“Μετά το τέλος ενός μεγάλου σεισμού, προσπαθούμε συνήθως να διαπιστώσουμε, εάν ήταν ο κύριος – έτσι ώστε να προετοιμαστούμε για έναν επόμενο, μεγαλύτερο ή όχι. Το βασικό κριτήριο μας, όσον αφορά το συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο, είναι το μέγεθος των μετασεισμικών δονήσεων, οι οποίες ακολουθούν. Εάν αυτές είναι μικρότερης ισχύος, τότε θεωρούμε ότι, αυτό που βιώσαμε ήταν ο κύριος σεισμός – οπότε ησυχάζουμε και παύουμε να ασχολούμαστε.
Η μακροοικονομία μοιάζει σε κάποιο βαθμό με τα φυσικά φαινόμενα – αφού πολλές φορές «υποτάσσεται» σε ανάλογους κανόνες. Στα πλαίσια αυτά, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία σοβαρή οικονομική κρίση, η οποία ουσιαστικά είναι το αντίστοιχο ενός σεισμού, προσπαθούμε να ανακαλύψουμε εάν είναι η κύρια – έτσι ώστε να προετοιμαστούμε κατάλληλα για την επόμενη, να καταπολεμήσουμε έγκαιρα τις αιτίες της, αποφεύγοντας μία καταστροφική μεγαλύτερη και να μην αναλώσουμε τις δυνάμεις μας στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων.
Δυστυχώς, όπως φαίνεται, έχουν γίνει πολλά και μεγάλα σφάλματα παγκοσμίως, μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 – τα μεγαλύτερα δε είναι το ότι, καταπολεμούμε έκτοτε τα συμπτώματα, τη λάθος κρίση και με εσφαλμένα, «ανεπαρκή» μέτρα. Εκτός αυτού, το συνεχώς αυξανόμενο μέγεθος των μετασεισμικών δονήσεων τεκμηριώνει αφενός μεν ότι δεν ήταν ο κύριος σεισμός, αφετέρου πως δεν έχουν βρεθεί ακόμη τα πραγματικά αίτια του «φαινομένου» – ένα καθόλου ευχάριστο συμπέρασμα για το μέλλον μας”.
.
Ανάλυση
Τόσο οι Η.Π.Α., όσο και η Ευρωζώνη, ανάγκασαν τις τράπεζες, τις οποίες διέσωσαν το 2008 από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης (subrimes), να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες κρατικών ομολόγων – η «ποιότητα» των οποίων όμως δεν ήταν ασφαλώς η καλύτερη, όπως φαίνεται σήμερα. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν οι ισολογισμοί των τραπεζών με επικίνδυνα κρατικά ομόλογα, τα οποία χάνουν συνεχώς σε αξία – οπότε τα κράτη ήταν υποχρεωμένα να βοηθήσουν ξανά τις τράπεζες, για να αποφευχθεί η χρεοκοπία τους.
Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε μία αλυσιδωτή αντίδραση, ένας φαύλος κύκλος καλύτερα (τα κράτη διασώζουν τις τράπεζες, οι τράπεζες τα κράτη και τανάπαλιν), ο οποίος αυξάνει συνεχώς το μέγεθος του προβλήματος – στο οποίο υποχρεώθηκαν να συμμετέχουν και οι κεντρικές τράπεζες (στη συνέχεια τα ταμεία χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το νέο ESM κοκ.), χωρίς καμία ενέργεια ασφαλούς αντιμετώπισης του.
Ειδικότερα, μόνο οι αμερικανικές τράπεζες έχουν αγοράσει (από το 2008 και μετά) ομόλογα του δημοσίου των Η.Π.Α. (treasuries), αξίας 700 δις $ – γεγονός που επεξηγεί τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού της υπερδύναμης (αυξημένη ζήτηση). Οι ιταλικές τράπεζες έχουν αγοράσει ομόλογα του ιταλικού δημοσίου αξίας 86 δις €, μέσα σε πέντε μόλις μήνες (από το Νοέμβριο του 2011 έως το Μάρτιο του 2012) – ενώ οι ισπανικές περί τα 90 δις € και οι βρετανικές 100 δις £. Συνολικά δε, οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν ομόλογα της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας ύψους 1,2 τρις $, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις της τράπεζας διεθνών διακανονισμών (BIS).
