“Πρέπει να φροντίζουμε να μπορούν οι άνθρωποι να αγοράζουν, ενώ, παράλληλα, πρέπει να φροντίζουμε να μπορούν οι βιομηχανίες να παράγουν – καταστάσεις που όμως εμποδίζει ο υπερδανεισμός, λόγω του ότι οι άνθρωποι δεν αγοράζουν και οι βιομηχανίες δεν παράγουν, ενώ κανένας από τους δύο δεν επενδύει” (Keynes).
Από το 1945 έως και το 2007, για 62 ολόκληρα χρόνια δηλαδή, τόσο οι επιχειρηματίες, όσο και οι επιχειρήσεις, ήταν σίγουροι πως θα υπήρχε Ζήτηση, εάν οι ίδιοι δημιουργούσαν Προ σφορά – με ορισμένες εξαιρέσεις μίας δραστικής μεν, αλλά χρονικά περιορισμένης ύφεσης.
Αυτό έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων, οι οποίες οδήγησαν στη μεγαλύτερη όλων των εποχών οικονομική ανάπτυξη του πλανήτη, για περισσότερες από δύο γενιές. Οι προϋποθέσεις όμως αυτές φαίνεται ότι έχουν πάψει πια να υπάρχουν”.
.
Ανάλυση
Σύμφωνα με τον Αμερικανό οικονομολόγο K.Rogoff, δεν υπάρχει κανένας σίγουρος τρόπος για να αποφύγει κανείς μία βαθειά τραπεζική κρίση – όπως η σημερινή στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. Η κρίση αυτή προέρχεται από την υπερβολική αύξηση των χρεών(δημοσίων στην Ελλάδα και Ιταλία, ιδιωτικών σε όλη σχεδόν την υπόλοιπη Δύση), η οποία έχει σαν αποτέλεσμα να γίνονται οι Οικονομίες ευαίσθητες στις «κρίσεις εμπιστοσύνης».
Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσεων, οι εμπορικές τράπεζες διασώζονται από τις κυβερνήσεις, στη συνέχεια οι κυβερνήσεις από τις τράπεζες και στο τέλος τόσο οι τράπεζες, όσο και οι κυβερνήσεις, διασώζονται από τις κεντρικές τράπεζες – με τη μαζική εκτύπωση νέου χρήματος από το πουθενά.
Πάντοτε κατά τον ίδιο, η παραπάνω διαδικασία συνοδεύεται από έναν μακροχρόνιο, οδυνηρό περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας – από μία έντονη ύφεση δηλαδή, εμπλουτισμένη με αυξημένη ανεργία, με χρεοκοπίες και με ραγδαία πτώση όλων των αξιών. Η μέση διάρκεια αυτών των κρίσεων στην εποχή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπολογίζεται στα 4,4 χρόνια – ενώ πρόκειται ουσιαστικά για το χρονικό διάστημα που απαιτείται, έτσι ώστε να μειωθεί η «ξένη χρηματοδότηση», όπως συνήθως αποκαλείται η «απομόχλευση» (deleveraging – «κάψιμο» χρημάτων). Αφού λοιπόν παρέλθει αυτός ο χρόνος, τότε αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη στις αγορές και επανέρχεται η οικονομία σε ρυθμό ανάπτυξης.
Εν τούτοις, η συγκεκριμένη «απεικόνιση» δεν είναι ολοκληρωμένη – αφού η «θεραπεία» της Οικονομίας, μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, διήρκεσε πάνω από δέκα χρόνια στις Η.Π.Α. – ενώ η Ευρώπη οδηγήθηκε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε πόσο θα διαρκούσε η κρίση εκεί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το γεγονός αυτό.
Οι βασικές αιτίες φαίνεται να ήταν τότε η εξαιρετικά αργή αντίδραση της πολιτικής απέναντι στην παγκόσμια κρίση, καθώς επίσης ο κανόνας του χρυσού – ο οποίος σήμαινε ότι, τα επί μέρους κράτη δεν μπορούσαν να καταπολεμήσουν την κρίση με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής (υποτίμηση του νομίσματος, μείωση του κόστους παραγωγής των εγχώριων προϊόντων, αύξηση των τιμών των εισαγομένων αγαθών, τόνωση της ανταγωνιστικότητας, μεγαλύτερες εξαγωγές από εισαγωγές κλπ.).
