Η μισθολογική «ήττα» των εργαζομένων – The Analyst
ΑΠΟΨΕΙΣ & ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

Η μισθολογική «ήττα» των εργαζομένων

.

Τόσο από την πανδημία, όσο και από την ενεργειακή κρίση, καθώς επίσης από τον πληθωρισμό, οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι εργαζόμενοι – ενώ οι μεγάλοι κερδισμένοι οι επιχειρήσεις που αυξάνουν συνεχώς τα κέρδη τους. Εδώ θα μπορούσε κανείς να μην είναι αρνητικός, εάν οι επιχειρήσεις επένδυαν τα υψηλότερα κέρδη τους, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, δημιουργώντας νέες και ποιοτικότερες θέσεις εργασίας – κάτι που όμως δυστυχώς δεν συνέβη. Λογικά πάντως λέγεται πως για τις επιχειρήσεις, κυρίως βέβαια για τις μεγάλες, οι κρίσεις είναι ευκαιρίες.

.

Ανάλυση

Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη που μας στάλθηκε, το ΑΕΠ μπορεί πολύ σωστά να μετρηθεί με τρεις τρόπους: Από την πλευρά της παραγωγής, από την πλευρά του εισοδήματος και από την πλευρά της δαπάνης.

Η αξία τώρα των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε ένα έτος, δηλαδή το ΑΕΠ, αφού αφαιρεθούν οι φόροι στην παραγωγή και στις εισαγωγές, αποτελεί την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία – οπότε πρόκειται για την πλευρά της παραγωγής.

Αυτή η προστιθέμενη αξία χωρίζεται στις αμοιβές της μισθωτής εργασίας και στο λειτουργικό πλεόνασμα – οπότε πρόκειται για την πλευρά του εισοδήματος.

Τέλος, το συνολικό ΑΕΠ ισούται με τη συνολική δαπάνη για την αγορά του και προκύπτει από την κατανάλωση, συν τις επενδύσεις, συν τις δημόσιες δαπάνες, συν τις εξαγωγές μείον τις εισαγωγές – οπότε πρόκειται για την πλευρά της δαπάνης.

Περαιτέρω, η πλευρά της δαπάνης είναι εκείνη που αναφέρεται συχνότερα – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, οι άλλες δύο πλευρές δεν έχουν αντίστοιχη σημασία.

Ειδικότερα, η πλευρά του εισοδήματος δείχνει τη διανομή του εγχώριου προϊόντος που συντελείται κατά την παραγωγική διαδικασία – πριν μεσολαβήσουν οι κρατικοί αναδιανεμητικοί μηχανισμοί, όπως η φορολογία εισοδήματος, οι συντάξεις, τα επιδόματα, κλπ.

Εν προκειμένω τα μερίδια των μισθών (οι αμοιβές της εξαρτημένης εργασίας), των κερδών (ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα/μικτό εισόδημα) και του κράτους (φόροι παραγωγής και εισαγωγών μείον επιδοτήσεις) είναι οι τρεις παράγοντες που το άθροισμά τους συνθέτει το ΑΕΠ.

Όσον αφορά τώρα το μερίδιο των μισθών είναι προφανές – με την έννοια πως συμπεριλαμβάνει το σύνολο των αμοιβών εργασίας, μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές και τη φορολογία εισοδήματος.

Το μερίδιο των κερδών, εκτός από τα κέρδη των επιχειρήσεων περιλαμβάνει επίσης το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων – ως μικτό εισόδημα από κεφάλαιο και εργασία.

Σε σχέση δε με το μερίδιο του κράτους, περιλαμβάνει τη φορολόγηση των εισροών και εκροών της παραγωγικής διαδικασίας – μείον τις επιδοτήσεις που καταβάλλονται στην παραγωγική διαδικασία.

Συνεχίζοντας, όπως φαίνεται στο γράφημα, στη διάρκεια του 2019 έως και το 1ο τρίμηνο του 2020, τα μερίδια ήταν σχετικά σταθερά –  το μερίδιο των κερδών ήταν στο 48%, το μερίδιο των μισθών στο 37% και το μερίδιο του κράτους στο 15%.

Στο 2ο τρίμηνο του 2020, με την έναρξη της πανδημίας, της ύφεσης και των έκτακτων μέτρων στήριξης, εμφανίζεται μια απότομη μείωση του μεριδίου του κράτους στο 9% – ενώ μια παράλληλη αύξηση των μεριδίων των κερδών στο 50% και των μισθών στο 41%. Η αιτία ήταν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που χρηματοδοτήθηκαν από το κράτος στην περίοδο της πανδημίας.

Μέχρι το τέλος του 2021 (η γκρίζα περιοχή στο διάγραμμα) το μερίδιο του κράτους παρέμεινε σχετικά σταθερό κοντά στο 11%. Όμως, το μερίδιο των κερδών αυξήθηκε στο 53% – ενώ το μερίδιο των μισθών μειώθηκε στο 36%.

