ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ
Όπως αναφέραμε στην εισαγωγή του κειμένου μας, αφού διώξουμε αμέσως το ΔΝΤ και αναθεωρήσουμε το πολίτευμα μας, με πρώτο βήμα την επίτευξη της «Συμμετοχικής Δημοκρατίας», οφείλουμε να ασχοληθούμε με τον άμεσο περιορισμό του δημοσίου χρέους μας, καθώς επίσης με την αποπληρωμή του – με εφικτούς, με ρεαλιστικούς τόκους δηλαδή και με «βιώσιμα» χρεολύσια.
Ο λόγος είναι ότι, εάν δεν επιλύσουμε ριζικά το πρόβλημα του χρέους, όπως έχουμε αναφέρει επανειλημμένα, είναι σχεδόν αδύνατον να «ισοσκελίσουμε» τον προϋπολογισμό μας – ενώ οι τόκοι θα αυξάνονται διαρκώς, απαιτώντας συνεχώς νέα «μέτρα λιτότητας». Πόσο μάλλον όταν αυξηθούν τα βασικά επιτόκια (άρθρο μας), οδηγώντας μας με σιγουριά στη χρεοκοπία. Εκτός αυτού, η αύξηση του δημοσίου χρέους είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας – δηλαδή, όσο ένα κράτος χρεώνεται περισσότερο, τόσο λιγότερο αποφασίζει ανεξάρτητα, για το μέλλον της χώρας και των Πολιτών του.
Συνεχίζοντας, όσο αυξάνονται οι τόκοι, τόσο θα πρέπει να περιορίζονται οι υπόλοιπες δαπάνες του προϋπολογισμού – κυρίως δε οι κοινωνικές, με αποτέλεσμα να εξασθενεί όλο και περισσότερο το κοινωνικό κράτος. Ίσως εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως, όταν ό εκάστοτε υπουργός ισχυρίζεται ότι δεν θα ληφθούν άλλα μέτρα, προφανώς αποκρύπτει την αλήθεια αφού, όσο αυξάνονται οι τόκοι, τόσο περισσότερα νέα μέτρα θα απαιτούνται για την κάλυψη τους.
Αρκεί να διαπιστώσουμε ότι σήμερα, από τα 100 € φόρους που πληρώνουμε, τα 25 σχεδόν κατευθύνονται για την πληρωμή τόκων, στα ταμεία των τοκογλύφων δηλαδή, για να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος. Πόσο μάλλον όταν, από τα υπόλοιπα 75 €, μόνο ένα μέρος καταλήγει πραγματικά στο δημόσιο – αφού πάρα πολλά οδηγούνται στα ταμεία της διαπλοκής και της διαφθοράς, τόσο της «εθνικής», όσο και της διεθνούς.
Περαιτέρω, έχοντας αναλύσει το γενικότερο θέμα των χρεών και των τόκων για όλες τις χώρες, σε προηγούμενο άρθρο μας (Πολίτης και Πολιτεία), είναι προφανές ότι, εάν δεν λύσουμε το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, δεν υπάρχει μέλλον. Το αργότερο όταν φθάσει στα 400 δις € (σε δύο ή τρία χρόνια), με μέσο επιτόκιο το 5,3% (δάνειο ΔΝΤ) και τόκους που θα ξεπερνούν τα 21 δις € (τα 40 € από τα 100 € των φόρων), πόσο μάλλον εάν συνεχισθεί η ύφεση, η κατάσταση θα είναι μη ανατρέψιμη – οδηγώντας μας με ασφάλεια στη χρεοκοπία, μετά από τη λεηλασία τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού πλούτου μας από το ΔΝΤ, η οποία ευρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη.
Υπολογίζοντας λοιπόν το δημόσιο χρέος μας περί τα 360 δις € στο τέλος του 2011, οφείλουμε να απαιτήσουμε τη διαγραφή των απεχθών χρεών (αυτών δηλαδή που δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος των Πολιτών, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της διαπλοκής, της διαφθοράς, των υπερτιμολογήσεων κλπ), ελάχιστου ύψους 40% των συνολικών – ήτοι περί τα 144 δις €. Ταυτόχρονα, πρέπει να ζητήσουμε την εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας (περί τα 70 δις € – ίσως πολύ περισσότερα), οπότε θα απέμεναν 146 δις € υπόλοιπα χρέη.
Τα 146 δις €, έναντι ΑΕΠ 230 δις € (αν και το ΑΕΠ μας είναι αισθητά χαμηλότερο, είναι πλασματικό δηλαδή, αφού αναθεωρήθηκε «αυθαίρετα» κατά περίπου 25 δις € το 2006 – ελπίζουμε ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί το ίδιο ζημιογόνο «τέχνασμα» στο μέλλον), θα αντιστοιχούσαν στο 64% του ΑΕΠ – ένα μέγεθος που θα εξασφάλιζε το μέλλον της χώρας μας, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα παρέμενε μέλος της Ευρωζώνης.
Εάν όμως δεν καταφέρουμε τελικά να επιτύχουμε τη διαγραφή χρεών, χωρίς να περιθωριοποιηθούμε, τότε θα έπρεπε να απαιτήσουμε, απαραίτητα και ανυποχώρητα, την εξόφληση όλου του χρέους μας, των 360 δις € δηλαδή, σε 40 έτη – με ισόποσες ετήσιες δόσεις και επιτόκιο κάτω του 1%. Στην περίπτωση αυτή, τα χρεολύσια (δόσεις) θα ήταν της τάξης των 9 δις € ετήσια, ενώ οι τόκοι (1%) θα ανερχόταν στα 3,6 δις € τον πρώτο χρόνο – μειούμενοι στη συνέχεια. Συνολικά λοιπόν η επιβάρυνση μας θα ήταν το ανώτατο 12,6 δις € ετήσια – ένα μέγεθος με το οποίο θα μπορούσαμε πιθανότατα να ανταπεξέλθουμε, ειδικά εάν μας εξοφλούσε η Γερμανία.
Εναλλακτικά φυσικά θα μπορούσε να επιδιωχθεί ένας συνδυασμός των δύο παραπάνω (διαγραφή ενός μέρους και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων), όπως συνέβη στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ’80, με τη βοήθεια των Brady Bonds (άρθρο μας) – τη θέση των οποίων θα «κάλυπτε» σήμερα η χρήση των ευρωομολόγων.
Στην (ύστατη) περίπτωση όμως που δεν θα μπορούσαμε να επιτύχουμε τίποτα από όλα όσα έχουμε αναλύσει, εντός των αμέσως επομένων μηνών, τότε οφείλουμε να καταφύγουμε στη στάση πληρωμών – μία εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία βέβαια (άρθρο μας), η οποία όμως είναι κατά πολύ περισσότερο καταστροφική, όταν επιβάλλεται από τις συνθήκες (ανεξέλεγκτη χρεοκοπία) και δεν είναι το αποτέλεσμα μίας συνειδητής απόφασης του εκάστοτε κράτους.
ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η μείωση των τόκων, είτε λόγω της διαγραφής μέρους του χρέους, είτε λόγω της αποπληρωμής του συνόλου σε 40 έτη με χαμηλό επιτόκιο, θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και 10 δις € από τον προϋπολογισμό μας. Με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να τοποθετείται στα 18 δις €, η μείωση των τόκων θα το περιόριζε άμεσα στα 8 δις € – ήτοι στο 3,5% ενός ΑΕΠ ύψους 230 δις €. Επομένως, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος λήψης νέων «μέτρων λιτότητας» αφού, απλά με την εξοικονόμηση δαπανών, οι οποίες οφείλονται στη σπατάλη του δημοσίου, θα μπορούσαμε να περιορίσουμε το έλλειμμα ακόμη περισσότερο.
Η «διατηρήσιμη» τώρα μη λήψη νέων μέτρων, θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά στην αύξηση της κατανάλωσης – κατ’ επακόλουθο, στην αύξηση του ΑΕΠ μας, η οποία θα ακολουθούσε σίγουρα, αφού θα επέστρεφε η αισιοδοξία στην Ελλάδα και θα σταματούσε να εφαρμόζεται η καταστροφική, υφεσιακή και αντιαναπτυξιακή πολιτική του ΔΝΤ (μειώσεις μισθών, τεράστια ανεργία, στασιμοπληθωρισμός κλπ).
Η αύξηση του ΑΕΠ με τη σειρά της θα είχε σαν αποτέλεσμα αφενός μεν τη μείωση του ελλείμματος σαν ποσοστό επί αυτού, αφετέρου την αύξηση των εσόδων του δημοσίου. Με δεδομένο ότι, τα έσοδα του δημοσίου ανέρχονται (2010) στο 22% περίπου του ΑΕΠ μας, η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 10 δις €(παράδειγμα), θα απέφερε αυτόματα επί πλέον έσοδα 2,2 δις € στο δημόσιο. Η επένδυση τώρα αυτών των επί πλέον εσόδων στην οικονομία, θα μπορούσε να προκαλέσει μία επόμενη αύξηση του ΑΕΠ, επόμενα επί πλέον έσοδα, επανεπένδυση τους και «ούτω καθ’ εξής» (υγιής ανοδικός σπειροειδής κύκλος, στηριζόμενος στο cash flow και όχι στο δανεισμό)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συμπερασματικά λοιπόν λύσεις υπάρχουν, ενώ είναι πολύ περισσότερες από όσες έχουμε ήδη παρουσιάσει σε προηγούμενες αναλύσεις μας – όπως για παράδειγμα, η ανάπτυξη του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, η κεφαλαιοποίηση του οποίου θα μπορούσε να τριπλασιασθεί, με πάρα πολλά οφέλη τόσο για τον δημόσιο, όσο και για τον ιδιωτικό τομέα της Οικονομίας μας. Υπό τις παρούσες συνθήκες βέβαια, με το δείκτη του χρηματιστηρίου μας, πιθανόν σκόπιμα, εντελώς απαξιωμένο, ακόμη και η σκέψη πώλησης κάποιων μετοχών εισηγμένων εταιρειών του δημοσίου, θα συνιστούσε έγκλημα – αν όχι εσχάτη προδοσία.
Απαραίτητη προϋπόθεση όμως, κυρίως επειδή αναζητούμε διατηρήσιμες λύσεις και όχι ευκαιριακές, είναι να εγκατασταθεί η συμμετοχική δημοκρατία στη χώρα μας – η οποία θα μας επιτρέψει να ελέγχουμε τα δημόσια οικονομικά, εμποδίζοντας τη δημιουργία νέων χρεών και την υποταγή μας στη δικτατορία των αγορών. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, προηγείται πριν από κάθε τι άλλο η άμεση εκδίωξη του ΔΝΤ από την Ελλάδα όσο και αν μας κοστίσει αφού, όσο περισσότερο παραμένει, τόσο πιο σκοτεινό και απαισιόδοξο θα γίνεται το μέλλον μας – ενώ οι λύσεις θα περιορίζονται και θα ακριβαίνουν συνεχώς.