Εν τούτοις, γνωρίζοντας ότι η κορώνα της πλούσιας Νορβηγίας δεν διαθέτει επαρκή ρευστότητα, ο πιθανότερος αντικαταστάτης θα είναι η Σουηδική – όχι μόνο επειδή αγοράζεται και πουλιέται χωρίς κανένα πρόβλημα (επαρκής ρευστότητα), αλλά κυρίως επειδή η Σουηδία «πληρεί» όλα τα κριτήρια της αξιολόγησης «τριπλού Α» (40% δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, προβλεπόμενη ανάπτυξη στο 1,3% για το 2012, μηδαμινά ελλείμματα κλπ.), κάτι που δεν συμβαίνει με την Ιαπωνία.
«Ανταγωνιστής» θεωρείται μόνο η Σιγκαπούρη, για την οποία προβλέπεται ανάπτυξη της τάξης του 4,4 % – αφού για διάφορους λόγους δεν φαίνεται να προκρίνονται τα δολάρια της Ν. Ζηλανδίας (ανεπαρκής ρευστότητα), του Καναδά και της Αυστραλίας (εξάρτηση τους από τις τιμές των πρώτων υλών).
Κλείνοντας, η Ελβετία μπορεί ίσως να επιβάλλει την παραπάνω υποτίμηση του νομίσματος της, αφού έχει τη δυνατότητα να «τυπώνει» όσα φράγκα χρειάζονται – για την αγορά ξένου συναλλάγματος, έτσι ώστε να περιορίζει τις αυξητικές τάσεις. Εν τούτοις, οι ενέργειες αυτές προϋποθέτουν αύξηση της ποσότητας χρήματος, η οποία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο πληθωρισμό. Επειδή όμως το ύψος του είναι πολύ χαμηλό (μόλις 0,3%), η χώρα φοβάται περισσότερο τον αποπληθωρισμό – οπότε επέλεξε αναγκαστικά τη συγκεκριμένη μέθοδο.
.
Με βάση τις παραπάνω εξελίξεις, φαίνεται ότι ο νομισματικός πόλεμος ευρίσκεται στο ζενίθ του – παράλληλα με όλους τους υπόλοιπους. Θεωρούμε λοιπόν σκόπιμο να επαναλάβουμε μέρος ενός προηγουμένου άρθρου μας («Ασύμμετρη Παγκοσμιοποίηση»), το οποίο αναλύει τις ιδιαιτερότητες αυτών των «μαχών».
Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο μας, το αργότερο στις αρχές του έτους 2006, ήταν φανερό ότι, οι τιμές καταναλωτή σε πολλές αναπτυσσόμενες Οικονομίες αυξάνονταν μαζικά – πόσο μάλλον οι τιμές των ακινήτων, καθώς επίσης των λοιπών αξιών (assets). Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν ήταν πρόθυμες να «διορθώσουν» τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους, ακολουθώντας μία πιο αυστηρή νομισματική πολιτική.
Η δυνατότητα αυτή υπήρχε για τις περισσότερες κυβερνήσεις, χωρίς να χρειασθεί η «αποσύνδεση» των νομισμάτων τους από το δολάριο – την οποία είχαν αποφασίσει, επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα αυτόνομης διαχείρισης των δικών τους νομισμάτων. Απλούστατα, θα έπρεπε να καθορίσουν μία καινούργια «ισοτιμία ανταλλαγής» με το δολάριο, ανάλογη με τις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στις Οικονομίες τους.
Αντίθετα όμως, οι χώρες αυτές προτίμησαν να συνεχίσουν την «κερδοσκοπική» πολιτική τους, η οποία στηριζόταν στην ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών – παρά το ότι συνέβαλλε στην επικίνδυνη υπερθέρμανση της παγκόσμιας Οικονομίας (κάτι ανάλογο συνέβη και στη Γερμανία, όπου η χρήση του κοινού νομίσματος διατηρούσε ουσιαστικά «κερδοσκοπικά» υποτιμημένο το γερμανικό ευρώ το οποίο, στηριζόμενο επί πλέον στον συνεχή περιορισμό του εργατικού κόστους, διευκόλυνε τα μέγιστα τις γερμανικές εξαγωγές στην Ευρώπη – εις βάρος φυσικά των ευρωπαίων εταίρων της).
Περαιτέρω, το δολάριο είναι πλέον ένα παγκόσμιο νόμισμα, το οποίο εξαρτάται απόλυτα από τις διαθέσεις της Κίνας, της Ρωσίας και των Αραβικών χωρών. Τα δημόσια χρηματικά αποθέματα αυτών των χωρών, αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές χρηματοδότησης των αμερικανικών ελλειμμάτων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 40% των κεφαλαιακών εισροών στις Η.Π.Α. προέρχεται από τις παραπάνω χώρες – ένα «σήμα» για τους ιδιώτες επενδυτές να επενδύουν επίσης στις Η.Π.Α.
Η εξ αυτών διαπίστωση τώρα είναι απόλυτα σαφής: σε μία αληθινά παγκοσμιοποιημένη Οικονομία της ελεύθερης αγοράς, χωρίς «χειραγωγημένες» συναλλαγματικές ισοτιμίες, το δολάριο θα ήταν από αρκετά χρόνια πριν, πολύ πιο αδύναμο.
Σήμερα (Ιούνιος 2010), οι ειδικοί στην αγορά συναλλάγματος, οι οποίοι καθορίζουν την πολιτική των αναπτυσσόμενων Οικονομιών, είναι σε κάποιο βαθμό πανικοβλημένοι – με αποτέλεσμα να επιθυμούν την αποσύνδεση των νομισμάτων τους από το δολάριο. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, επειδή οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν έχουν τη δυνατότητα (γνώσεις κλπ.) να αναλάβουν μόνες τους τη διαχείριση των νομισμάτων τους.
Εάν κάτι τέτοιο πράγματι συνέβαινε, εάν δηλαδή αποσύνδεαν τα νομίσματα τους από το δολάριο και σταματούσε η χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τότε θα επέστρεφε η ισορροπία στο σύστημα. Για παράδειγμα, στις Οικονομίες με εμπορικά πλεονάσματα, θα αυξανόταν η ζήτηση των νομισμάτων τους – γεγονός που θα τα οδηγούσε σε ανατίμηση. Η ανατίμηση αυτή θα εμπόδιζε την υπερθέρμανση της εκάστοτε πλεονασματικής Οικονομίας, επειδή οι εξαγωγές της θα ακρίβαιναν στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης των προϊόντων της. Από την άλλη πλευρά, οι ελλειμματικές χώρες (Η.Π.Α., Βρετανία κλπ) θα υποτιμούσαν το νόμισμα τους – οπότε η ανταγωνιστικότητα τους θα καλυτέρευε, οδηγώντας τες σε αυξημένες εξαγωγές.
Σε τελική ανάλυση, ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς δεν θα επέτρεπε την μη ισορροπημένη συνύπαρξη πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, επειδή οι ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσον για την καταπολέμηση των παγκοσμίων ανισοτήτων. Επίσης, προστατεύουν σε κάποιο βαθμό από τον εισαγόμενο πληθωρισμό, επειδή οι χώρες με χαμηλότερους πληθωριστικούς δείκτες «ανατιμώνται», απέναντι σε αυτές με υψηλότερους – οπότε εμποδίζονται οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Για παράδειγμα, η αύξηση της αγοραστικής αξίας του εγχώριου νομίσματος επιτρέπει την αγορά ιδίων ποσοτήτων εισαγομένων προϊόντων, παρά την αύξηση της τιμής εξαγωγής τους – οπότε «εμποδίζεται» ο πληθωρισμός.
Παρά τα πλεονεκτήματα όμως της ελεύθερης διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ελάχιστες χώρες το επιτρέπουν. Οι περισσότερες,
(α) είτε επεμβαίνουν μέσω των κεντρικών τραπεζών τους (Ελβετία, Ιαπωνία κλπ),
(β) είτε καθορίζουν «κεντρικά» τις ισοτιμίες (Κίνα, Αραβικές χώρες, Περσία και άλλες),
(γ) είτε τις «επηρεάζουν» σε μεγάλο βαθμό, επεμβαίνοντας διαρκώς στον καθορισμό τους (Ινδία, Ρωσία κλπ).
Επομένως, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ουσιαστικά «χειραγωγούνται» από την πλειοψηφία των κρατών (άνω του 50% του διεθνούς εμπορίου), με καταστροφικά αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία («φούσκες», κρίσεις, πληθωρισμός σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα, μεγάλες αυξήσεις των πρώτων υλών κλπ.).