρά των δαπανών είναι η εξής:

(α)  ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές-Εισαγωγές). Εάν λοιπόν σε μία χώρα, όπως στη Ελλάδα, μειώνονται οι μισθοί, τότε μειώνεται η κατανάλωση (Κ), καθώς επίσης οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα (Ε) – αφού κανένας δεν επενδύει, εάν δεν προβλέπει ζήτηση στα προϊόντα του.

Όταν επί πλέον δεν επενδύει ή/και δεν καταναλώνει το δημόσιο (Δ), λόγω του ότι είναι υπερχρεωμένο, τότε η μοναδική δυνατότητα ανάπτυξης είναι η μείωση των εισαγωγών, με την παράλληλη αύξηση των εξαγωγών (Εξαγωγές-Εισαγωγές) – η οποία πρέπει να είναι ανάλογη με τη μείωση του συνόλου των τριών άλλων δεικτών (Κ+Ε+Δ), για να μην ακολουθήσει ύφεση (για να παραμείνει σταθερό το ΑΕΠ).   

(β)  Από την πλευρά των εσόδων τώρα, η εξίσωση είναι: ΑΕΠ = Κ+Α+Φ, όπου Κ είναι η ιδιωτική κατανάλωση, Α οι αποταμιεύσεις και Φ οι φόροι.

Στην περίπτωση που μειώνεται λοιπόν η κατανάλωση, θα πρέπει να αυξηθούν ανάλογα είτε οι φόροι, είτε οι αποταμιεύσεις, είτε και τα δύο μαζί – για να μείνει σταθερό το ΑΕΠ. Σε τελική ανάλυση βέβαια, το κράτος προσπαθεί να εισπράξει, μέσω των φόρων, ένα ποσόν από αυτό που θα κατανάλωνε ή θα αποταμίευε ο πολίτης – βάζοντας στην κυριολεξία το χέρι στην τσέπη του.

Όταν στην εξίσωση μας οι φόροι παραμένουν οι ίδιοι, παρά την αύξηση των συντελεστών, ενώ η κατανάλωση περιορίζεται ή/και μειώνονται οι αποταμιεύσεις, το ΑΕΠ ακολουθεί αρνητική πορεία. Για παράδειγμα Κ+Α+Φ = ΑΕΠ, δηλαδή 70+20+10 = 100. Εάν τώρα η κατανάλωση μειωθεί, με σταθερούς φόρους και αποταμιεύσεις, τότε έχουμε 50+20+10 = 80.

Περαιτέρω, για να μην υπάρξει πτώση του ΑΕΠ, είναι δυνατόν η κυβέρνηση να θελήσει να αυξήσει τους άμεσους φόρους, κατά το ποσόν που μειώνονται η κατανάλωση και οι αποταμιεύσεις – λόγω της μείωσης των μισθών, καθώς επίσης της αύξησης των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, φόρος στα καύσιμα κλπ.). Στο παράδειγμα μας, αντί 50+20+10 = 80, με την αύξηση των φόρων από το 10 στα 30, θα είχαμε το ίδιο ΑΕΠ  (50+20+30= 100).

Για να το πετύχει αυτό η κυβέρνηση, σε μία χώρα με ιδιωτική ακίνητη περιουσία, αυξάνει τους φόρους στα ακίνητα – έτσι ώστε οι πολίτες να αναγκασθούν είτε να τους πληρώσουν από τα εισοδήματα τους, είτε να πουλήσουν (ή να υποθηκεύσουν) τα ακίνητα τους.

(γ)  Από την πλευρά των δαπανών και εσόδων μαζί, επειδή οι δύο ανωτέρω εξισώσεις έχουν έναν κοινό παράγοντα, το ΑΕΠ, εάν το αντικαταστήσουμε και στις δύο, τότε θα έχουμε την παρακάτω νέα εξίσωση:

Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές-Εισαγωγές) = Κ+Α+Φ,  δηλαδή

Κατανάλωση + Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + (Εξαγωγές-Εισαγωγές) =

Κατανάλωση + Αποταμιεύσεις + Φόροι 

Εάν τώρα αφαιρέσουμε την κατανάλωση (Κ), η οποία ευρίσκεται και στις δύο πλευρές, τότε έχουμε την εξής εξίσωση:

Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + (Εξαγωγές-Εισαγωγές) =

Αποταμιεύσεις + Φόροι

 

(δ) Συνεχίζοντας, η διαφοροποίηση αυτής της εξίσωσης, μας δίνει τα χρηματοοικονομικά υπόλοιπα των τριών μακροοικονομικών τομέων: του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις, Α-Ε), του δημοσίου (Φ-Δ), καθώς επίσης του εξωτερικού (Εξαγωγές-Εισαγωγές), οι οποία ισούνται, προστιθέμενοι, με το μηδέν:

(Α-Ε) + (Φ-Δ) + (Εξαγωγές-Εισαγωγές) = 0

 

Σύμφωνα με αυτήν την εξίσωση, απέναντι στο έλλειμμα του ενός τομέα, υπάρχει ένα πλεόνασμα των δύο άλλων, αντίστοιχου ύψους. Εάν τώρα υπολογίσει κανείς τα χρηματοδοτικά υπόλοιπα των τομέων αυτών σε ποσοστά επί του ΑΕΠ θα διαπιστώσει ότι, για παράδειγμα, εάν το  δημόσιο έχει ένα έλλειμμα της τάξης του 5%, ενώ ο ιδιωτικός τομέας ένα πλεόνασμα 2%, τότε το ισοζύγιο της συγκεκριμένης χώρας θα έχει έλλειμμα 3%. Η παραπάνω εξίσωση μας δίνει αντιστρεφόμενη την εξής:

(Α-Ε) = (Δ-Φ) + (Εξαγωγές – Εισαγωγές) 

Εάν χρησιμοποιήσει κανείς την συγκεκριμένη εξίσωση για μία χώρα με υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα (νοικοκυριά, επιχειρήσεις και τράπεζες), θα διαπιστώσει ότι, η μοναδική δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα είναι αυτή που περιγράφεται από τον R.Koo, όσον αφορά την κρίση ισολογισμών – η μείωση των χρεών του με κάθε τρόπο, έτσι ώστε να δημιουργήσει πλεόνασμα στον ισολογισμό του. Επομένως, να διατηρήσει με κάθε θυσία το Α (αποταμιεύσεις), μεγαλύτερο από το Ε (ιδιωτικές επενδύσεις).

Εάν τώρα το Α > Ε, τότε η αριστερή πλευρά της εξίσωσης είναι θετική, οπότε και η δεξιά. Επομένως, το σύνολο των ισολογισμών του δημοσίου τομέα, καθώς επίσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι θετικό (ίσο με την αριστερή πλευρά).

Εάν όμως σε μία οικονομία με αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (Εξαγωγές < Εισαγωγές), ο ιδιωτικός τομέας αποταμιεύει στο σύνολο του (Α > Ε), για να μειώσει τα χρέη του, τότε απαιτούνται συνεχή δημόσια ελλείμματα (Δ > Φ) – έτσι ώστε να εξισορροπείται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς να μειώνεται το ΑΕΠ (η Ιαπωνία διατηρεί ακόμη τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της υποτιμώντας το νόμισμα, έτσι ώστε να αυξήσει τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της, διαθέτοντας βέβαια, σε αντίθεση με την Ελλάδα, ισχυρές εξαγωγικές επιχειρήσεις  – ένα πείραμα που όμως μπορεί τελικά να αποδειχθεί μοιραίο).

Εάν βέβαια, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται στο κράτος να αυξήσει τα ελλείμματα του, ενώ παράλληλα ο ιδιωτικός τομέας μειώνει τα χρέη του, τότε η οικονομία οδηγείται σε μία «σωρευτική» μείωση της ζήτησης – με αποτέλεσμα να περιορίζεται τόσο η παραγωγή, όσο και το ΑΕΠ (μοναδική διέξοδος είναι η αύξηση των εξαγωγών, η οποία όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, όταν τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος τομέας μειώνουν τις επενδύσεις τους – ενώ το ποσόν της αύξησης των εξαγωγών μείον τη μείωση των εισαγωγών θα πρέπει να υπερβαίνει το σύνολο της μειωμένης κατανάλωσης, των ιδιωτικών επενδύσεων και των δημοσίων δαπανών, για να μπορέσει να μείνει σταθερό το ΑΕΠ).

Το γεγονός αυτό δεν μειώνει μόνο τις δυνατότητες αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα, αλλά επιδεινώνει ταυτόχρονα και τα άλλα μεγέθη της οικονομίας. Η ύφεση βαθαίνει και οι τράπεζες υποχρεώνονται σε ακόμη μεγαλύτερες αποσβέσεις κόκκινων δανείων, από αυτές που είχαν προϋπολογίσει – ενώ το κράτος, με στόχο να κλείσει τα νέα κενά που δημιουργούνται στον προϋπολογισμό του, αποφασίζει νέα μέτρα λιτότητας.

Τα νέα μέτρα επιδεινώνουν ξανά όλα τα μεγέθη της οικονομίας, με αποτέλεσμα να ξεκινάει ο επόμενος γύρος του θανάτου– με την αύξηση της ύφεσης, με την επιδείνωση της ανεργίας, με τα μειωμένα φορολογικά έσοδα, με την κλιμάκωση των ελλειμμάτων κοκ.

Συμπερασματικά λοιπόν, η Ελλάδα είναι αδύνατον να αποφύγει τον καθοδικό σπειροειδή κύκλο του θανάτου, εάν δεν καταφέρει να δημιουργήσει θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – γεγονός που απαιτεί μεγάλη αύξηση των εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, του ναυτιλιακού συναλλάγματος κλπ.), καθώς επίσης σημαντική μείωση των εισαγωγών (κατανάλωση ελληνικών προϊόντων, παραγωγή μέσα στην Ελλάδα όσο περισσότερων προϊόντων μπορούμε, από αυτά που εισάγουμε). Αυτό προϋποθέτει όμως επενδύσεις (σχέδιο «τύπου» Marshall, μεταφορά πόρων από τα ακίνητα στη βιομηχανία, ομολογιακά δάνεια επιχειρήσεων κλπ.), ενώ δεν είναι καθόλου εύκολο σε μία εποχή, όπου πολλές άλλες χώρες επιδιώκουν το ίδιο.

.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.