Με άλλα λόγια, τόσο η δημοσιονομική πολιτική, όσο και η πολιτική χρήματος (νομισματική), διαδραματίζουν έναν αποφασιστικό ρόλο – αφενός μεν όσον αφορά το βάθος της οικονομικής κατάρρευσης, αφετέρου το χρόνο που διαρκεί, μέχρι να επιστρέψει η οικονομία σε πορεία ανάπτυξης.
Οι κρίσεις αυτές είχαν πάψει να υπάρχουν μέχρι τη δεκαετία του 1970, λόγω της εφαρμογής του «Κεϋνσιανού συστήματος» της καθοδηγούμενης από το κράτος «οικονομικής πολιτικής» – σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, μικτής οικονομίας και σε συνδυασμό με τους κανόνες και με τα διάφορα «μέτρα» (οργανισμούς), τα οποία υιοθετήθηκαν στο Bretton-Woods (σταθερές ισοτιμίες νομισμάτων, ίδρυση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας κοκ.).
Οι μεγάλες κρίσεις της σύγχρονης εποχής ξεκίνησαν το 1971 (αποδέσμευση του δολαρίου από το χρυσό, πολεμικός επεκτατισμός των Η.Π.Α.) και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ενώ οφείλονται κυρίως στο ότι, οι κυβερνήσεις απέσυραν τα μέτρα ρύθμισης των τραπεζών, ενώ απελευθέρωσαν τις κινήσεις των κεφαλαίων, επιτρέποντας τους μία σχεδόν αχαλίνωτη ελευθερία. Οι κρίσεις αυτές, ενδεχομένως με εξαίρεση τη σημερινή, ήταν περιορισμένης χρονικής διάρκειας, επειδή τα μέτρα καταπολέμησης τους εκ μέρους της Πολιτικής ήταν πλέον πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά (διάσωση των τραπεζών, αύξηση της ποσότητας χρήματος, μείωση των βασικών επιτοκίων κλπ.).
Σήμερα όμως πολλές κυβερνήσεις, κυρίως στην Ευρωζώνη, δεν αντέδρασαν ως όφειλαν, «εκβιαζόμενες» κατά κάποιον τρόπο να ακολουθήσουν την πολιτική, την οποία ουσιαστικά επέβαλλε η Γερμανία. Τα «μέτρα λιτότητας» έχουν γίνει πλέον η μόδα της εποχής, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να μην φροντίζουν καθόλου για τη ζήτηση και την προσφορά – να μην λειτουργούν δηλαδή έτσι ώστε να διευκολύνεται η κατανάλωση, «να αγοράζουν οι άνθρωποι και να παράγουν οι βιομηχανίες».
Ουσιαστικά λοιπόν οι υποχρεώσεις των κυβερνήσεων να διατηρούν σε λειτουργία τις Οικονομίες των χωρών τους, έχουν «εκχωρηθεί» στις κεντρικές τράπεζες – ενώ ακριβώς για αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται η ΕΕ ως «η Ευρώπη των Τραπεζών», με την πολιτική της ηγεσία να θεωρείται πλέον «υπάλληλος των αγορών».
Εν τούτοις τα περισσότερα χρήματα, από τις τεράστιες ποσότητες που οι κεντρικές τράπεζες «τυπώνουν» σήμερα, παραμένουν «μπλοκαρισμένα» στα γρανάζια του χρηματοπιστωτικού συστήματος – χωρίς να μπορούν να εμποδίσουν την πτώση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, αφού δεν κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία, αλλά είτε στις κερδοσκοπικές αγορές (χρηματιστήρια), είτε λιμνάζουν σε καταθετικούς λογαριασμούς.
Μεταφορικά, είναι σαν οι κεντρικές τράπεζες να έχουν τοποθετήσει τεράστιες ποσότητες φρεσκοτυπωμένων χρημάτων σε μία βιτρίνα, όπου όλοι τα βλέπουν, αλλά κανένας δεν μπορεί να τα αγγίξει.
Επί πλέον, ειδικά όσον αφορά την Ευρωζώνη, επειδή ουσιαστικά πρόκειται για μία περιοχή, στην οποία επικρατεί ένας «mini» κανόνας του χρυσού, τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη της δεν μπορούν να καταπολεμήσουν την κρίση «πληθωριστικά και εξαγωγικά» – δεν είναι σε θέση δηλαδή να αυξήσουν την ποσότητα χρήματος, να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους, αυξάνοντας τις εξαγωγές και μειώνοντας τις εισαγωγές.
