
“Χωρίς να θέλω να υποστηρίξω τη Γερμανία, νομίζω ότι δεν αποτελεί τον αληθινό «τρομοκράτη» της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Ο λόγος είναι πως, πίσω από την «τευτονική» πολιτική, τις τράπεζες και τη γερμανική οικονομία, κρύβεται ο «μεγάλος αδελφός» – το Καρτέλ. Δεν υπάρχει γερμανική οικονομία, ούτε γερμανικές τράπεζες – όλα, μα όλα, είναι «ξένων συμφερόντων». Ελάχιστοι είναι οι φορείς εξουσίας, οι οποίοι διοικούνται από «Γερμανούς».
Για παράδειγμα, στο Βερολίνο ακόμη και η τέχνη (θέατρα, μουσική, ορχήστρες κλπ) ευρίσκονται, ανήκουν δηλαδή, σε «ξένα» χέρια. Εμφανίζοντας την Γερμανία σαν «εχθρό» και «τρομοκράτη», κρύβουμε τον πραγματικό μας αντίπαλο – το Καρτέλ. Η μοναδική δυνατότητα να αντισταθούμε απέναντι στην οικονομική εξουσία των πολυεθνικών και του τοκογλυφικού κεφαλαίου, των «αγορών» ευρύτερα, είναι η Πολιτική. Όσο περισσότερο όμως οι πολιτικοί μας «ηγέτες» παραμένουν υπηρέτες, άβουλοι «μισθοφόροι» καλύτερα των «αγορών», τόσο πιο ορατός γίνεται ο ολοκληρωτικός θάνατος του κοινωνικού κράτους και της ατομικής ή συλλογικής ελευθερίας”.
.
Είναι μάλλον εμφανές, με κριτήριο την παραπάνω αναφορά και όχι μόνο ότι, όλες οι προσπάθειες και οι θυσίες εκατομμυρίων Πολιτών, οι οποίοι αγωνίσθηκαν «σθεναρά» για πολλές δεκαετίες, με στόχο την οικοδόμηση του ελεύθερου, κοινωνικού και δημοκρατικού κράτους της προηγμένης δύσης, κινδυνεύουν σήμερα να χαθούν ολοσχερώς. Η Πολιτική φαίνεται να έχει χάσει εντελώς την «πρωτοκαθεδρία», οι Πολίτες αδυνατούν να κατανοήσουν τη σοβαρότητα αυτών που διαδραματίζονται, αφού παραμένουν ουσιαστικά απαθείς, ενώ το Καρτέλ ισχυροποιείται διαρκώς – μέσα από τις συχνότερες, πολύ πιο καταστροφικές κάθε φορά οικονομικές κρίσεις που προκαλεί.
Εν τούτοις, έχοντας την άποψη ότι, η εξέλιξη δεν είναι ποτέ γραμμική, ενώ ακόμη και οι πλέον σωστά οργανωμένες συνωμοσίες σπάνια επιτυγχάνουν το στόχο τους, θεωρούμε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει – με την ελπίδα της «αλλαγής πορείας», έστω την τελευταία στιγμή, να παραμένει αμετακίνητη στη θέση της. Η ανοχή έχει τα όρια της, η αδιαμαρτύρητη υποταγή στους κυρίαρχους του σύμπαντος επίσης, ενώ δεν είναι δυνατόν να έχουν αδρανοποιηθεί εντελώς, να έχουν εξουδετερωθεί καλύτερα όλοι οι υγιείς, ανθρώπινοι «μηχανισμοί» αντίδρασης, αντίστασης και αυτοπροστασίας.
.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ο (μονοπωλιακός) καπιταλισμός λειτουργεί, «παράγει» και τρέφεται καλύτερα, από τη μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων, η οποία προέρχεται από το συνεχές, αχόρταγο «κυνήγι» διαρκώς μεγαλύτερων κερδών από τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη ζημία που προκαλούν στους ανταγωνιστές τους ή/και στους υπόλοιπους «κοινωνικούς εταίρους» – αναπτύσσεται δε κυρίως με τη βοήθεια της δημιουργικής καταστροφής (Schumpeter), όπου το εκάστοτε καινούργιο (ο νέος επιχειρηματίας, οι σύγχρονοι μέθοδοι παραγωγής, διανομής κλπ), καταστρέφει ολοκληρωτικά το παλαιό, παίρνοντας τη θέση του. Εκτός αυτού, προκαλεί σκόπιμα ανεργία, αφού έτσι έχει τη δυνατότητα περιορισμού του κόστους – μέσω της «ανταγωνιστικής συμπίεσης» των αμοιβών των εργαζομένων.
Τέλος, ο καπιταλισμός είναι από τη φύση του «επεκτατικός». Είναι «υποχρεωμένος» δηλαδή, αφενός μεν να υποδουλώνει άλλα κράτη στρατιωτικά (συμβατικός πόλεμος) ή οικονομικά (επενδυτική λεηλασία νέων «αγορών»), αφετέρου δε να αυξάνει συνεχώς το μέγεθος κάποιων ιδιωτικών επιχειρήσεων, με απώτερο σκοπό τη «μονοπώληση» των επί μέρους επιχειρηματικών κλάδων – με τη βοήθεια των οικονομικών κρίσεων. Έτσι, «μονοπωλώντας» δηλαδή τις αγορές, εξασφαλίζει τόσο τη μη ισορροπημένη «αναδιανομή» των εισοδημάτων προς όφελος των ιδιοκτητών κεφαλαίων, όσο και τον περιορισμό του κόστους παραγωγής, σε συνδυασμό με την ορθολογική επένδυση των κερδών (της υπεραξίας).
Από την άλλη πλευρά η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αν και για κάποιο χρονικό διάστημα μπορεί να λειτουργήσει κοινωνικά, προς όφελος δηλαδή της πλειοψηφίας των Πολιτών, δεν έχει τη δυνατότητα να την εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα, εάν λειτουργεί μέσα στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος – πόσο μάλλον ενός νεοφιλελεύθερου. Ο κοινωνικός καπιταλισμός λοιπόν, όπως τουλάχιστον λειτουργεί στη «δύση», είναι ένα σύστημα περιορισμένης διάρκειας – αφού δεν μπορεί, δεν «νομιμοποιείται» καλύτερα να επιλύσει ούτε το πρόβλημα της αναδιανομής εισοδημάτων, ούτε τη μάστιγα της ανεργίας (κάτι που επιτυγχάνουν δυστυχώς τα νέο-απολυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα σήμερα). Το χρονικό διάστημα δε που μπορεί να υπάρξει, είναι σε άμεση σχέση με το ύψος των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, τα οποία συσσωρεύονται σε μία κοινωνία.
Ειδικότερα, το εκάστοτε «κυβερνών κόμμα» σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, εγκαθίσταται στην εξουσία, μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, αφού καταφέρει να εξασφαλίσει μεθοδικά την υποστήριξη όλων των κοινωνικών ομάδων. Η μέθοδος τώρα, με τη βοήθεια της οποίας το κόμμα ανέρχεται και παραμένει στην κυβέρνηση μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (εναλλάσσονται συνήθως δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα εξουσίας – κάποιες φορές με τη βοήθεια μικρότερων «δορυφόρων»), είναι η δημιουργία χρεών.
Συνεχίζοντας, το κόμμα εξουσίας, πάντοτε μέσα στα πλαίσια μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για να μπορεί να εξασφαλίζει την ψήφο των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων, είναι υποχρεωμένο να περιορίζει τους φόρους, καθώς επίσης να τους προσφέρει κάθε είδους «διευκολύνσεις» – με τη μορφή των κοινωνικών παροχών, της προσφοράς θέσεων εργασίας στο δημόσιο κλπ.
Από την άλλη πλευρά επειδή έχει επίσης ανάγκη τόσο την ψήφο, όσο και την οικονομική ή λοιπή ενίσχυση των «ισχυρότερων εισοδηματικών τάξεων, ειδικά των επιχειρηματιών και αυτών που επηρεάζουν την κοινή γνώμη (ΜΜΕ κλπ), είναι επίσης υποχρεωμένο να περιορίζει τους δικούς τους φόρους – όπως και να τους προσφέρει «διευκολύνσεις», οι οποίες έχουν σχέση με την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.
Ταυτόχρονα, έχοντας την ανάγκη ενός υπερμεγέθους, «κοστοβόρου» κομματικού μηχανισμού, ο οποίος χρηματοδοτείται μόνο «εν μέρει» από τους «εθνικούς» επιχειρηματίες, είναι επίσης «υποχρεωμένο» (αφορά τις μικρότερες χώρες) να «διαφθείρεται» από τα ξένα μονοπώλια, τα οποία του εξασφαλίζουν την υπόλοιπη χρηματοδότηση – κυρίως του κομματικού μηχανισμού, δια μέσου της συνήθους υπερτιμολόγησης των κρατικών προμηθειών.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, όλα τα κόμματα εξουσίας μίας κοινοβουλευτικής, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό πλαίσιο, είναι εκ φύσεως «υποχρεωμένα» να κάνουν μεγάλες «παραχωρήσεις» στους εκλογείς τους, να λειτουργούν με αδιαφάνεια, να διαπλέκονται και να διαφθείρονται – με αποτέλεσμα να μην μπορούν εκ των πραγμάτων να διαχειρίζονται σωστά τα δημόσια οικονομικά.
Περαιτέρω το κυρίαρχο κόμμα, πάντοτε μέσα στα πλαίσια μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην προσπάθεια του να «ισορροπήσει» παραμένοντας στην εξουσία, χωρίς να επιβαρύνει με φόρους ή με μειωμένες παροχές/διευκολύνσεις καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες, καθώς επίσης να συντηρήσει τον κομματικό μηχανισμό, καταφεύγει στο δανεισμό. Δια μέσου του δανεισμού όμως, γίνεται αυτόματα «υποχείριο» του αδρανούς τοκογλυφικού κεφαλαίου, το οποίο ουσιαστικά «παράγεται», προέρχεται δηλαδή, από τις δύο προηγούμενες ομάδες – τους εργαζομένους (αποταμιεύσεις, συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ) και τους επιχειρηματίες (κέρδη που μετατρέπονται σε επενδυτικά κεφάλαια).
Όταν τώρα ο «υποχρεωτικός» αυτός δανεισμός ξεπεράσει τα όρια, όταν υπερχρεωθεί δηλαδή το κράτος, τότε η «κοινοβουλευτική δημοκρατία» φτάνει στο τέλος της. Το τελευταίο κόμμα εξουσίας δεν μπορεί πλέον να αυτοσυντηρηθεί και δεν έχει τη δυνατότητα να «εξυπηρετήσει» καμία από τις δύο βασικές ομάδες της κοινωνίας – πόσο μάλλον τους ξένους «διαφθορείς» του, παράλληλα με την εμπρόθεσμη αποπληρωμή των υποχρεώσεων του κράτους.
.
Οι επιλογές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην περίπτωση αυτή, για την οποία μπορούμε κάλλιστα να βρούμε αρκετά ιστορικά παραδείγματα, σε πολλές χώρες του πλανήτη (εκτός από το πρόσφατο της Ελλάδας) είναι κυρίως, αυτοτελώς ή «σωρευτικά», οι παρακάτω:
(α) Η υποδούλωση της – η μετατροπή της δηλαδή σε προτεκτοράτο κάποιου άλλου, ισχυρότερου οικονομικά κράτους, το οποίο θα της εξασφαλίζει, έναντι επώδυνων προϋποθέσεων και υψηλών ανταλλαγμάτων βέβαια, την αποπληρωμή των χρεών της, καθώς επίσης τη διατήρηση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας», με σκιώδη επιρροή (αυτό που φαίνεται ότι μάλλον θα συμβεί στην Ελλάδα, ειδικά όταν η Γερμανία αναφέρεται στη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα – γεγονός που αφενός μεν σημαίνει συνθήκες ανάλογες με αυτές των πολυεθνικών, αφετέρου ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν αυξήσεις μισθών, τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων μάλλον αποκλείεται να έχουμε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς).
(β) Η υποταγή της στα διεθνή, επιχειρηματικά μονοπώλια – δηλαδή, στις «αγορές» και στο Καρτέλ, «οργανισμούς» που της εξασφαλίζουν επίσης την αποπληρωμή των χρεών και τη διατήρηση της τυπικής κοινοβουλευτικής εξουσίας, με αντάλλαγμα τη λεηλασία της (όπως συνέβη στη Βραζιλία, αλλά και σε άλλες χώρες). Η συμμετοχή «οργανισμών», «συνδίκων» καλύτερα του τύπου του ΔΝΤ εδώ, είναι καθοριστική.
.
Στην περίπτωση τώρα που δεν συμβαίνουν τα παραπάνω, λόγω ίσως της αντίθεσης των Πολιτών μίας χώρας, της επαναστατικής τους δηλαδή «άρνησης υποταγής», τότε έχουμε
(α) είτε τη βίαιη, την «πραξικοπηματική» δηλαδή αντικατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από ένα απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης, πιθανόν σαν αποτέλεσμα της άρνησης πληρωμής των δημοσίων χρεών – ενδεχομένως εσωτερικό (όπως συνέβη στη Ρωσία, όταν αρνήθηκε την εξόφληση των χρεών της), ή «εξωτερικής επιρροής» (δικτατορικά καθεστώτα της Αφρικής κλπ),
(β) είτε την «επαναστατική» μετεξέλιξη της στην Άμεση Δημοκρατία, σε ένα σύστημα δηλαδή που η εξουσία ελέγχεται από συνειδητούς Πολίτες – με δημοψηφίσματα για όλα τα βασικά ζητήματα ενός κράτους, με κληρωτές επιτροπές ελέγχου του δημοσίου, με Ισολογισμούς των κρατικών εταιρειών, με διαφάνεια, με αυτοσυγκράτηση κλπ.
Η άμεση δημοκρατία όμως μάλλον δεν μπορεί να λειτουργήσει «καπιταλιστικά», αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια μίας «αυθεντικά» ελεύθερης αγοράς όπου, το μέγεθος των επιχειρήσεων διατηρείται περιορισμένο (εταιρείες με ανώτατο αριθμό προσωπικού τα 500 άτομα, με ισχυρή επιτροπή ανταγωνισμού, επίσης «κληρωτή» κλπ). Όσον αφορά το θέμα του χρέους εδώ, αποτελεί πιθανότατα προϋπόθεση η ριζική μείωση του – εάν όχι ο μηδενισμός του, με τη συναίνεση όλων των Πολιτών (άρθρο μας).
Ολοκληρώνοντας, επειδή η σημερινή μας θέση είναι αδύνατον να διατηρηθεί ως έχει, αφού η Ελλάδα έχει αναμφίβολα υπερχρεωθεί «ανεπιστρεπτί» (όλα τα υπόλοιπα που λέγονται είναι «διασπορά ψευδών ελπίδων»), αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα προβλήματα δανεισμού, εν μέσω μίας παγκόσμιας, εξαιρετικά μεγάλης κρίσης του συστήματος (ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, συναλλαγματικοί πόλεμοι, τεράστια προβλήματα τραπεζών, υπερπληθωρισμός κλπ), θεωρούμε ότι θα ακολουθήσει σύντομα ο θάνατος της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας – χωρίς όμως να μπορούμε να προβλέψουμε εάν θα προηγηθούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και επαναστάσεις, ή τι τελικά θα την διαδεχθεί.
Ανεξάρτητα τώρα από τον παραπάνω, βασικό «συλλογισμό» περί Δημοκρατίας και Καπιταλισμού, ο οποίος επιδέχεται προφανώς πολλές διαφοροποιήσεις και σκέψεις, είναι ίσως σκόπιμο να εξετάσουμε τη θέση που βρίσκεται σήμερα η χώρα μας, μέσα από τη σχέση των εισοδημάτων των Πολιτών της και των χρεών του δημοσίου.
To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)