Το πρόβλημα εδώ επικεντρώνεται κυρίως στο ότι, τα κράτη έχουν επιτρέψει στις τράπεζες να μην εμφανίζουν τους ισολογισμούς τους τα επικίνδυνα αυτά ομόλογα – με τις ρυθμιστικές Αρχές να μην απαιτούν πλέον την αυστηρή τήρηση των κανόνων, ενθαρρύνοντας τις τράπεζες να αγοράζουν. Το γεγονός αυτό έχει μετατρέψει όλες σχεδόν τις τράπεζες σε εκρηκτικές ωρολογιακές βόμβες, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ένα γιγαντιαίο κραχ στην παγκόσμια οικονομία – αφού, όταν εμφανισθούν τα «άχρηστα» ομόλογα στους ισολογισμούς τους, θα εξαφανιστούν τα ίδια κεφάλαια τους, οπότε θα αντιμετωπίσουν τεράστια προβλήματα επιβίωσης.
Η διαδικασία αυτή τεκμηριώνει τους λόγους, για τους οποίους οι πολιτικοί, κυρίως στην Ευρώπη, πιέζουν σχεδόν ομόφωνα να χρησιμοποιηθεί το νέο «εργαλείο» χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (ESM) για τη διάσωση των τραπεζών – αν και δημιουργήθηκε για τη διάσωση των κρατών. Στην προκειμένη περίπτωση πάντως οι τράπεζες, οι οποίες έχουν υποχρεωθεί να αγοράσουν ομόλογα, δεν είναι μόνο θύτες, αλλά και θύματα της αδιάντροπης «πολιτικής δημιουργίας χρεών» των κυβερνήσεων – κάτι που στις Η.Π.Α. έχει παράδοση πολλών ετών.
Περαιτέρω η πολιτική λιτότητας, στην οποία υποχρεώθηκαν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης από τη Γερμανία σχεδόν ακαριαία, χωρίς καμία «περίοδο χάριτος» δηλαδή, δημιούργησε μία ακόμη εστία μόλυνσης στους ισολογισμούς των τραπεζών – ειδικά σε αυτές των χωρών του ευρωπαϊκού νότου και ιδίως σε όσες «λυμαίνεται» το ΔΝΤ.
Η ύφεση που προκάλεσε και τα δυσμενή επακόλουθα της, όπως η ανεργία, το κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ., αυξάνουν συνεχώς τα μη εξυπηρετούμενα (κόκκινα) δάνεια – τα οποία επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τους ισολογισμούς των τραπεζών, μειώνοντας τα ίδια κεφάλαια τους. Εάν σε όλα αυτά προστεθούν οι εκροές καταθέσεων, οι οποίες είτε συμπληρώνουν τα ελλιπή εισοδήματα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, είτε κατευθύνονται σε ασφαλέστερους προορισμούς, η εικόνα των τραπεζών γίνεται πολύ χειρότερη, από αυτήν που θα μπορούσαμε ποτέ να διανοηθούμε.
Παράλληλα φυσικά διεξάγονται πολλές άλλες εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των κρατών – με αντικείμενο τις θυγατρικές των τραπεζών. Για παράδειγμα, μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας, όσον αφορά τη θυγατρική της Unicredit στο Μόναχο – η οποία διαθέτει 170 δις € καταθέσεις (εξαγόρασε γερμανική τράπεζα), 940 υποκαταστήματα και περί τους 19.000 υπαλλήλους.
Μέχρι τα τέλη του 2011, η ιταλική τράπεζα έλαβε από τη γερμανική θυγατρική της συνολικά 11,3 δις € – από τις καταθέσεις ουσιαστικά Γερμανών. Η ρυθμιστική υπηρεσία της Γερμανίας (BaFin), όταν ανακάλυψε το γεγονός αυτό, θορυβήθηκε σε μεγάλο βαθμό – επειδή κατάλαβε ότι, με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν όλες οι τράπεζες εκείνων των χωρών, οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, να απορροφήσουν χρήματα από το σχετικά υγιές τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας.
Έτσι η υπηρεσία απευθύνθηκε στη μητρική Unicredit στο Μιλάνο, ζητώντας της να σταματήσει την «απομύζηση» της γερμανικής θυγατρικής της – με αποτέλεσμα η κεντρική τράπεζα της Ιταλίας να θεωρήσει προσβλητική την ανάμιξη της Γερμανίας στα εσωτερικά των τραπεζών της και να αρχίσει να ελέγχει τη θυγατρική της Deutsche Bank στο Μιλάνο.
Ολοκληρώνοντας, εάν δεν ανοίξει αργά-αργά και ελεγχόμενα το «καπάκι της κατσαρόλας με το νερό που βράζει» διεθνώς (διαγραφή μέρους των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, «εκτόνωση» των τραπεζικών ισολογισμών κλπ.), η έκρηξη που θα ακολουθήσει, ειδικά όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα είναι κάτι παραπάνω από καταστροφική.
To άρθρο αποτελείται από 4 Σελίδες (…)