Με απλά λόγια, στη διάρκεια της πανδημίας, οι μισθοί έχασαν περίπου τέσσερις μονάδες ΑΕΠ – εκ των οποίων οι τρεις πήγαν στα κέρδη των επιχειρήσεων και η μία στο κράτος.

Από το 1ο τρίμηνο τώρα του 2022, με την αύξηση των τιμών της ενέργειας, του πληθωρισμού και των νέων κρατικών παρεμβάσεων, έως και το 3ο τρίμηνο του 2023, το μερίδιο των μισθών έχασε άλλες δύο μονάδες ΑΕΠ – κυρίως προς το κράτος. Στο 3ο τρίμηνο του 2023 το μερίδιο των κερδών ήταν στο 52,3%, των μισθών στο 34,2% και του κράτους στο 13,5%.

Συμπερασματικά λοιπόν, από το 2019 έως και το 3ο τρίμηνο του 2023, έχει συντελεστεί μια αξιοσημείωτη αναδιανομή εγχώριου εισοδήματος – υπέρ των κερδών των επιχειρήσεων και εις βάρος των μισθών.

Η αναδιανομή αυτή πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις: Η πρώτη στην περίοδο της πανδημίας και η δεύτερη στην περίοδο του πληθωρισμού – ενώ επεξηγείται από τη μεγάλη αύξηση των κρατικών επιδοτήσεων.

Ειδικότερα, στην πρώτη φάση (2ο τρίμηνο 2020 – 4ο τρίμηνο 2021) το μερίδιο των μισθών αυξήθηκε αρχικά αλλά στη συνέχεια επέστρεψε λίγο χαμηλότερα από το προ πανδημίας επίπεδο – ενώ τα κέρδη, που επίσης αυξήθηκαν αρχικά, κινήθηκαν σε ανοδική τροχιά. Επομένως, με εξαίρεση την έναρξη της πανδημίας, οι κρατικές επιδοτήσεις κατευθύνθηκαν κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση των επιχειρηματικών εισοδημάτων.

Στη δεύτερη φάση (1ο τρίμηνο 2022 – 3ο τρίμηνο 2023), το μερίδιο των μισθών συνέχισε να μειώνεται – ενώ η όποια αναδιανομή συντελείται μεταξύ κερδών και κράτους αφού οι διακυμάνσεις τους κινούνται αντίθετα. Εν προκειμένω, οι κρατικές επιδοτήσεις δεν φαίνεται να επηρέασαν το μερίδιο της μισθωτής εργασίας – οι απώλειες της οποίας οφείλονται στην αδυναμία των μισθών να παρακολουθήσουν τις αυξήσεις των τιμών.

Εύλογα βέβαια, αφού οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν τις τιμές τους πολύ πιο γρήγορα στον πληθωρισμό, σε σχέση με τους μισθούς – οι οποίοι ακολουθούν, εάν, με μεγάλη καθυστέρηση. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται και από το παρακάτω γράφημα – σύμφωνα με το οποίο ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά -0,2% το 2023, τα πραγματικά κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 5,9%.

Εδώ θα μπορούσε κανείς να μην είναι αρνητικός, εάν οι επιχειρήσεις επένδυαν τα υψηλότερα κέρδη τους, όπως συνέβαινε στο παρελθόν – δημιουργώντας νέες και ποιοτικότερες θέσεις εργασίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη δυστυχώς – αφού ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου προβλέπεται να αυξηθεί μόλις κατά 7% έναντι 15% που είχε προβλεφθεί από την κυβέρνηση, παρά το ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό ύψους άνω των 100 δις €, ενώ υπάρχουν επί πλέον τα χρήματα του ταμείου ανάκαμψης. Έτσι συνεχίζει να «μαστίζεται» η Ελλάδα από τα εξής δύο μεγάλα προβλήματα της οικονομίας της:

α) Από τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου (επενδύσεις) που ευρίσκεται μόλις στο 13,7% του ΑΕΠ – απέχοντας 9 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο (22,7%).

(β) Από την επικίνδυνα χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων – η οποία, σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΠΕ, είναι μόλις στο 55% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, σημειώνοντας πως η προστιθέμενη αξία ενός Έλληνα εργαζομένου είναι στις 23.000 € ετήσια, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι στα 60.000 €.

Η άνοδος της παραγωγικότητας, από την οποία εξαρτώνται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές (οπότε το εμπορικό μας ισοζύγιο), καθώς επίσης οι μισθοί, εξαρτάται με τη σειρά της από τις επενδύσεις – οπότε τα δύο αυτά προβλήματα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Ένα από τα αποτελέσματα τους δε, είναι η απόκλιση της οικονομίας μας από την ΕΕ – η οποία διευρύνεται συνεχώς.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading