ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

Έχουμε την άποψη ότι, η ανάγκη αναθεώρησης του εκ φύσεως διεφθαρμένου πολιτεύματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (άρθρο μας), πρέπει να είναι εν πρώτοις προς την κατεύθυνση της συμμετοχικής δημοκρατίας, η οποία ορίζεται ως εξής:

Η συμμετοχική δημοκρατία είναι ένας τύπος φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία δίνει έμφαση στην ευρεία εμπλοκή των πολιτών στην διεύθυνση και διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων. Αν και η ετυμολογία υπονοεί ότι, όλα τα πολιτεύματα που αξίζουν την ονομασία «δημοκρατία» στηρίζονται στη συμμετοχή των πολιτών, οι παραδοσιακές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες τείνουν να περιορίζουν τη συμμετοχή αυτή στην ανάδειξη αντιπροσώπων, οι οποίοι αποφασίζουν για όλα τα ζητήματα, εγκαταλείποντας έτσι τη διακυβέρνηση σε μία επαγγελματική ολιγαρχία – πολύ συχνά δε, σε έναν «κομματικό» δικτάτορα-πρωθυπουργό. Η συμμετοχική δημοκρατία προσπαθεί να εισάγει σε αυτό το σύστημα κάποια χαρακτηριστικά άμεσης δημοκρατίας, συνήθως σε φιλελεύθερο πλαίσιο, έτσι ώστε να διευρύνει το πλήθος των ανθρώπων που έχουν πρόσβαση στις πολιτικές διεργασίες λήψης αποφάσεων, αλλά και να εμβαθύνει αυτήν την πρόσβαση”.

Περαιτέρω, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, “Όλα τα κόμματα εξουσίας μίας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό πλαίσιο, είναι εκ φύσεως «υποχρεωμένα» να κάνουν μεγάλες «παραχωρήσεις» στους εκλογείς τους, να λειτουργούν με αδιαφάνεια, να διαπλέκονται και να διαφθείρονται – με αποτέλεσμα να μην διαχειρίζονται σωστά τα δημόσια οικονομικά, όχι επειδή δεν μπορούν ή δεν θέλουν, αλλά λόγω του ότι δεν γίνεται διαφορετικά.

Το κυρίαρχο κόμμα, στην προσπάθεια του να «ισορροπήσει» παραμένοντας στην εξουσία, χωρίς να επιβαρύνει με φόρους ή με μειωμένες παροχές/διευκολύνσεις καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες (εργαζόμενους, επιχειρηματίες), καθώς επίσης να συντηρήσει τον αχόρταγο πολλές φορές κομματικό του μηχανισμό, καταφεύγει στο δανεισμό. Δια μέσου του δανεισμού όμως, γίνεται αυτόματα «υποχείριο» του αδρανούς τοκογλυφικού κεφαλαίου,οδηγώντας τη χώρα του στην ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας

Ολοκληρώνοντας τη σκέψη μας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, πιστεύουμε στα τεκμηριωμένα πλεονεκτήματα του κοινωνικού κράτους, καθώς επίσης της μη μονοπωλιακά καπιταλιστικής, της πραγματικά δηλαδή ελεύθερης αγοράς – με ελεγχόμενο το μέγεθος, τη δομή και τη λειτουργία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εντός της (από επαρκείς επιτροπές ανταγωνισμού κλπ), καθώς επίσης στην παραμονή όλων των κοινωφελών επιχειρήσεων στην ιδιοκτησία του δημοσίου. Έτσι λειτουργούσε η Δυτική Γερμανία, επιτυγχάνοντας το γερμανικό θαύμα – πριν «καταληφθεί» βέβαια από το «νεοφιλελεύθερο πνεύμα» (μετά την ένωση της), το οποίο στη συνέχεια «διαδέχθηκε» ο ασύδοτος, μονοπωλιακός και επεκτατικός καπιταλισμός.

Ταυτόχρονα θεωρούμε ότι, η αναθεώρηση του πολιτεύματος οφείλει να είναι απόλυτα «εφαρμόσιμη» – να μην δημιουργήσει δηλαδή κοινωνικά, οργανωτικά ή επιχειρηματικά προβλήματα, να είναι σταδιακή και συνεχής, με προκαθορισμένο όμως τον τελικό προορισμό.

Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ως τελικό προορισμό της συνεχώς εξελισσόμενης «συμμετοχικής δημοκρατίας», του δημοκρατικού πολιτεύματος δηλαδή, στο οποίο συμμετέχουν ενεργά όλοι οι ενδιαφερόμενοι Πολίτες, την άμεση δημοκρατία – έτσι όπως αυτή λειτουργεί σήμερα στην Ελβετία, η οποία την υιοθέτησε από την αρχαία Ελλάδα.   

Κατευθυνόμενοι τώρα προς την άμεση δημοκρατία, έχουμε την άποψη ότι, δεν χρειαζόμαστε νέα πολιτικά κόμματα, αφού έχουμε ήδη αρκετά. Αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε άμεσα, είναι να πείσουμε ή να απαιτήσουμε από ένα τουλάχιστον κόμμα εξουσίας, υποσχόμενοι την ψήφο μας, να υιοθετήσει στο πρόγραμμα του τη συμμετοχική δημοκρατία.

Αναμφίβολα, όποιο κόμμα δεν αποφασίσει να υιοθετήσει τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, δεν αξίζει την ψήφο μας. Στην περίπτωση δε που δεν θελήσει να το κάνει κανένα από τα υφιστάμενα, είναι καλύτερα να διατηρήσουμε «λευκή» τη θέση μας – έως ότου ιδρυθεί κάποιο νέο κόμμα, το οποίο θα προσπαθήσει να υπηρετήσει πραγματικά τη χώρα του και τους Πολίτες της, με τη δική τους ενεργή συμμετοχή. Άλλη λύση δεν υπάρχει, ενώ είναι σίγουρα ανόητο να συνεχίσουμε να περιμένουμε το «σωτήρα» – ή να θεωρούμε «σωτήρες» κάποιους πολιτικούς, μετά από τόσες δεκαετίες συνεχών αποτυχιών, οι οποίες οδήγησαν την Ελλάδα στα νύχια του ΔΝΤ.  

Πρώτη προτεραιότητα τώρα της συμμετοχικής δημοκρατίας οφείλει να είναι η δημιουργία εξειδικευμένων επιτροπών Πολιτών – οι οποίοι θα εκλέγονται σε ετήσια βάση με κλήρο, μεταξύ αυτών που θα υποβάλλουν αιτήματα επιλογής τους, ανάλογα με το γνωστικό πεδίο τους. Οι εθελοντικές αυτές επιτροπές, θα έχουν σκοπό τον έλεγχο όλων των δραστηριοτήτων του δημοσίου σε ετήσια βάση, συμπεριλαμβανομένων των λογιστικών καταστάσεων, καθώς επίσης των Ισολογισμών των πολιτικών κομμάτων – κυρίως βέβαια των κομμάτων εξουσίας.

Φυσικά, όλες οι καταστάσεις και οι Ισολογισμοί των κομμάτων, καθώς επίσης του στενότερου ή ευρύτερου δημοσίου, με τα ανάλογα ενημερωτικά (όπως συμβαίνει με τις εισηγμένες εταιρείες), οφείλουν να προετοιμάζονται και να αναρτώνται με διαφάνεια στο διαδίκτυο – έτσι ώστε να είναι «προσβάσιμες» όχι μόνο στις επιτροπές, αλλά σε όλους τους ενδιαφερομένους για τη χώρα τους Πολίτες, όπως και στα ΜΜΕ.

Περαιτέρω, άλλες επιτροπές Πολιτών πρέπει να ελέγχουν τους εκάστοτε νόμους που ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο, με τους σημαντικότερους ίσως από αυτούς να προϋποθέτουν δημοψηφίσματα – όπως συμβαίνει στην Ελβετία. Για παράδειγμα, η προσφυγή της χώρας σε έναν διεθνή οργανισμό, όπως στο ΔΝΤ, όφειλε να είναι απόφαση του συνόλου των Πολιτών της – επίσης όλοι οι νόμοι, οι οποίοι αφορούν σοβαρά θέματα των βουλευτών της (ευθύνες υπουργών κλπ). Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις επιτροπές ελέγχου οικονομικών σκανδάλων του δημοσίου, όπως το πρόσφατο της Siemens, έτσι ώστε να μην είναι οι ίδιοι αυτοί που ελέγχονται και ελέγχουν.

Κλείνοντας, όλες οι επιτροπές θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης της κοινής γνώμης, με τη βοήθεια δικών τους ΜΜΕ – ενός τηλεοπτικού σταθμού για παράδειγμα, μίας εφημερίδας και ενός διαδικτυακού χώρου, μόνο για το συγκεκριμένο αντικείμενο (με πολιτικές, επιμορφωτικές εκπομπές στον κενό χρόνο). Τέλος, οι επιτροπές θα πρέπει να μπορούν να προτείνουν νέους νόμους, τηρουμένων βέβαια κάποιων προϋποθέσεων (συλλογή άνω των 100.000 υπογραφών κλπ) – ενώ το Σύνταγμα θα μπορεί (ή θα πρέπει) να αλλάζει, μόνο με δημοψήφισμα.

 

Η ΕΛΒΕΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Είναι ίσως σκόπιμο να αναλύσουμε σε γενικές γραμμές πως λειτουργεί η δημοκρατία της Ελβετίας, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα, ποια οφείλουν να είναι τα επόμενα στάδια εξέλιξης της χώρας μας.

Κατ’ αρχήν λοιπόν, η σημερινή Ελβετία αποτελείται από 20 καντόνια και 6 «ημικαντόνια», διαφορετικής έκτασης πληθυσμού και οικονομικής δομής μεταξύ τους (με 3.000 κοινότητες). Το κάθε ένα από τα 26 καντόνια και ημικαντόνια έχει το δικό του Σύνταγμα, τα δικά του Δικαστήρια, τη δική του Κυβέρνηση, το δικό του Κοινοβούλιο και τη δική του Αστυνομία. Η πολύπλοκη αυτή δομή έχει σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη διαφορετικών νόμων, οι οποίοι συνήθως εξισορροπούνται μεταξύ τους, έτσι ώστε να λειτουργεί το σύστημα στο σύνολο του – περισσότερο μετά από συμφωνίες των καντονιών και λιγότερο με τη βοήθεια ομοσπονδιακών νομοθετημάτων.

Το βασικότερο χαρακτηριστικό της άμεσης δημοκρατίας της χώρας είναι τα συχνά (αρκετές φορές εντός του ίδιου έτους) δημοψηφίσματα, τα οποία αφορούν νόμους και νομοσχέδια – σε επίπεδο κοινοτήτων, επίσης τον προϋπολογισμό (έσοδα και έξοδα). Κατά τη διάρκεια ενός «δημοψηφιστικού» σαββατοκύριακου, αποφασίζεται συχνά για περισσότερα από δέκα διαφορετικά θέματα, τα οποία συμπεριλαμβάνουν «ερωτήματα» της ομοσπονδίας, των καντονιών και των κοινοτήτων.

Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα, όπως επίσης το Σύνταγμα των καντονιών, καθορίζει επακριβώς το είδος των νόμων, καθώς επίσης των υπολοίπων αποφάσεων (νομοσχεδίων κλπ), οι οποίοι (οποίες) υπάγονται υποχρεωτικά σε δημοψηφίσματα. Για όλους τους εναπομένοντες νόμους ή αλλαγές νόμων, για αυτούς δηλαδή που δεν υπάγονται σε δημοψηφίσματα, είναι δυνατόν, εντός τριών μηνών από την ψήφιση τους εκ μέρους του εκάστοτε Κοινοβουλίου, να απαιτηθεί από τους Πολίτες η διενέργεια δημοψηφίσματος – υπό την προϋπόθεση να συγκεντρωθούν 50.000 υπογραφές, μεταξύ αυτών που έχουν το εκλογικό δικαίωμα. Ίσως οφείλουμε να σημειώσομε εδώ ότι, στην Ελβετία επιτρέπεται η ταχυδρομική ψήφος (υποθέτουμε σύντομα και η ηλεκτρονική), έτσι ώστε να διευκολύνονται οι Πολίτες στην εξάσκηση των εκλογικών τους δικαιωμάτων.

Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις των καντονιών ή των κοινοτήτων – όπου όμως ο αριθμός των απαιτουμένων υπογραφών είναι ανάλογα μικρότερος. Στις πολύ μικρές κοινότητες δεν υπάρχει «κοινοβούλιο», οπότε οι εκλογείς συζητούν και αποφασίζουν κατά τη διάρκεια των «κοινοτικών συγκεντρώσεων», οι οποίες λαμβάνουν χώρα πολλές φορές εντός του ιδίου έτους.

Επειδή, μέσα σε μία άμεση δημοκρατία, οι νόμοι, οι οποίοι ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο, μπορούν να καταργηθούν με τη βοήθεια της συλλογής υπογραφών εναντίον τους, οπότε ακολουθεί δημοψήφισμα, γίνεται εκ των πρότερων προσπάθεια, πριν ακόμη δηλαδή ψηφιστούν, να εξασφαλισθεί η συμφωνία της πλειοψηφίας των εκλογέων – με αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετοί συμβιβασμοί, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα συμφέροντα όλων.

Στα πλαίσια αυτά η κυβέρνηση, πριν ακόμη συντάξει τους νόμους, διενεργεί έρευνες μεταξύ όλων των κομμάτων, των κοινωνικών ομάδων, των εμπορικών συνδέσμων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των θρησκευτικών συλλόγων κλπ, έτσι ώστε να σφυγμομετρήσει την κοινή γνώμη. Επειδή λοιπόν σε μία άμεση δημοκρατία οι νόμοι ελέγχονται από όλους τους Πολίτες, το κοινό συμφέρον ευρίσκεται σε πρώτη θέση – ενώ η «συντεχνιακή» ικανοποίηση των πολιτικών κομμάτων ή άλλων ομάδων μεταξύ τους, έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Συνεχίζοντας, με τη συγκέντρωση 100.000 υπογραφών από το εκλογικό σώμα, μπορεί να απαιτηθεί η αλλαγή του Συντάγματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο – σε επίπεδο καντονιών, οι απαιτούμενες υπογραφές είναι λιγότερες. Σε σχέση δε με κάθε πρωτοβουλία των Πολιτών είναι υποχρεωτικά τα δημοψηφίσματα, ακόμη και αν διαφωνεί η κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο. Εν τούτοις, το κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να αντιπροτείνει κάτι άλλο στους Πολίτες, για το οποίο είναι τότε υποχρεωμένοι να ψηφίσουν.

Σε αντίθεση τώρα με τα απλά νομοθετήματα, η αλλαγή του Συντάγματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο απαιτεί, εκτός από την πλειοψηφία των εκλογέων, επίσης την πλειοψηφία των καντονιών – κάτι που πρακτικά έχει αποδειχθεί μεγαλύτερο εμπόδιο. Το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο τώρα αποτελείται από δύο μέρη:

(α)  Από το Εθνικό Συμβούλιο (τη μεγάλη Βουλή), στο οποίο εκπροσωπούνται όλοι οι Πολίτες ισότιμα. Ο αριθμός των εδρών του έχει περιορισθεί στις 200, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει ένας βουλευτής ανά 35.000 εκλογείς. Κάθε καντόνι αποτελεί έναν εκλογικό τομέα και εκλέγει έναν τουλάχιστο εκπρόσωπο – ενώ η εκλογική θητεία ανέρχεται σε τέσσερα έτη.

(β)  Από το Τοπικό Συμβούλιο (τη μικρή Βουλή), στο οποίο εκπροσωπούνται όλα τα καντόνια – όπου το κάθε ένα στέλνει δύο εκπροσώπους, ενώ τα «ημικαντόνια» από έναν. Τα μέλη του τοπικού συμβουλίου εκλέγονται με το Δίκαιο των καντονιών, ενώ η θητεία τους μπορεί (χωρίς όμως να είναι υποχρεωτικό) να είναι η ίδια με αυτήν του Εθνικού Συμβουλίου.

Το «αξίωμα» του βουλευτή στην Ελβετία δεν θεωρείται ως κύρια απασχόληση – οπότε οι αμοιβές που λαμβάνουν οι βουλευτές είναι ελάχιστες, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται στο επάγγελμα τους, για να συντηρηθούν. Παρά το ότι λοιπόν οι απαιτήσεις των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων είναι πολύ μεγάλες, οπότε οι βουλευτές είναι αναγκασμένοι να δαπανούν πολλές ώρες, οι Ελβετοί δεν θέλουν να υιοθετήσουν ένα «επαγγελματικό κοινοβούλιο» – θεωρώντας πολύ σωστά ότι έτσι, χωρίς να είναι επαγγελματικό δηλαδή, λειτουργεί περισσότερο προς όφελος των Πολιτών.   

Τα μέλη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν εκλέγονται από τους Πολίτες, αλλά από το Κοινοβούλιο – τόσο από το Εθνικό, όσο και από το Τοπικό, κατά τη διάρκεια μίας κοινής συνεδρίασης τους. Τα επτά μέλη της κυβέρνησης (δύο από το κόμμα των ελευθέρων δημοκρατών, δύο από το χριστιανοδημοκρατικό, δύο από το σοσιαλιστικό  και ένα από το SVP), το κάθε ένα εκ των οποίων διοικεί κάποιο υπουργείο, σχηματίζουν μία «συναδελφική Αρχή» (η διακομματική «συναίνεση» είναι εκ των πραγμάτων δεδομένη), η οποία λαμβάνει όλες τις σημαντικές κυβερνητικές αποφάσεις, κατά τη διάρκεια των εβδομαδιαίων συναντήσεων της.

Ο Πρόεδρος (πρωθυπουργός) της κυβέρνησης εκλέγεται κάθε χρόνο όπου, με βάση άγραφους κανόνες, όλα τα μέλη της εκάστοτε κυβέρνησης ασκούν την εξουσία του Προέδρου, ο ένας μετά τον άλλον (rotation principle). Ο εκάστοτε Πρόεδρος διευθύνει τις συνεδριάσεις της κυβέρνησης, ίσος μεταξύ ίσων, ενώ αντιπροσωπεύει τη χώρα σε επίσημες δραστηριότητες, είναι υπεύθυνος για την καθιερωμένη ομιλία του νέου έτους κλπ. Όμως, δεν υποδέχεται μόνο αυτός τους ξένους εκπροσώπους άλλων κυβερνήσεων, αλλά όλη η κυβέρνηση μαζί.

Τα κοινοβούλια των καντονιών αποτελούνται από ένα σώμα (μεγάλη βουλή), ενώ διαθέτουν 100-200 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγουν την κυβέρνηση του καντονιού, όπως συμβαίνει με την ομοσπονδιακή. Τέλος, ένα μέρος των 3.000 κοινοτήτων της Ελβετίας ειδικά οι πόλεις, διαθέτουν ένα κοινοτικό κοινοβούλιο – συνήθως με λιγότερους από 50 βουλευτές.

 


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading