ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ – Σελίδα 3 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ

Η ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 

Η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη (2001) με το γεγονός ότι, δεν θα μπορούσε πλέον να καλύπτει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, δανειζόμενη από τις αγορές ή/και από τους διεθνείς οργανισμούς. Η κυβέρνηση της υποχρεώθηκε λοιπόν να προετοιμάσει μία διπλή προσφορά προς τους δανειστές, η οποία ήταν η εξής:

.

(α)  Σε πρώτη φάση επικεντρώθηκε στους εγχώριους πιστωτές της, με στόχο να μην είναι πολύ μεγάλη η διαγραφή για τις δικές της τράπεζες και για τα ασφαλιστικά της ταμεία.

(β)  Στη συνέχεια, αφού θα είχε ολοκληρωθεί η πρώτη φάση, η κυβέρνηση σχεδίαζε να προτείνει στους διεθνείς δανειστές της μία πολύ υψηλότερη διαγραφή των απαιτήσεων τους.

.

Εν τούτοις, λίγο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης, η κυβέρνηση άλλαξε, με αποτέλεσμα να ανακοινωθεί μία νέα προσφορά ανταλλαγής ομολόγων – όπου σε πρώτη φάση αποδέχθηκαν οι εγχώριοι δανειστές μία διαγραφή ύψους 40% των απαιτήσεων τους. Το Φεβρουάριο του 2002, μετά από την επίθεση στις τράπεζες (bank run) και το σχηματισμό μίας νέας κυβέρνησης , η Αργεντινή χρεοκόπησε – αφού είχε απελευθερώσει πλέον το νόμισμα της από το δολάριο και έχοντας χρέη ύψους 58 δις $ απέναντι στους εγχώριους πιστωτές της (μετά τη διαγραφή), καθώς επίσης 80 δις $ απέναντι στους διεθνείς (138 δις $ συνολικά).

Το σύνολο του χρέους σε συνάλλαγμα απέναντι στους εγχώριους πιστωτές της, συμπεριλαμβανομένων των «αναδιαρθρωμένων» ομολόγων (40% διαγραφή) από το Νοέμβριο του 2001, μετατράπηκε στο εθνικό της νόμισμα (πέζο) – σε μία τιμή ανταλλαγής, η οποία ήταν κατά 26% χαμηλότερη από την τότε επίσημη ισοτιμία. Το ύψος της διαγραφής αυτής υπολογίσθηκε στο 44% (διακύμανση από 30% έως 65%). Επειδή όμως οι εγχώριοι πιστωτές είχαν υποστεί λίγο πριν μία ακόμη διαγραφή, ύψους 40% όπως αναφέραμε, η συνολική ζημία τους και από τις δύο αναδιαρθρώσεις, ήταν της τάξης του 70% επί των απαιτήσεων τους.

Σε σχέση τώρα με τους διεθνείς πιστωτές, στους οποίους η χώρα όφειλε πολύ περισσότερα (80 δις $), δεν υπήρξε κατ’ αρχή καμία προσφορά – η Αργεντινή απλά αρνήθηκε να τους εξοφλήσει (στάση πληρωμών). Ύστερα όμως από έναν πραγματικό καταιγισμό αγωγών εναντίον της, οι οποίες κατατέθηκαν σε διάφορα δικαστήρια του πλανήτη, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε (τον Ιανουάριο του 2005) να καταθέσει μία προσφορά, η οποία είχε τις εξής εναλλακτικές δυνατότητες:

.

(α)  Ομόλογα ίσης ονομαστικής αξίας, χρονικής διάρκειας 35 ετών, αυξανόμενου ονομαστικού επιτοκίου, με ξεκίνημα στο 1,33% –  πληρωτέα σε ευρώ, σε δολάρια, σε γεν ή σε ασφαλισμένα έναντι του πληθωρισμού πέζος.

(β)  Εκπτωτικά ομόλογα (κατά 33,7%), χρονικής διάρκειας 30 ετών και με ονομαστικό ετήσιο επιτόκιο 8,28%, στα παραπάνω νομίσματα.

(γ)  Ομόλογα με μειωμένη κατά 69,6% ονομαστική αξία, χρονικής διάρκειας 42 ετών, με ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο 3,31% – αλλά μόνο σε ασφαλισμένα έναντι του πληθωρισμού πέζος.

.

Η προσφορά έγινε αποδεκτή από το 76% των δανειστών, ενώ η μέση διαγραφή υπολογίσθηκε στο 73%. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν να διεκδικούν τις απαιτήσεις τους μέσω της δικαστικής οδού (πρόσφατα έγινε προσπάθεια κατάσχεσης των καταθέσεων της Αργεντινής στην BIS), ενώ η χώρα δεν έχει συνέλθει ακόμη από τη μεγάλη της περιπέτεια.

.

Η ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ 

Το 2002 η Ουρουγουάη, κυρίως λόγω των εκροών καταθέσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης της Αργεντινής (αναλυτικά στο άρθρο μας), βίωσε μία μεγάλη τραπεζική περιπέτεια. Οι εταιρείες αξιολόγησης υποτίμησαν σχεδόν αμέσως την πιστοληπτική της ικανότητα κάτω από το «investment grade», γεγονός που ενέτεινε τις πιέσεις στο νόμισμα της και ανάγκασε την κεντρική τράπεζα να παρέμβει.

Όταν σχεδόν εξαντλήθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα (μέσα του 2002), η κυβέρνηση απελευθέρωσε το νόμισμα – το οποίο υποτιμήθηκε αμέσως κατά 50%. Η υποτίμηση όμως του νομίσματος αύξησε ανάλογα τη σχέση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ (ένας από τους βασικούς λόγου, για τους οποίους δεν είμαστε ποτέ υπέρ της μονομερούς επιστροφής της Ελλάδας στη δραχμή), με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως μη βιώσιμο. Έτσι αποφασίσθηκε η αναδιάρθρωση του χρέους, στην οποία συμμετείχε το 99% των εγχώριων δανειστών (διαγραφή 23,3%), καθώς επίσης το 90% των διεθνών (διαγραφή 13%).

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

Συγκρίνοντας μεταξύ τους τις παραπάνω διαγραφές, θα διαπιστώσουμε πως ήταν διαφορετικός ο τρόπος αντιμετώπισης εγχώριων και ξένων δανειστών, σε όλες τις χώρες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Ρωσίας, οι εγχώριοι πιστωτές συμμετείχαν λιγότερο από τους ξένους – γεγονός που οφείλετο στον έλεγχο της εξόδου των κεφαλαίων, ο οποίος υιοθετήθηκε και από τις δύο αυτές χώρες.

Ειδικά όσον αφορά την Ουκρανία, η μειωμένη διαγραφή των οφειλών των εγχωρίων πιστωτών οφείλετο στο ότι, τους προσφέρθηκαν αποκλειστικά και μόνο ομόλογα στο εθνικό νόμισμα – ενώ οι ξένοι έλαβαν «ευρωομόλογα», οπότε ήταν ασφαλείς σε σχέση με τις υποτιμήσεις του νομίσματος. Αντίθετα, οι ξένοι πιστωτές της Ρωσίας υπέστηκαν μεγαλύτερη διαγραφή, επειδή να νέα ομόλογα, οι πωλήσεις τους, καθώς επίσης τα πακέτα μετοχών που προσφέρθηκαν, υποχρεώθηκαν να παγώσουν άτοκα σε ρωσικούς λογαριασμούς για ένα έτος.

