Οι τιμές παραγωγού και η απειλή του στασιμοπληθωρισμού – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Οι τιμές παραγωγού και η απειλή του στασιμοπληθωρισμού

.

Είναι παράλογη η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ακόμη και από την πλευρά της ξεπερασμένης νεοκλασικής θεωρίας – οπότε εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο πραγματικός λόγος, αφού είναι αδύνατον να μην το γνωρίζει. Είναι μήπως η στήριξη του ευρώ απέναντι στο δολάριο, παρά το ότι ο αμερικανικός πληθωρισμός είναι κυρίως ζήτησης, οπότε οι ενέργειες της Fed είναι λογικές; Στήριξη του ευρώ για να μην επιβαρυνθούν νομισματικά οι τιμές της ενέργειας και γενικότερα οι ευρωπαϊκές εισαγωγές; Ή μήπως ο στόχος της είναι η ύφεση, έτσι ώστε να μειωθεί η ζήτηση ενέργειας και να μην έχει τόσο μεγάλη ανάγκη τη Ρωσία, ούτε το πανάκριβο αμερικανικό κυρίως LNG; Λαμβάνει μήπως υπ’ όψιν της μόνο το γερμανικό πληθωρισμό που είναι πράγματι εκτός ελέγχου, αδιαφορώντας για τις άλλες χώρες; Θέλει να στηρίξει την κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών της ΕΕ, για να αποφύγει τραπεζικές καταρρεύσεις όπως στις ΗΠΑ ή της Credit Suisse; Το σίγουρο πάντως είναι το ότι, οι μισθοί δεν είναι η κινητήρια δύναμη του πληθωρισμού – ενώ ο πληθωρισμός είναι μία σύγκρουση άνισης κατανομής των εισοδημάτων που επιδεινώνεται, όταν οι μισθοί δεν είναι η αιτία του. Φαίνεται άλλωστε καθαρά από το γεγονός πως οι πραγματικοί μισθοί έχουν καταρρεύσει το 2022, πιο απότομα από ποτέ – με αποτέλεσμα η ισορροπία δυνάμεων να έχει μετατοπισθεί περεταίρω υπέρ του κεφαλαίου. Με απλά λόγια, όποιος δεν μπορεί να αυξήσει το εισόδημα του στον ίδιο βαθμό με την άνοδο των τιμών, γίνεται φτωχότερος – ενώ όποιος μπορεί να αυξήσει το εισόδημα του περισσότερο από την άνοδο των τιμών, γίνεται πλουσιότερος.

.

Ανάλυση

Οι τιμές παραγωγού μειώνονται συνεχώς σε ολόκληρη την Ευρώπη – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας σε σχέση με τα εμπορικά προϊόντα, όπου παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη πτώση στην ιστορία τους (-12,6% τον Αύγουστο, συγκριτικά με τον ίδιο μήνα του 2022, πηγή).

Με δεδομένο δε το ότι, οι τιμές παραγωγού θεωρούνται γενικότερα ως ένας κορυφαίος δείκτης προσδιορισμού των τιμών καταναλωτή, οι οποίες τιμές καταναλωτή αναφέρονται στην καθομιλουμένη συνήθως ως «πληθωρισμός», θα μπορούσε η πτώση τους να ερμηνευθεί ως επιτυχία της πολιτικής επιτοκίων της ΕΚΤ – επίσης, ως μία ένδειξη τερματισμού της κρίσης.

Εν τούτοις, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο – ξεκινώντας την ανάλυση μας από το τι σημαίνει στην ουσία η πτώση ή η άνοδος των τιμών παραγωγού. Ειδικότερα, οι τιμές παραγωγού θα μπορούσαν απλουστευμένα να περιγραφούν ως το κόστος αγοράς των επιχειρήσεων – στο οποίο συμπεριλαμβάνονται, για παράδειγμα, το κόστος ενέργειας, πρώτων υλών και προκαταρκτικών ή ημικατεργασμένων προϊόντων.

Στο παράδειγμα ενός εργοστασίου μπισκότων, τα παραπάνω είναι κυρίως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, το κόστος των σιτηρών, της σοκολάτας και της ζάχαρης  – όπου, εάν οι τιμές αγοράς τους αυξηθούν, ο παραγωγός μπισκότων θα αντιμετωπίσει πρόβλημα. Δηλαδή, είτε θα κερδίζει λιγότερα στο μέλλον, είτε θα έχει ζημία – εάν βέβαια δεν αυξήσει ανάλογα τις τιμές των μπισκότων του.

Ως εκ τούτου, οι τιμές παραγωγού θεωρούνται σε γενικές γραμμές ως ο κύριος δείκτης για τις τιμές καταναλωτή – οι οποίες υποδηλώνουν τις τιμές των τελικών προϊόντων (ή «τιμές ραφιού») που αγοράζονται από τον καταναλωτή. Στο παράδειγμα μας δε, πρόκειται για την τιμή ραφιού του ενός πακέτου μπισκότων.

Συνεχίζοντας, η σχέση μεταξύ των τιμών παραγωγού και καταναλωτή είναι μεν ξεκάθαρη, αλλά δεν αντιστοιχεί στο ένα προς ένα – εν πρώτοις επειδή το κόστος για τις πρώτες ύλες κλπ., αποτελεί μόνο ένα μέρος του συνολικού κόστους των εργοστασίων και ακόμη περισσότερο των τελικών τιμών. Εν προκειμένω, ανάλογα με τη βιομηχανία και με το προϊόν, το κόστος εργασίας, δανεισμού, διοίκησης, πωλήσεων, marketing, διακίνησης κλπ., μπορεί να αντιπροσωπεύει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό, από το κόστος των πρώτων υλών, της ενέργειας και των ενδιάμεσων προϊόντων.

Κατά δεύτερο λόγο, επειδή η τιμολογιακή πολιτική είναι σε τελική ανάλυση μία επιχειρηματική απόφαση – στην οποία τόσο η αγορά, όσο και οι εταιρικές στρατηγικές, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, εάν ο κατασκευαστής μπισκότων αντιμετωπίζει μεγάλο ανταγωνισμό από τους άλλους κατασκευαστές, ενδέχεται να μην αυξήσει τις τιμές του, παρά την άνοδο του κόστους του – έτσι ώστε να μη χάσει μερίδιο αγοράς, πελάτες. Εάν δε τα πάγια κόστη του είναι πολύ υψηλά, θα φροντίσει να αξιοποιήσει το 100% της παραγωγικής του ικανότητας – ακόμη και με τίμημα τη μείωση των περιθωρίων κέρδους του.

Συμπερασματικά λοιπόν, οφείλει να έχει κανείς υπ’ όψιν του όλα όσα αναφέραμε, όταν εξετάζει την τρέχουσα εξέλιξη των τιμών παραγωγού – κάτι που εάν επιδιωχθεί σήμερα, με μία προσεκτική ματιά στους επί μέρους παράγοντες, προκύπτει μία διφορούμενη εικόνα.

Οι σημερινές εξελίξεις

Περαιτέρω, ο βασικότερος λόγος της πτώσης των τιμών παραγωγού ήταν η μείωση των τιμών της ενέργειας – όπου θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ως «κατάρρευση», αλλά μόνο εάν η σύγκριση γίνεται με το προηγούμενο έτος (θυμίζοντας πως οι αυξήσεις ξεκίνησαν αρκετά πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας).

Εν προκειμένω, το ενεργειακό κόστος των κατασκευαστών εμπορικών προϊόντων, έχει πράγματι μειωθεί κατά 31,9% στον Αύγουστο στη Γερμανία, σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2022 – ο οποίος όμως ήταν ο μήνας με τις ιστορικά υψηλότερες τιμές ενέργειας. Εκείνον ακριβώς το μήνα, αναφέρθηκε η μεγαλύτερη άνοδος των τιμών παραγωγού στην ιστορία της χώρας – κατά 45,8%, με τις τιμές της ενέργειας να αποτελούν τον κύριο μοχλό της ανόδου, με την αύξηση των τιμών τους κατά 139%, σε σύγκριση βέβαια με τον ίδιο μήνα του 2021.

Μπορεί λοιπόν εφέτος οι τιμές της ενέργειας να μειώθηκαν σε σχέση με τον Αύγουστο του 2022, οπότε να διαπιστώνεται ο περιορισμός κατά 31,9% του ενεργειακού κόστους των κατασκευαστών εμπορικών προϊόντων, αλλά με βάση τον Αύγουστο του 2021 οι τιμές της ενέργειας έχουν αυξηθεί κατά 62,8% – οπότε η πτώση αποδίδεται στο λεγόμενο «φαινόμενο βάσης».

Δηλαδή, στο μήνα που χρησιμοποιείται ως σύγκριση – κάτι που ισχύει επίσης για τις τιμές καταναλωτή, οι οποίες τον Αύγουστο του 2023 κλπ., συγκρίνονται με τον Αύγουστο του 2022, αλλά όχι με τον αντίστοιχο μήνα του 2021, όπου για παράδειγμα η άνοδος των τιμών των τροφίμων θα πλησίαζε το 30%.

Ως εκ τούτου, οι τιμές παραγωγού μπορεί μεν να μειώθηκαν εφέτος, αλλά σε σχέση με την εποχή πριν από την κρίση έχουν αυξηθεί μαζικά – μεταξύ άλλων, λόγω της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών.

Εξέλιξη τιμών παραγωγού στην Ελλάδα

Από την άλλη πλευρά, μπορεί μεν η επίδραση των τιμών της ενέργειας στις τιμές παραγωγού το 2023 να θεωρείται σχετικά θετική, σε σχέση με το 2022, όπως επίσης στο παράδειγμα της Ελλάδας (γράφημα), αλλά η κατάσταση είναι ζοφερή, όταν εξετάζονται άλλοι παράγοντες – επειδή η μεγαλύτερη πτώση αφορά το χάλυβα εξοπλισμού (-35,5% σε σχέση με το 2022), το ξύλο (-23,4%) και τα μέταλλα (-10,8%).

Εν προκειμένω, πρόκειται για τις πρώτες ύλες των κλασικών κεφαλαιουχικών προϊόντων του κατασκευαστικού τομέα – η πτώση των τιμών των οποίων όμως οφείλεται στην υποτονική ζήτηση, αφού τέσσερις στις δέκα εταιρίες κατασκευής κατοικιών παραπονέθηκαν τον Ιούλιο για μεγάλη μείωση των παραγγελιών (πηγή). Λογικά λοιπόν συμπεραίνεται ότι, πρόκειται για το προστάδιο μίας επερχόμενης καταιγίδας – ενώ, εκτός από τις πρώτες ύλες που αυξάνουν το κατασκευαστικό κόστος, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν επίσης τα αυξημένα επιτόκια.

Αυτός είναι ο λόγος των σημαντικά χαμηλότερων τιμών παραγωγού, όσον αφορά το χάλυβα, το ξύλο και λιγότερο τα μέταλλα – ενώ μία τέτοια εξέλιξη στον κατασκευαστικό κλάδο, αποτελεί ένα σοβαρό μήνυμα για την οικονομία συνολικά. Το ίδιο ισχύει για τις παραγγελίες στη γερμανική βιομηχανία, ειδικά εάν εξαιρεθούν οι μεγάλες που έχουν σχέση με την αμυντική βιομηχανία – όπου υπάρχει μία σαφής πτωτική τάση που έχει επιδεινωθεί σημαντικά, ειδικά εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων από την ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022. Με απλά λόγια, οι υψηλές τιμές της ενέργειας αποδυναμώνουν την οικονομία – ενώ η επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ της δίνει τη χαριστική βολή.

Η πολιτική της ΕΚΤ

Συνεχίζοντας, σύμφωνα με την «εντολή» που έχει δοθεί στην ΕΚΤ, η πολιτική των επιτοκίων έχει κύριο στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών – ενώ η κεντρική τράπεζα θεωρεί, σε αντίθεση με τη Fed, πως η οικονομική ανάπτυξη, καθώς επίσης η δημιουργία θέσεων εργασίας, η καταπολέμηση καλύτερα της ανεργίας, είναι θέματα που αφορούν την πολιτική, τις κυβερνήσεις.

Ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας

Από την άλλη πλευρά, ακόμη και η νεοκλασική θεωρία που διδάσκεται μονοσήμαντα σε όλες σχεδόν τις οικονομικές σχολές, πιστεύει πως η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή της «υπερθέρμανσης» της οικονομίας – η οποία εύλογα προκαλεί πληθωρισμό. Εν τούτοις, η τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας απέχει πολύ από μία «υπερθέρμανση» – ενώ ειδικά η Γερμανία, ως κατ’ εξοχήν βιομηχανική χώρα, ευρίσκεται επίσημα σε ύφεση, από τις αρχές του 2023 (γράφημα).

Κατά την ίδια θεωρία, υπό αυτές τις συνθήκες τα επιτόκια δεν πρέπει να αυξάνονται αλλά, αντίθετα, να μειώνονται – αφού τα φθηνότερα επιτόκια ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και οι επενδύσεις με τη σειρά τους τονώνουν την οικονομία, αυξάνοντας το ΑΕΠ κοκ. Όμως για την ΕΚΤ, η οποία δεσμεύεται μόνο για τη σταθερότητα των τιμών και όχι για τη συνολική ανάπτυξη, τέτοιου είδους σκέψεις δεν παίζουν κανέναν ρόλο – αφού το θέμα της είναι οι τιμές καταναλωτή που, έχοντας αυξηθεί πάνω από το 2% στόχο που έχει ορίσει η ίδια, στο 5,2% πρόσφατα στην Ευρωζώνη, οφείλουν να υποχωρήσουν.

Έτσι αυξάνει συνεχώς τα επιτόκια για να διορθωθεί ο πληθωρισμός, αδιαφορώντας για το στραγγαλισμό της ανάπτυξης – επίσης για το ότι, η άνοδος των τιμών δεν είναι το αποτέλεσμα του σπιράλ μισθών/τιμών (ανάλυση) που τροφοδοτείται από την άνθηση της οικονομίας, αλλά της μειωμένης προσφοράς που μειώνεται ακόμη περισσότερο από την άνοδο των επιτοκίων, αφού δεν διενεργούνται επενδύσεις για να καλυφθεί η ζήτηση.

Στην ουσία δε, πρόκειται κυρίως για ένα «τιμολογιακό σοκ» που οφείλεται στην εκρηκτική αύξηση των τιμών της ενέργειας – κάτι που μάλλον θα συνεχισθεί, κρίνοντας από τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου σε συνεργασία της Ρωσίας με τη Σαουδική Αραβία, καθώς επίσης από τις απαγορεύσεις εξαγωγής ρωσικού ντίζελ και βενζίνης.

Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό πως οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ δεν οδήγησαν σε μειώσεις των τιμών, αλλά σε περαιτέρω αυξήσεις τους – οπότε εύλογα λέγεται πως η ΕΚΤ λειτουργεί όπως ένας οδηγός αυτοκινήτου που, ενώ στέκεται με το όχημα του επάνω σε μία σιδηροδρομική διάβαση και ακούει το τρένο να πλησιάζει, αντί για το γκάζι πατάει συνεχώς το πεντάλ του φρένου.

Έτσι όμως οδηγεί την Ευρωζώνη αναπόφευκτα σε στασιμοπληθωρισμό – σε μία αναιμική ανάπτυξη δηλαδή εντός ενός πληθωριστικού περιβάλλοντος, εάν όχι σε ύφεση με υψηλή ανεργία, με τελικό αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού. Είναι η πρώτη φορά πάντως που η απόφαση για αύξηση των επιτοκίων δεν ήταν ομόφωνη στην ΕΚΤ – κάτι που σημαίνει πως δεν θα συνεχισθεί στο μέλλον.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, είναι παράλογη η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ακόμη και από την πλευρά της ξεπερασμένης νεοκλασικής θεωρίας – οπότε εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο πραγματικός λόγος, αφού είναι αδύνατον να μην το γνωρίζει.

Είναι μήπως η στήριξη του ευρώ απέναντι στο δολάριο, παρά το ότι ο αμερικανικός πληθωρισμός είναι κυρίως ζήτησης, οπότε οι ενέργειες της Fed είναι λογικές; Στήριξη του ευρώ, για να μην επιβαρυνθούν νομισματικά οι τιμές της ενέργειας και γενικότερα οι ευρωπαϊκές εισαγωγές;

Ή μήπως ο στόχος της είναι η ύφεση, έτσι ώστε να μειωθεί η ζήτηση ενέργειας και να μην έχει τόσο μεγάλη ανάγκη τη Ρωσία, ούτε το πανάκριβο αμερικανικό κυρίως LNG; Λαμβάνει μήπως υπ’ όψιν της μόνο το γερμανικό πληθωρισμό που είναι πράγματι εκτός ελέγχου, αδιαφορώντας για τις άλλες χώρες; Θέλει να στηρίξει την κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών της ΕΕ, για να αποφύγει τραπεζικές καταρρεύσεις όπως στις ΗΠΑ ή της Credit Suisse;

Θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρουμε μία σειρά από τέτοιου είδους υποθέσεις, θεωρώντας αδιανόητο να μη γνωρίζει η ΕΚΤ τα αυτονόητα – χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι ακριβώς ισχύει από όλα αυτά. Εν τούτοις, δεν έχει κανένα νόημα – ενώ σύντομα θα αποκαλυφθούν οι πραγματικές της προθέσεις.

Το σίγουρο πάντως είναι το ότι, οι μισθοί δεν είναι η κινητήρια δύναμη του πληθωρισμού – ενώ ο πληθωρισμός είναι μία σύγκρουση άνισης κατανομής των εισοδημάτων που επιδεινώνεται, όταν οι μισθοί δεν είναι η αιτία του. Φαίνεται άλλωστε καθαρά από το γεγονός πως οι πραγματικοί μισθοί έχουν καταρρεύσει το 2022 πιο απότομα από ποτέ – με αποτέλεσμα η ισορροπία δυνάμεων να έχει μετατοπισθεί περεταίρω υπέρ του κεφαλαίου.

Με απλά λόγια, όποιος δεν μπορεί να αυξήσει το εισόδημα του στον ίδιο βαθμό με την άνοδο των τιμών, γίνεται φτωχότερος – ενώ όποιος μπορεί να αυξήσει το εισόδημα του περισσότερο από την άνοδο των τιμών, γίνεται πλουσιότερος. Είναι βέβαια αυτονόητο εδώ πως η προσαρμογή των επιχειρήσεων στον πληθωρισμό, δηλαδή η αύξηση των τιμών και των κερδών τους, είναι πιο γρήγορη από αυτήν των μισθών, πόσο μάλλον των συντάξεων – οπότε είναι δεδομένο το ποιος κερδίζει.

(πηγές)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading