.
Το 2018, η μέση παραγωγικότητα αγροτικής εργασίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 12.600 € ή κατά 36% χαμηλότερα από την ΕΕ των 28 – στην οποία είναι στα 19.700 €. Η παραγωγικότητα δε της καλλιέργειας είναι στα 190 € το στρέμμα – σε σχέση με 1.290 € στο Ισραήλ και 1.700 € στην Ολλανδία, με στοιχεία του 2017.
.
Επίκαιρη Ερωτηση
Η αγροτική μας παραγωγή έχει μειωθεί στα χρόνια των μνημονίων – ενώ παράλληλα έχουν μειωθεί η απασχόληση και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα μειώθηκε στα 463.000 άτομα το 2017, από 691 χιλιάδες το 2000 ή στο 11,2% του συνόλου, από 16% – με την παράλληλη αύξηση του μέσου όρου ηλικίας.
Οι καλλιεργούμενες γεωργικές εκτάσεις μειώθηκαν κατά 6.500.000 στρέμματα ή κατά 18,8% – μεταξύ των ετών 2009 και 2020.
Το 2018, η μέση παραγωγικότητα αγροτικής εργασίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 12.600 € ή κατά 36% χαμηλότερα από την ΕΕ των 28 – στην οποία είναι στα 19.700 €.
Η παραγωγικότητα της καλλιέργειας είναι στα 190 € το στρέμμα – σε σχέση με 1.290 € στο Ισραήλ και 1.700 € στην Ολλανδία, με στοιχεία του 2017.
Ανάλογη αναφορά υπάρχει και στη μελέτη Πισσαρίδη για μέση παραγωγή ανά εκτάριο (10 στρέμματα) στην Ελλάδα στα 1.660 € – ενώ στην Ολλανδία στα 12.850 € το 2016.
Μελέτη δε του ΙΟΒΕ από τον Οκτώβριο του 2020, αναφέρει αναλυτικά τι κάνουν Ολλανδία και Ισραήλ για να πετυχαίνουν αυτές τις επιδόσεις.
Η κτηνοτροφία έχει επίσης μεγάλη πτώση, ειδικά μεταξύ των ετών 2013 και 2017 – ενώ συνεχίζεται τα τελευταία χρόνια με την πανδημία
Το ζωικό κεφάλαιο μειώθηκε περί τα 12,5 εκ. ζώα ή κατά 24,2% – μεταξύ των ετών 2009 και 2020.
Ειδικότερα, η μείωση των βοοειδών υπολογίσθηκε στο -35%, των προβάτων στο -38%, των αιγών στο -48%, των πουλερικών στο -66% και των χοίρων στο -69%. Απέμειναν δε μόλις 183.000 κτηνοτροφικές μονάδες το 2020, από τις 415.000 που το 2009 – γεγονός που σημαίνει μείωση κατά 56%.
Είμαστε ελλειμματικοί σε βασικά προϊόντα, ενώ εισάγουμε το 70% του χοιρινού και το 85% του βοείου κρέατος – όταν το 1980 η αυτάρκεια της Ελλάδας σε χοιρινό είχε φτάσει στο 85% και σε μοσχαρίσιο κρέας στο 66%.
Το σουβλάκι που τρώμε και δίνουμε στους τουρίστες, είναι από την Ολλανδία και τη Γερμανία – σημειώνοντας πως έχουμε μεν ζητήσει τη σύνδεση του τουρισμού με τον πρωτογενή τομέα, αλλά προηγουμένως θα πρέπει να εξασφαλισθεί η εγχώρια παραγωγή.
Επί πλέον, εισάγουμε ψάρια από την Τουρκία που ένα μεγάλο μέρος τους αλιεύονται στο Αιγαίο, ενώ παρακάμπτονται έτσι και τα περιοριστικά μέτρα της ΕΕ – επειδή δεν έχουμε καθορίσει ακόμη αλιευτικές ζώνες. Γιατί αλήθεια;
Η παραγωγικότητα μας είναι επίσης χαμηλή στην κτηνοτροφία – για παράδειγμα, μόλις στα 400 € ανά αγελάδα, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης ήταν στα 1.000 € το 2013.
Η εγχώρια παραγωγή γάλακτος καλύπτει μόνο το 50% της κατανάλωσης – ενώ η μείωση απειλεί πλέον προϊόντα ΠΟΠ, όπως τη φέτα και τη γραβιέρα Νάξου.
Υπάρχουν πολλά άλλα που θα θέλαμε να προσθέσουμε, όπως από πού εξαρτάται η παραγωγικότητα, για τις ενισχύσεις της ΚΑΠ, για τα αρδευτικά, για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, για τις ανάγκες μας σε θερμοκήπια, για την παραγωγή σπόρων, για αγροεφόδια που εισάγονται κλπ., αλλά δεν υπάρχει χρόνος – λέγοντας μόνο πως η κατάσταση στον πρωτογενή μας τομέα είναι κυριολεκτικά τραγική.
Οι ερωτήσεις μας εδώ είναι οι εξής:
Πως σκοπεύετε να αναπτύξετε την παραγωγικότητα στη γεωργία, στην κτηνοτροφία και στην αλιεία; Ειδικά όσον αφορά τα θερμοκήπια, τους σπόρους, τα εγγειοβελτιωτικά, τις ζωοτροφές και την αλλαγή καλλιεργειών;
Δευτερολογία
Σε σχέση με την ημερίδα που είπατε για τον αγροτικό μας τομέα, θα ήταν ευχής έργο – ενώ όσον αφορά την άνοδο των εξαγωγών μας, δώσατε μόνος σας την απάντηση.
Είπατε πως αυξήθηκαν σε αξία, αλλά μειώθηκαν σε ποσότητα. Εκτός του ότι όμως η άνοδος τους σε αξία ήταν χαμηλότερη του πληθωρισμού, αυτό που ενδιαφέρει είναι η εξέλιξη σε ποσότητες – όπου σημειώθηκε μείωση, όπως μας είπατε εσείς.
Φαίνεται τώρα ότι, οι κοινοτικές ενισχύσεις της ΚΑΠ έχουν τελικά σπαταληθεί ή/και οδήγησαν σε απαξίωση την εγχώρια παραγωγή. Οι κυβερνήσεις δε, αναλώνονται στον επιμερισμό τους – ενδεχομένως με μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Γενικά δεν υπάρχει καμία αναπτυξιακή πολιτική – ενώ το πρόγραμμα της ΝΔ που εστίασε στην προώθηση της συμβολαιακής γεωργίας και των συνεταιρισμών, μέσα από φορολογικά κίνητρα, δεν φαίνεται να έχει αποδώσει ιδιαίτερα.
Εκτός τώρα από το κόστος παραγωγής, είναι επίσης σημαντική η τυποποίηση και η μεταποίηση – ενώ δυστυχώς έχουν πληγεί εργοστάσια στη Θεσσαλία από τις πλημμύρες και άλλα κλείνουν, όπως η ΕΒΖ.
Εν προκειμένω, μας έλεγε ο κ. Γεωργιάδης πως δεν βρίσκει κορόιδο να την αγοράσει – ενώ μάλλον η ΕΕ, μέσω της DG Comp, μπλοκάρει τη λύση.
Το αποτέλεσμα είναι να εισάγουμε πανάκριβα ζάχαρη ακόμη και από την Ισπανία – ενώ πρόκειται για μια βιομηχανική καθετοποιημένη και συμβολαιακή παραγωγή που σε κάποιο βαθμό επιδοτείται ακόμη από την ΚΑΠ.
Δεν υπάρχει βέβαια παραγωγή πια, αφού χιλιάδες αγρότες μας αντικατέστησαν τα τεύτλα, με καλλιέργειες εντάσεως εργασίας, παρά την έλλειψη εργαζομένων γης – όπως είναι οι δενδρώδεις και τα φρούτα.
Το κόστος της ενέργειας τώρα που είναι σημαντική για την παραγωγή, για την άρδευση, για τα θερμοκήπια αλλά και για το πετρέλαιο κίνησης, καθώς επίσης βασικός παράγοντας του κόστους τόσο στην καλλιέργεια όσο και στην μεταποίηση, έχει αυξηθεί – ενώ δεν γίνεται καμία προσπάθεια μέσω στήριξης να αναπτυχθούν εναλλακτικές πηγές ενέργειας για αγροτικές μονάδες, όπως είναι τα μικρά υδροηλεκτρικά, η βιομάζα, η γεωθερμία και η εξοικονόμηση ενέργειας.
Η πράσινη παράμετρος δε, μπορεί να μειώσει τις άμεσες ενισχύσεις της ΚΑΠ, αφού επιβάλλονται προϋποθέσεις μείωσης των ρύπων – το farm to Fork. Εμείς προτείνουμε εδώ να γίνει προσπάθεια εξαίρεσης της χώρας μας για κάποια χρόνια – μεταξύ άλλων, λόγω της μείωσης της παραγωγής από τις πλημμύρες.
Συνεχίζοντας, είναι σημαντική για τον αγροτικό μας τομέα η πρόσβαση σε δίκτυα διανομής και λιανικής στο εσωτερικό, με ανταγωνιστικούς όρους – ειδικά λόγω της αυξανόμενης διαπραγματευτικής ισχύος των Σούπερ Μάρκετ.
Μεγάλο πρόβλημα δε, είναι οι φτηνές εισαγωγές που καταστρέφουν τους παραγωγούς – ενώ έτσι δεν μπορούν να προγραμματίσουν μακροπρόθεσμα.
Η κτηνοτροφία και η γαλακτοπαραγωγή είναι χαρακτηριστικοί τομείς που υποφέρουν από το ντάμπιγκ, προς όφελος κοινοτικών εισαγωγών – όπως το γάλα Γερμανίας, τα αρνιά Βουλγαρίας και οι εισαγωγές Ουκρανικών σιτηρών αντί Ρωσικών παλαιότερα, σε χαμηλότερες τιμές κλπ.
Ένας άλλος τομέας είναι η προώθηση των εξαγωγών – όπου, για παράδειγμα, είναι λυπηρό το γεγονός ότι η χώρα μας, με μακρά ιστορία στο κρασί, παράγει μόνο το 1% της ΕΕ, ενώ κλείνει το ένα οινοποιείο μετά το άλλο! Εδώ χρειάζεται στήριξη σε μικρούς παραγωγούς ή συνενώσεις και προώθηση.
Παράλληλα, θα πρέπει να αποτραπεί η νοθεία των προϊόντων μας στις διεθνείς αγορές – η οποία είναι καταστροφική για την Ελλάδα, όπως συμβαίνει με τη φέτα, με το λάδι, με το μέλι κλπ.
Οι ερωτήσεις μας εδώ είναι οι εξής:
(1) Πώς θα στηρίξετε τη μεταποίηση; Τι θα κάνετε με το κόστος της ενέργειας; Θα λειτουργήσει τελικά η ΕΒΖ;
(2) Σκοπεύετε να προστατεύσετε τις ελληνικές επιχειρήσεις από το ντάμπινγκ των ξένων, να στηρίξετε τις εξαγωγές και να συνδέσετε την εγχώρια παραγωγή με τον τουρισμό; Εάν ναι, πώς ακριβώς;