Στην περίπτωση της Αργεντινής ζημιώθηκαν σχεδόν εξ ίσου οι εγχώριοι και οι ξένοι πιστωτές, επειδή οι εγχώριοι υποχρεώθηκαν σε δύο διαδοχικές διαγραφές, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Η αιτία ήταν η χαοτική κατάσταση, η οποία επικράτησε στην Αργεντινή μεταξύ των ετών 2001 και 2003, όπου ανέλαβαν την εξουσία πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις, οι οποίες ακολούθησαν άλλες πολιτικές αναδιάρθρωσης. Γεγονός πάντως είναι το ότι, δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση ισότιμη αντιμετώπιση εγχωρίων και ξένων πιστωτών.

.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Όπως έχουμε συχνά αναφέρει, η διαγραφή χρεών της Ελλάδας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί έστω ως «το μικρότερο από δύο δεινά» – ειδικά επειδή το δημόσιο χρέος συνεχίζει να μην είναι βιώσιμο, εξαιρέθηκε ένα μεγάλο μέρος των πιστωτών της (διακρατικά δάνεια, ΔΝΤ, ΕΚΤ), τα νέα ομόλογα είναι ενυπόθηκα, έχουν υπαχθεί στο βρετανικό δίκαιο, είναι απαρέγκλιτα συνδεδεμένη με καταστροφικά μέτρα λιτότητας, τα οποία δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη, μάλλον θα υποχρεωθεί σύντομα σε δεύτερη διαγραφή κλπ.

Η μη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας τεκμηριώνεται επίσης από τους Πίνακες IΙ και IΙΙ, όπου διαπιστώνεται ότι, το δημόσιο χρέος όλων των αναφερομένων κρατών δεν υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους. Ακόμη και αν δεχθούμε λοιπόν ότι η Ελλάδα, ως χώρα της Ευρωζώνης, με πλούσιες υποδομές και μεγάλο δημόσιο πλούτο, θα έπρεπε να έχει καλύτερη αντιμετώπιση,το δημόσιο χρέος της δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 80% του ΑΕΠ της – οπότε τα 160 δις €. Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να διαγραφούν περί τα 210 δις € – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν είναι απίθανη η ανάγκη μίας επόμενης διαγραφής, της τάξης των 100 δις € (εναλλακτικά, ενός χαμηλότοκου δανεισμού για ανάπτυξη, αντίστοιχου ύψους).

Αντίθετα, εάν είχε επιλεχθεί η αναδιάρθρωση ολόκληρου του χρέους χωρίς διαγραφή, η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής δηλαδή με χαμηλό επιτόκιο, όπως αυτό της Αργεντινής το 2005 (1,33%), αυξανόμενο σταδιακά αλλά σε επίπεδα πάντοτε κάτω από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας μας, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Για παράδειγμα, τα 263 δις € που απέμειναν στην Ελλάδα (μετά τη διαγραφή, αλλά πριν από την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων), με 5% περίπου μέσο επιτόκιο, «κοστίζουν» ετήσια πάνω από 13,00 δις € τόκους, επιβαρύνοντας ανάλογα τον προϋπολογισμό της (μετά την ανακεφαλαιοποίηση θα προστεθούν πάνω από 3 δις € τόκοι).

Τα 370 δις € όμως (χωρίς διαγραφή) θα «κόστιζαν», με το επιτόκιο της Αργεντινής (1,33%), «μόλις» 4,92 δις € – με αποτέλεσμα να ευρισκόταν η χώρα μας σε σημαντικά καλύτερη θέση, χωρίς τη «σφραγίδα» της ανεντιμότητας.Ενδεχομένως δε να μην χρειαζόταν καν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, η οποία θα αυξήσει αμέσως το δημόσιο χρέος – έστω μεσοπρόθεσμα.

Δυστυχώς η Ελλάδα έχασε πάρα πολλές ευκαιρίες στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα πλήρως εγκλωβισμένη στη ζώνη του Ευρώ – αφού δεν μπορεί να επιστρέψει πλέον στο εθνικό της νόμισμα (με χρέος άνω του 80% είναι αδύνατον να επιβιώσει κάποια χώρα εκτός Ευρωζώνης, αφού δεν θα διαθέτει πλέον συνάλλαγμα – το Ευρώ είναι το δεύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα).

