ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Είναι προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι χώρες, οι οποίες στηρίζονται στο (νέο)φιλελεύθερο μοντέλο, έχουν ανάγκη από ισχυρά νομίσματα – αφού με τον τρόπο αυτό μπορούν να εισάγουν φθηνότερα τα αγαθά που έχουν ανάγκη. Αντίθετα, τα μερκαντιλιστικά κράτη είναι υποχρεωμένα να διατηρούν χαμηλή την ισοτιμία των νομισμάτων τους, έτσι ώστε να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές τους.
Υπάρχει όμως και μία ενδιάμεση κατηγορία – εκείνα τα μερκαντιλιστικά κράτη που εξάγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως μηχανήματα, αυτοκίνητα, τεχνολογία κλπ.), τα οποία μπορούν να πουλούν σε αυξημένες τιμές, μη έχοντας ανταγωνισμό.
Επειδή τώρα η παραγωγή των προϊόντων αυτών απαιτεί εισαγωγές πρώτων υλών (ενέργεια, μέταλλα κλπ.), ωφελούνται περισσότερο από ένα ισχυρό νόμισμα, αρκεί να μην υπερβαίνει κάποια ανώτατα όρια (στο παράδειγμα της Γερμανίας, το ευρώ να μην είναι υψηλότερο από το 1,50 σε σχέση με το δολάριο). Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, διαθέτει ένα ακόμη πλεονέκτημα: το ότι σε ποσοστό άνω του 50% εξάγει σε χώρες της Ευρωζώνης, με τις οποίες έχει το ίδιο νόμισμα (οπότε η αύξηση της ισοτιμίας του δεν επιβαρύνει τις συνολικές εξαγωγές της).
Συνεχίζοντας, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Κίνα εξάγει κυρίως καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία μπορούν να παραχθούν από κάθε άλλη χώρα. Το μοναδικό πλεονέκτημα της λοιπόν είναι η φθηνότερη, η ανταγωνιστικότερη δηλαδή παραγωγή και πώληση τους – επομένως, δεν έχει την πολυτέλεια της διατήρησης ενός ισχυρού νομίσματος, το οποίο θα έκανε ακριβότερα τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Ευτυχώς δε για την ίδια, διαθέτει ενεργειακά αποθέματα και πρώτες ύλες – οπότε δεν είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές τους, όπως η Γερμανία.
Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο το ότι, η χώρα που εισάγει τα περισσότερα προϊόντα παγκοσμίως είναι οι Η.Π.Α., ακολουθούμενη από την ΕΕ, διαπιστώνονται οι παρακάτω ιδιαιτερότητες:
(α) Οι Η.Π.Α. είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ισχυρό νόμισμα, εάν βέβαια παραμείνουν στο σύστημα του (νέο)φιλελευθερισμού – αφού διαφορετικά οι τιμές των προϊόντων που εισάγουν (θα) αυξάνονται συνεχώς. Πόσο μάλλον όταν οι Η.Π.Α. δεν είναι πλέον ενεργειακά αυτόνομες – γεγονός που προσπαθούν να καλύψουν με την εισβολή (άλλοτε οικονομική, άλλοτε πολεμική), σε χώρες που διαθέτουν ενέργεια, όπως στο Ιράκ.
Η ανάγκη αυτή επιτείνεται από το ότι, εάν το δολάριο θέλει να διατηρήσει τη θέση του (παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), η οποία εκτός των πολλών άλλων πλεονεκτημάτων, εξασφαλίζει στην υπερδύναμη πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, παράλληλα με το ότι δεν μπορεί να χρεοκοπήσει (αφού οι υποχρεώσεις της εξοφλούνται σε δολάρια, τα οποία «τυπώνει» μόνη της), τότε δεν πρέπει να απαξιωθεί.
Εν τούτοις, η υπερχρέωση της υπερδύναμης, καθώς επίσης τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης και την κλιμακούμενη μετανάστευση των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την αναπτυσσόμενη Ασία, την υποχρεώνουν να αυξάνει την ποσότητα χρήματος (πακέτα στήριξης QE) – μεταξύ άλλων, για να επιλυθεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης πληθωριστικά, με αποτέλεσμα όμως να μειώνεται συνεχώς η ισοτιμία του δολαρίου.
Παράλληλα το ΔΝΤ, μη έχοντας προφανώς κατανοήσει τις παρενέργειες της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε στην Ελλάδα (στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία κλπ.), λειτούργησε αρνητικά για τα συμφέροντα της υπερδύναμης – αφού με τον τρόπο αυτό (πόσο μάλλον όταν πάψουν να επηρεάζουν οι εταιρείες αξιολόγησης με τις εκτιμήσεις τους την ευρωπαϊκή οικονομία), ενισχύεται το ευρώ.
Η ενίσχυση αυτή του ευρώ είναι εις βάρος φυσικά του δολαρίου – γεγονός που σημαίνει ότι, το ΔΝΤ έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας και έπαιξε το παιχνίδι της (πιθανότατα αυτή είναι η πραγματική αιτία της αλλαγής της στάσης του ΔΝΤ, όσον αφορά τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης, όπως την είδαμε εν πρώτοις στην Ιρλανδία – σήμερα στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία).
Η εναλλακτική λύση τώρα των Η.Π.Α., η «μετάλλαξη» τους δηλαδή σε μία μερκαντιλιστική καπιταλιστική οικονομία, δεν είναι καθόλου εύκολη – αφού η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί, ευρισκόμενη σε πορεία παρακμής. Παρά τις προσπάθειες λοιπόν κάποιων εταιρειών της, οι οποίες έχουν κατανοήσει το πρόβλημα (όπως, για παράδειγμα, της Apple, η οποία μεταφέρει την παραγωγή της πίσω στις Η.Π.Α.), η κατάσταση δεν είναι εύκολα ανατρέψιμη.
(β) Οι μεγάλες ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ειδικά η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ασθενές νόμισμα, εάν θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματα τους πληθωριστικά, επιβοηθούμενες από τις εξαγωγές.
Η μετάλλαξη τους όμως σε μερκαντιλιστικές οικονομίες (οι οποίες θα μπορούν αργότερα να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η Γερμανία, οπότε να αντέχουν ένα ισχυρότερο νόμισμα), είναι εξαιρετικά δύσκολη – επειδή έχουν σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί.
Δυστυχώς για τις χώρες αυτές, οι εντελώς αντίθετες επιδιώξεις της Γερμανίας εμποδίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «τευτονικούς» δορυφόρους, απολύτως εξαρτημένες από την ευρύτερη οικονομική πολιτική της Γερμανίας (πακέτα διάσωσης, δανεισμός από την ΕΚΤ κοκ.).
(γ) Οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, στις οποίες επιβλήθηκε εκβιαστικά μία πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου, σχεδιάζεται, όπως φαίνεται, να μετατραπούν σε μικρές μερκαντιλιστικές οικονομίες, εξαρτημένα προτεκτοράτα της Γερμανίας (με τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών κλπ.).
Εάν δε διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα, τότε μάλλον θα «κατασχεθούν» – με την έννοια του ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες συνεχώς θα αυξάνονται (μέσω της καταδίκης τους σε ύφεση, η οποία περιορίζει τα φορολογικά έσοδα, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας τους κοκ.)
(δ) Οι χώρες τώρα της ΕΕ, οι οποίες έχουν τα ίδια προβλήματα με τις Η.Π.Α., όπως για παράδειγμα η Μ. Βρετανία, ευρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από την υπερδύναμη – ενώ απειλείται τα μέγιστα η βιωσιμότητα τους από τη Γερμανία.
(ε) Η Κίνα και οι υπόλοιπες μερκαντιλιστικές ασιατικές οικονομίες κινδυνεύουν πολλαπλά – αφενός μεν από την υποτίμηση του δολαρίου (μείωση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους, εισαγωγή πληθωριστικών πιέσεων κλπ.), αφετέρου από το ενδεχόμενο της επιστροφής του προστατευτισμού στις Η.Π.Α. (αύξηση των δασμών, εμπόδια στις εισαγωγές κλπ.).
(στ) Τέλος, οι υποανάπτυκτες οικονομίες του πλανήτη έχουν ήδη οδηγηθεί σε επισιτιστικές κρίσεις, τις οποίες έχει προκαλέσει η διοχέτευση της υπερβάλλουσας ρευστότητας στα χρηματιστήρια – ενώ κινδυνεύουν με πολεμικές εισβολές εκείνων των χωρών της Δύσης ή της αναπτυσσόμενης Ανατολής (Κίνα), οι οποίες θα θελήσουν να «υπεξαιρέσουν» το φυσικό πλούτο τους (ενεργειακά αποθέματα κλπ.). Η επέμβαση της Γαλλίας στο Μαλί το οποίο διαθέτει, μεταξύ άλλων, μεγάλα αποθέματα ουρανίου, απαραίτητα για τα πυρηνικά της εργοστάσια, είναι μάλλον ενδεικτική του τι θα συμβεί στο μέλλον.
.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΡΑΙΧ
Όπως είναι γνωστό το πρώτο Ράιχ (αυτοκρατορία), η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους καλύτερα(962-1806), δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων. Αντίθετα, το δεύτερο Ράιχ, η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Μπίσμαρκ δηλαδή (1871-1918) στηρίχθηκε αρχικά στην οικονομία – ενώ κατέρρευσε με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όσον αφορά την περίοδο αυτή, το 2ο Ράιχ, ο Keynes την περιγράφει ως εξής:
“Από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη, η Γερμανία μετασχηματίσθηκε σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή – εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός της Γερμανίας και εντός αυτής.
Μόνο λειτουργώντας αυτή η μηχανή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον αυξανόμενο πληθυσμό της και τα μέσα για να αγοράζει τα προς το ζην από το εξωτερικό (όπως και τότε, έτσι και σήμερα η Γερμανία δεν είναι μόνο πρωταθλήτρια στις εξαγωγές, αλλά και στις εισαγωγές). Η γερμανική μηχανή έμοιαζε με μία σβούρα, η οποία για να διατηρήσει την ισορροπία της έπρεπε να προοδεύει ολοένα και γρηγορότερα.
Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος – ενώ από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων χωρών της ηπείρου.
Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μία διέξοδο για τα προϊόντα τους – σε αντάλλαγμα για την οποία, η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τις εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους, σε χαμηλές τιμές.
Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο χωρών της Ευρώπης, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτουμένου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου, καθώς επίσης της οργάνωσης – γεγονός που ερμηνεύθηκε ως ένα σύστημα ειρηνικής διείσδυσης της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όλη η ήπειρος λοιπόν ανατολικά του Ρήνου περιήλθε με τη μέθοδο της ειρηνικής διείσδυσης σε γερμανική βιομηχανική τροχιά“.
Θεωρώντας αυτονόητες και δεδομένες τις ομοιότητες της σημερινής εποχής με τότε, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι το τρίτο Ράιχ ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Πρόκειται για την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Χίτλερ (1933-1945), η οποία δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων, όπως επίσης το πρώτο Ράιχ – ενώ κατέρρευσε με την ήττα της Γερμανίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Σήμερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας (Το τέταρτο Ράιχ, οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα), βιώνουμε τις προσπάθειες ίδρυσης του 4ου Ράιχ, ερήμην των Γερμανών πολιτών – το οποίο, όπως και το δεύτερο, στηρίζεται στον οικονομικό και όχι στο συμβατικό πόλεμο (ειρηνική διείσδυση).
Ειδικά όσον αφορά την πολιτική, έχει αρκετές ομοιότητες με το 3ο Ράιχ (εθνικοσοσιαλισμός, με την έννοια της μερκαντιλιστικής συνεργασίας επιχειρήσεων και κράτους για εθνικούς σκοπούς, όπου τη θέση των SS έχει αναλάβει η οικονομική αστυνομία, σε συνδυασμό με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες – BND).
.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι προφανές ότι είμαστε αντιμέτωποι με πάρα πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προκλήσεις – οι κυριότερες των οποίων είναιαφενός μεν ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ των δύο βασικών καπιταλιστικών συστημάτων (φιλελευθερισμός και μερκαντιλισμός), ειδικά μετά την κατάρρευση της εναλλακτικής δυνατότητας, του τρίτου δρόμου (κομμουνισμός), αφετέρου η παρακμή της υπερδύναμης, σε συνδυασμό με την άνοδο της Γερμανίας και της Κίνας (με τους ακούσιους ή εκούσιους δορυφόρους τους).
Στα πλαίσια αυτά, οι επιλογές των μικρότερων κρατών, αλλά και των κάπως μεγαλύτερων (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κλπ.), είναι εξαιρετικά δύσκολες – πόσο μάλλον των υπερχρεωμένων και βυθισμένων σε υφέσεις, από τις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Σε κάθε περίπτωση, οι «μονομερείς» δρόμοι δεν φαίνεται να έχουν λογική – αφού καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει το κρίσιμο μέγεθος που προϋποθέτει η επιβίωση της στη σημερινή εποχή των έντονων «αναταράξεων» και της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η μοναδική δυνατότητα που φαίνεται πως έχει στη διάθεση της, είναι η ένωση των ανεξάρτητων εθνικών κρατών μεταξύ τους, με αλληλεγγύη και χωρίς την πρωσική πλέον Γερμανία – αφού τα συμφέροντα τους είναι κοινά, αλλά ακριβώς αντίθετα από τις επιδιώξεις και τα σχέδια της Γερμανίας, τα οποία ευρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. (ενώ οφείλει να αποφευχθεί αυτή τη φορά το οδυνηρό τέλος των προηγούμενων γερμανικών «αυτοκρατοριών»).
Στη συνέχεια η επιθετική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια του παγώματος μέρους των χρεών, της υποτίμησης του ευρώ, του ελεγχόμενου πληθωρισμού, της ολοκληρωμένης λειτουργίας της ΕΚΤ, της διάσωσης των τραπεζών, της ρύθμισης του ασύδοτου χρηματοπιστωτικού συστήματος κλπ.
Η επιστροφή στη φιλελεύθερη οικονομία, σε περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας μίας ενωμένης Ευρώπης, μακριά από τις παγίδες του νεοφιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού, η καλύτερη αναδιανομή των εισοδημάτων μέσω του ασφαλιστικού συστήματος (Σουηδικό μοντέλο) και όχι του φορολογικού, καθώς επίσης η οικοδόμηση σε σταθερά, βιώσιμα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, θα ήταν τότε ρεαλιστικές και εφικτές προοπτικές – αρκεί φυσικά να μην καθυστερήσουμε και να μην προλάβει η Γερμανία να καταστρέψει ξανά την ειρήνη, καθώς επίσης την ήπειρο μας.
.