Αναγκάζονται λοιπόν να υιοθετούν εγκληματικές πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, οι οποίες εντείνουν το πρόβλημα – βυθίζοντας τις οικονομίες τους σε μία τεράστια ύφεση, η οποία αυξάνει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, μειώνει τα δημόσια έσοδα, μεγεθύνει τις δαπάνες λόγω της ανεργίας, καθώς επίσης της μαζικής χρεοκοπίας των επιχειρήσεων κοκ.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν αναρωτιέται κανείς, εάν υπάρχει πράγματι μία διέξοδος από την μακροχρόνια ύφεση, όσον αφορά την Ευρωζώνη, αφού οι χώρες της δεν έχουν καμία δημοσιονομική ή νομισματική δυνατότητα χειρισμού της κρίσης – με αποτέλεσμα οι αγορές να πιέζουν συνεχώς περισσότερο για καθαρές, βιώσιμες λύσεις: πολιτική και δημοσιονομική ένωση όλων των χωρών (Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης), ή ολοκληρωτική διάλυση, με μία ελεγχόμενη επιστροφή όλων των κρατών στα εθνικά τους νομίσματα.
Στα πλαίσια αυτά, ειδικά επειδή η Ευρώπη άργησε πολύ να αντιδράσει, ενώ δεν μπορούν να ληφθούν ακόμη οι τελικές αποφάσεις, η μοναδική λύση που φαίνεται να υπάρχει σήμερα για την επιστροφή στην ανάπτυξη, είναι η διαγραφή μέρους των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών – αν και, κατά την άποψη μας, θα ήταν προτιμότερη η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, με πολύ χαμηλά επιτόκια. Με τον τρόπο αυτό, οι ζημίες όλων των συμμετεχόντων (πιστωτών, τραπεζών, ιδιωτών), θα μοιραζόταν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, θα κατανέμονταν δικαιότερα και θα ήταν πολύ λιγότερο επώδυνες για την Οικονομία συνολικά.
Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι αυτού καθαυτού το χρέος, όσο οι δυνατότητες εξυπηρέτησης του – οι οποίες αυξάνονται εντυπωσιακά, όταν μειώνονται οι δόσεις των δανείων, καθώς επίσης τα επιτόκια. Παράλληλα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο οφειλέτης από το δανειστή για ανεντιμότητα, αφού δεν διαγράφεται το χρέος και παραμένει ως έχει.
Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε τα λόγια του Keynes το 1918, σε σχέση με τη διαγραφή των χρεών, τα οποία είχαν συσωρευθεί στις συμμαχικές δυνάμεις, σαν αποτέλεσμα της χρηματοδότησης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τα οποία δυστυχώς δεν εισακούσθηκαν: «Εάν δεν καταφέρουμε να απελευθερώσουμε τα μέλη του σώματος μας από αυτά τα χάρτινα δεσμά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κινηθούμε ξανά».
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1923, οι προτάσεις του μεταβλήθηκαν σε προειδοποιήσεις (warnings), τις οποίες θα έπρεπε να λάβουν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν όλες οι σημερινές κυβερνήσεις της Δύσης – ιδίως η Γερμανία και η Ευρωζώνη. Σύμφωνα με αυτές, «Οι φανατικοί, αυτοί δηλαδή που επιμένουν στην ιερότητα των συμβάσεων και του χρέους……είναι οι πραγματικοί πατέρες των κοινωνικών εξεγέρσεων και των αιματηρών επαναστάσεων».
Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, για τα οποία ελπίζουμε να βρεθεί γρήγορα λύση (υπενθυμίζουμε ότι, κατά την πάγια θέση μας, δεν έπρεπε να μπούμε στη ζώνη του ευρώ, αφού μπήκαμε οφείλαμε να ανταποκριθούμε στις τεράστιες απαιτήσεις της, ενώσήμερα είμαστε εγκλωβισμένοι και θα ήταν εγκληματική η μονομερής έξοδος μας – πόσο μάλλον αφού σύντομα θα ολοκληρωθεί η διαδικασία είτε με τη διάλυση, είτε με την πολιτική ένωση της ζώνης), θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στο βασικό πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο δεν είναι άλλο από το χαμηλό της ΑΕΠ.
To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)