Η δυνατότητα της αυτή, η οποία ήταν ανέπαφη μέχρι τα μέσα του 2010 επειδή, έχοντας εκδώσει το 90% των ομολόγων της με το Εθνικό Δίκαιο, θα μπορούσε να επιβάλλει τη μετατροπή τους σε δραχμές (επομένως την ανάλογη μείωση της αξίας τους, όταν το νόμισμα θα υποτιμούταν), έχει πάψει πλέον να υφίσταται – με βάση τις δύο δανειακές συμφωνίες, τις οποίες υπέγραψε το Κοινοβούλιο, καθώς επίσης με την αναδιάρθρωση του χρέους.

Η πλήρης σχεδόν ανικανότητα της κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί τα τεράστια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, καθώς επίσης το πολύ μικρό συνολικό χρέος της (εάν αντί της διαγραφής είχε επιλεχθεί η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα με 100 δις €, τότε το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν σταδιακά κάτω από τα 270 δις € – με το ιδιωτικό να αυξάνεται ανάλογα, αριστοποιώντας τη μεταξύ τους σχέση), έχει δυστυχώς μετατρέψει τη χώρα μας σε απόλυτα εξαρτημένο προτεκτοράτο των Βρυξελλών και, κατ’ επέκταση, του Βερολίνου.

Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, έχουμε την άποψη ότι η Ελλάδα τελικά θα τα καταφέρει, εάν οι Έλληνες δραστηριοποιηθούν, παύοντας να περιμένουν τα πάντα από το κράτος και τις (όποιες) κυβερνήσεις τους – συμμετέχοντας στην ψήφιση των βασικών νόμων (δημοψηφίσματα, άμεση δημοκρατία) και ελέγχοντας ενεργά την (όποια) εξουσία. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, το μεγαλύτερο ίσως «αγαθό» της οποίας είναι το έμψυχο δυναμικό της (για παράδειγμα, διαθέτει περί το 1.000.000 πτυχιούχους, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη αναλογικά θέση παγκοσμίως).

Αυτό ακριβώς το πλούσιο έμψυχο δυναμικό, η νέα, ικανότατη, μορφωμένη και μη διαβρωμένη από την πολιτική γενιά, είναι η μεγαλύτερη ελπίδα μας για το μέλλον – πιστεύοντας ότι, αφενός μεν θα εκμεταλλευθεί τα τεράστια πλεονεκτήματα της πατρίδας μας, καταπολεμώντας την κομματική ιδιοτέλεια, την έμφυτη μισαλλοδοξία και το φθόνο των παλαιοτέρων, αφετέρου πως δεν πρόκειται να αποδεχθεί την κατοχή της Ελλάδας από τους ξένους εισβολείς, (ούτε βέβαια τη λεηλασία ή/και την εξαθλίωση των Ελλήνων).

Ελπίζουμε δε ότι, όχι μόνο δεν θα εγκαταλείψουν οι ικανοί Έλληνες την Ελλάδα στους «επίδοξους» κατακτητές της, επιλέγοντας την απόδραση αλλά, αντίθετα, θα επιστρέψουν για να βοηθήσουν την πατρίδα τους πολλοί από αυτούς, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν ανέκαθεν στο εξωτερικό. Άλλωστε στην Ελλάδα υπάρχουν απίστευτα μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης σε πάρα πολλούς τομείς (τουρισμός, γεωργία, ναυτιλία, ενέργεια, τεχνολογία, υπηρεσίες κλπ.), αρκεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά της πολιτικής ανεπάρκειας, της κακοδιαχείρισης και της καταστροφικής γραφειοκρατίας – γεγονός που σίγουρα θα συμβεί σύντομα.

.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading