Εργάτες από το Μπαγκλαντές – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Εργάτες από το Μπαγκλαντές

.

Όταν οι πολιτικοί ταξιδεύουν στις αναπτυσσόμενες χώρες για να προσλάβουν εργαζομένους, όπως πρόσφατα ο Έλληνας υπουργός, έχουν τεράστιες ευθύνες – πόσο μάλλον όταν την ίδια στιγμή τάσσονται εναντίον των μεταναστευτικών ροών, επειδή πιέζουν τους μισθούς των εγχωρίων εργαζομένων ή/και δημιουργούν μη συνεκτικές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, με μεγάλα προβλήματα (μεταξύ των οποίων ο πολιτικός κατακερματισμός, η εγκληματικότητα και η ανάδειξη ακραίων κομματικών παρατάξεων). Εν προκειμένω, αποτελεί δείγμα τεράστιου κυνισμού ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο επιτρέπεται μεν «για τους δικούς μας οικονομικούς λόγους» να «κυνηγάμε» τους εργαζομένους από τις αναπτυσσόμενες χώρες, είτε λόγω εξειδίκευσης τους, είτε εξαιτίας των χαμηλών μισθών που απαιτούν, αλλά ταυτόχρονα να κάνουμε ότι μπορούμε, για να αποτρέψουμε τη μετανάστευση «για τους ξένους οικονομικούς λόγους» – δηλαδή, για τους οικονομικούς λόγους των μεταναστών.

.

Ανάλυση

Σε μία αξιοσημείωτη συνέντευξη του μέλους του ΔΣ της ΕΚΤ, της κυρίας I. Schnabel, Γερμανίδας καθηγήτριας χρηματοοικονομικών, η εικόνα που δόθηκε σε σχέση με την οικονομική της κοσμοθεωρία, ήταν η εξής – σε ελεύθερη μετάφραση:

«Πάνω από όλα έχουμε μία ασυνήθιστα ισχυρή αγορά εργασίας, με την έννοια πως η ανεργία ευρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στην Ευρωζώνη – γεγονός που αποτελεί μία τεράστια διαφορά, σε σχέση με τη δεκαετία του 1970. Έχουμε σοβαρές ελλείψεις προσωπικού – κάτι που σημαίνει ταυτόχρονα πως οι εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη (όσον αφορά τη διαδικασία απαίτησης υψηλότερων μισθών)».

Στην ουσία λοιπόν, με βάση αυτήν την κοσμοθεωρία, είναι σωστές οι αποφάσεις της ΕΚΤ για την αύξηση των επιτοκίων – αφού μέσω των αυξήσεων θα προκληθεί ύφεση (συμβαίνει ήδη στη Γερμανία), οπότε θα κλιμακωθεί η ανεργία και οι εργαζόμενοι δεν θα πετύχουν τις αυξήσεις των μισθών τους που ήδη ζητούν. Κατά συνέπεια, δεν θα τεθεί σε λειτουργία το «σπιράλ μισθών-τιμών» (ανάλυση) που θα προκαλούσε έναν πραγματικό πληθωρισμό – όχι απλά τη σημερινή άνοδο των τιμών καταναλωτή, λόγω της περιορισμένης προσφοράς και όχι της αυξημένης ζήτησης/κατανάλωσης.

Η ΕΚΤ δεν είναι βέβαια η μοναδική που έχει αυτήν την εκτίμηση – αφού ακούγεται ξανά και ξανά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία, καθώς επίσης σε πολλές άλλες χώρες ότι, επί του παρόντος υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλη έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων – ενώ ακόμη και εκείνες οι θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλά προσόντα, όπως στον τουρισμό ή στη γεωργία, καλύπτονται είτε πολύ δύσκολα, είτε καθόλου.

Περαιτέρω, όλα αυτά μπορεί μεν να ακούγονται σωστά στους επιχειρηματίες που είχαν συνηθίσει να βρίσκουν εύκολα εργαζομένους με τα προσόντα που χρειάζονταν και με τους μισθούς που ήθελαν, αλλά σε αυτούς που δραστηριοποιούνταν τη δεκαετία του 1970, τα παραπάνω ακούγονται ως ένα κακόγουστο αστείο – το ότι δηλαδή υπάρχει σήμερα έλλειψη προσωπικού, ενώ δεν υπήρχε τότε.

Εν προκειμένω, η αλήθεια είναι πως πριν από την πρώτη έκρηξη των τιμών του πετρελαίου το 1973, η Ελλάδα, η Γερμανία και ο μισός πλανήτης είχαν βιώσει μία εικοσαετία κατακόρυφης ανάπτυξης – ενώ η κατάσταση στην αγορά εργασίας της Γερμανίας που υπάρχουν λεπτομερή στατιστικά στοιχεία (πηγή), ήταν ξεκάθαρη. Ειδικότερα, υπήρχαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 περίπου 100.000 άνεργοι και 1.000.000 κενές θέσεις εργασίας, κατά μέσον όρο – οπότε η αναλογία ήταν 1 άνεργος για 10 κενές θέσεις εργασίας. Πρακτικά βέβαια, δεν υπήρχαν καν άνεργοι – αφού μόλις εγγράφονταν ως τέτοιοι, έβρισκαν αμέσως μετά δουλειά.

Σήμερα όμως υπάρχουν περίπου 2.500.000 επίσημα καταμετρημένοι άνεργοι στη Γερμανία (στην Ελλάδα περί το 1.000.000 κατά την ΔΥΠΑ, πρώην ΟΑΕΔ) και περίπου 800.000 επίσημα καταγεγραμμένες κενές θέσεις εργασίας – οπότε για κάθε έναν άνεργο, υπάρχουν 0,3 κενές θέσεις εργασίας (ανάλογα είναι τα στοιχεία και για την Ελλάδα). Επομένως, όποιος συγκρίνει την αναλογία τότε με τη σημερινή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα όπως η Ι. Schnabel ότι, σήμερα υπάρχει μία «ιστορική» έλλειψη εργατικού δυναμικού, οπότε οι εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ, είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Με βάση τώρα αυτήν τη λανθασμένη διάγνωση, η ΕΚΤ καταφέρνει να υποκινεί φόβους, σχετικά με τους κινδύνους να τεθεί σε λειτουργία το «σπιράλ μισθών τιμών» – κάτι που είναι εντελώς αβάσιμο. Η αιτία δεν είναι μόνο η αντίστροφη αναλογία των κενών θέσεων εργασίας και της ανεργίας αλλά, επί πλέον, η αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών κινημάτων στη Δύση – ως αποτέλεσμα της επικράτησης του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Ο μύθος της έλλειψης εργατικού δυναμικού

Συνεχίζοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς κατάφερε η γερμανική οικονομία να αναπτυχθεί έντονα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 – όταν υπήρχε η παραπάνω αναλογία εργαζομένων και κενών θέσεων εργασίας. Η απάντηση είναι απλή: οι επιχειρήσεις, εκτός του ότι πλήρωναν υψηλότερους μισθούς, μετέτρεπαν όλους τους διαθέσιμους εργαζομένους σε εξειδικευμένους, στους δικούς τους χώρους και με τη βοήθεια της εντατικής εκπαίδευσης τους.

Όσες τώρα δεν μπορούσαν να βρουν εργαζομένους, υποχρεώνονταν να συμβιβαστούν με τη χαμηλότερη άνοδο του τζίρου τους – σε επίπεδα που ήταν σε θέση να διαχειριστούν, με το υφιστάμενο προσωπικό. Το σημαντικότερο όμως ήταν το ότι, είχαν κάθε λόγο να επενδύσουν σε υλικά περιουσιακά στοιχεία, σε πάγια (μηχανήματα κλπ.), για να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους – κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει σήμερα.

Συμπερασματικά λοιπόν, τα παράπονα των εργοδοτών σε σχέση με την έλλειψη ειδικευμένων ή άλλων εργαζομένων, αποτελούν την έκφραση μίας αδικαιολόγητης νοοτροπίας εκ μέρους των εργοδοτών – ως αποτέλεσμα των τελευταίων δεκαετιών, όπου η ανεργία ήταν σταθερά υψηλή.

Ειδικά στην Ελλάδα, η ανεργία τα τελευταία χρόνια ήταν θηριώδης, λόγω των μνημονίων – με τα οποία μειώθηκαν επί πλέον κατακόρυφα οι ονομαστικοί μισθοί, κάτι που για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία έχουν αποδεχθεί οι εργαζόμενοι. Έτσι όμως, οι ελληνικές επιχειρήσεις αύξησαν την ανταγωνιστικότητα τους εις βάρος των εργαζομένων, οπότε δεν είχαν κανένα λόγο να επενδύσουν σε πάγια περιουσιακά στοιχεία – με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό, καθώς επίσης οι επιχειρήσεις να μην είναι σε θέση να ανταγωνισθούν, εάν αναγκασθούν να πληρώσουν  υψηλότερους μισθούς, για να βρουν προσωπικό (ισχύει επίσης για τον πρωτογενή μας τομέα και για τον τουρισμό). Πόσο μάλλον  να εκπαιδεύσουν με δικό τους κόστος τους εργαζομένους, στις ειδικότητες που έχουν ελλείψεις.

Από την άλλη πλευρά, όσοι επιχειρηματίες τάσσονται υπέρ των δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς, ισχυριζόμενοι πως θεραπεύει μόνη της τα πάντα, όταν πρόκειται για τη διαθεσιμότητα του εργατικού δυναμικού, αλλάζουν αμέσως απόψεις – υποστηρίζοντας τον κρατικό παρεμβατισμό, για την εύρεση εργαζομένων. Εν τούτοις, το κράτος δεν έχει καμία υποχρέωση να εξασφαλίσει στις επιχειρήσεις την τροφοδοσία εργαζομένων – πόσο μάλλον όταν οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι, η προσφορά εργαζομένων πρέπει να παρέχεται πάντοτε με τους ίδιους μισθολογικούς όρους.

Εν προκειμένω, το σωστό είναι το ότι, όταν οι εταιρίες χρειάζονται επειγόντως εργαζομένους, πρέπει να κάνουν αυτό που κάνουν πάντα, όταν δεν μπορούν εύκολα να αποκτήσουν ένα σπάνιο εμπόρευμα: να πληρώσουν περισσότερα χρήματα. Αυτός είναι άλλωστε ο μοναδικός τρόπος αξιοποίησης των δυνατοτήτων της αγοράς εργασίας – οι οποίες δυνατότητες διαφορετικά δεν είναι διαθέσιμες. Όταν όμως πρόκειται για μισθούς ή για εκπαίδευση εργαζομένων, οι εργοδότες τείνουν να ξεχνούν ότι, δραστηριοποιούνται σε μία οικονομία της ελεύθερης αγοράς – όχι σε ένα κρατικό παρεμβατικό σύστημα.

Οι πολιτικές ευθύνες

Περαιτέρω, όταν οι πολιτικοί ταξιδεύουν στις αναπτυσσόμενες χώρες για να προσλάβουν εργαζομένους, όπως πρόσφατα ο Έλληνας υπουργός στο Μπαγκλαντές (συμφωνία), έχουν τεράστιες ευθύνες – πόσο μάλλον όταν την ίδια στιγμή τάσσονται εναντίον των μεταναστευτικών ροών, επειδή πιέζουν τους μισθούς των εγχωρίων εργαζομένων ή/και δημιουργούν μη συνεκτικές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, με τεράστια προβλήματα (μεταξύ των οποίων ο πολιτικός κατακερματισμός, η εγκληματικότητα και η ανάδειξη ακραίων κομματικών παρατάξεων).

Εν προκειμένω, αποτελεί δείγμα μεγάλου κυνισμού ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο επιτρέπεται μεν «για τους δικούς μας οικονομικούς λόγους» να κυνηγάμε τους εργαζομένους από τις αναπτυσσόμενες χώρες, είτε λόγω της εξειδίκευσης τους, είτε εξαιτίας των χαμηλών μισθών που απαιτούν (συμβαίνει με τους Έλληνες που προσελκύει η Γερμανία), αλλά ταυτόχρονα να κάνουμε ότι μπορούμε για να αποτρέψουμε τη μετανάστευση «για τους ξένους οικονομικούς λόγους» – δηλαδή, για τους οικονομικούς λόγους των μεταναστών.

Η λύση εδώ είναι πολύ απλή: ξεκινώντας από το ότι, υπάρχουν σε μία χώρα όσοι εργαζόμενοι υπάρχουν και δεν χρειάζονται «εισαγωγές». Εάν η συγκεκριμένη κοινωνία τώρα είναι σε θέση να αυξήσει την ευημερία της, μέσω της αυξημένης παραγωγικότητας των εργαζομένων της, με τις απαιτούμενες επενδύσεις, με τους σωστούς μισθούς  και με την εκπαίδευση τους, έχει καλώς – εάν όχι, θα πρέπει απλά να προσαρμοσθεί σε αυτά που έχει.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η ανάπτυξη των επιχειρήσεων εις βάρος των εργαζομένων – ούτε οι εισοδηματικές ανισότητες που έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, μετά την επικράτηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Η φύση δεν επιτρέπει τις υπερβολές που συνεχίζονται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – οπότε, εάν δεν υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις, οι δυτικές οικονομίες θα πάψουν να αναπτύσσονται.

Εύλογα, αφού οι επιχειρήσεις δεν θα βρίσκουν εργαζομένους, το ΑΕΠ δεν θα αυξάνεται λόγω χαμηλής παραγωγής και κατανάλωσης, τα δημόσια έσοδα θα συρρικνώνονται, οι δαπάνες για επιδόματα θα αυξάνονται, τα κρατικά χρέη επίσης κοκ. – με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη οικονομική κατάρρευση.

(πληροφορίες)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading