.
Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα δύσκολα μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον τρόπο που θέλουμε να τα δούμε…. Η καπιταλιστική «ανάπτυξη» δεν είναι σύμφυτη στον ίδιο τον καπιταλισμό – ο καπιταλισμός δεν είναι συνώνυμο της ελεύθερης αγοράς. Είναι η δυναμική της κοινωνίας, στα χέρια μίας καπιταλιστικής ελίτ – μίας ομάδας δηλαδή, στην οποία ανήκουν οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από τα προσόντα της διάνοιας και της θέλησης άνω του κανονικού. Έτσι η ιστορία – για την ακρίβεια, η ιστορία ως μέσο καταγραφής των αλλαγών και των εξελίξεων – είναι η ιστορία της επίδρασης των ελίτ, επάνω στην αδρανή μάζα της κοινωνίας.
.
Ανάλυση
Στην οικονομία, η οποία ουσιαστικά καθορίζει την πολιτική, έχει επικρατήσει η σχολή που πρεσβεύει τη νεοκλασική θεωρία, γνωστή στους περισσότερους ως η οικονομία της δήθεν ελεύθερης αγοράς ή δήθεν φιλελευθερισμός – η βασική διαφορά του οποίου με το νεοφιλελευθερισμό δεν είναι άλλη, από την πλήρη κυριαρχία στο δεύτερο των χρηματοπιστωτικών αγορών, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, καθώς επίσης από την ιδιωτικοποίηση των πάντων, ακόμη και των φυλακών, των νοσοκομείων, των Πανεπιστημίων κλπ.
Η νεοκλασική, φιλελεύθερη αυτή σχολή έχει κατασκευάσει τις θεωρίες της σαν να βρισκόμαστε σε ένα είδος Μεσαίωνα – καθώς επίσης σαν να μην έχει μεσολαβήσει ποτέ η βιομηχανική επανάσταση. Παραστατικά λειτουργεί με το μοντέλο ενός ουτοπικού κόσμου, στον οποίο υπάρχουν μόνο λαϊκές αγορές – ενώ οι συναλλαγές αφορούν μόνο πορτοκάλια και μήλα.
Φαίνεται βέβαια παράδοξο, αλλά οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι δεν κατανοούν καν τι σημαίνει να ζει κανείς στο σημερινό σύστημα του εντελώς «ώριμου» καπιταλισμού – όπου κυριαρχούν οι μεγάλοι (too big to fail) πολυεθνικοί όμιλοι, ενώ η κερδοσκοπία είναι αχαλίνωτη. Ακόμη χειρότερα, στη νεοκλασική θεωρία που έχει επικρατήσει τόσο οι επενδύσεις, όσο και οι πιστώσεις (δάνεια), δεν διαδραματίζουν κανέναν κεντρικό ρόλο – ούτε τα χρήματα, ούτε καν τα κέρδη.
Περαιτέρω, μόνο η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση (2008) έχει κοστίσει πολλά τρισεκατομμύρια σε παγκόσμιο επίπεδο – ενώ έχει καταστρέψει (υπερχρεώσει) ολοσχερώς κάποιες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία. Το κραχ αυτό συνέβη επειδή η νεοκλασική θεωρία δεν προβλέπει τέτοιες παγκόσμιες κρίσεις. Αντίθετα, ισχυρίζεται πως οι χρηματαγορές τείνουν να είναι ορθολογικές και αποτελεσματικές – οπότε δεν είναι δυνατόν να προκαλούν κραχ.
Τα νεοκλασικά μοντέλα δε είναι ακόμη πιο εξτρεμιστικά, αφού υποθέτουν ουσιαστικά πως οι άνθρωποι είναι αθάνατοι και παντογνώστες – επίσης, πως υπάρχει στον πλανήτη ένας και μοναδικός καταναλωτής, ο οποίος καταναλώνει ένα και μοναδικό προϊόν! Ως εκ τούτου θυμίζουν το μυθιστόρημα Ροβινσώνα Κρούσου – του μοναχικού καταναλωτή που ζει σε ένα νησί μόνος του, που δεν πεθαίνει, που παράγει ένα προϊόν στη μοναδική εταιρεία που υπάρχει και ανήκει στον ίδιο, ενώ είναι ο μοναδικός της εργαζόμενος.
Τράπεζες, χρήματα και πιστώσεις θεωρούνται περιττά σε αυτό το μοντέλο – όπου, σύμφωνα με τον κάτοχο του Νόμπελ Ronald Coase, «Η νεοκλασική θεωρία είναι μόνο σε θέση να αναλύσει μοναχικούς ανθρώπους, οι οποίοι στην άκρη ενός δάσους συναλλάσσονται με μούρα και καρύδια». Η ανοησία αυτή θα μας προκαλούσε ίσως εύθυμη διάθεση, εάν οι πολιτικές της συνέπειες δεν ήταν τόσο καταστροφικές – κυρίως επειδή ένας από τους βασικότερους ισχυρισμούς της είναι το ότι, η οικονομία τείνει πάντοτε στην ισορροπία.
Η έννοια της οικονομικής δύναμης δεν παίζει κανένα ρόλο στη νεοκλασική θεωρία, ούτε η διαφθορά και η διαπλοκή των ισχυρών, ενώ δεν αναρωτιέται καν γιατί υπάρχουν ελάχιστοι πλούσιοι και πολλοί φτωχοί – επειδή, κατά την ίδια, ο καθένας εισπράττει αυτά ακριβώς που προσφέρει! Με το συγκεκριμένο τρόπο, προφανώς δεν προκαλεί κανένα πρόβλημα στους εκάστοτε προνομιούχους – οπότε είναι πολύ φυσικό να την πιστεύουν, κυρίως όμως να τη διαδίδουν/επιβάλλουν όπου και όπως μπορούν.
Συμπερασματικά λοιπόν η σημερινή, η κυριαρχούσα καλύτερα Οικονομία, δεν έχει καμία σχέση με επιστήμη – αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για Θρησκεία. Με απλά λόγια, όποιος δεν πιστεύει στο αξίωμα της Ισορροπίας, είναι αδύνατον να κάνει καριέρα σε κάποιο σημαντικό Πανεπιστήμιο – αφού όλες οι έδρες κατέχονται από τους πιστούς της νεοκλασικής θεωρίας.
Περαιτέρω, το βασικό δόγμα των καθιερωμένων (mainstream) οικονομολόγων είναι η απόρριψη όλων των μεγάλων θεωρητικών του κλάδου τους, αφού ο Adam Smith, ο Karl Marx και ο J.M. Keynes διδάσκονται σπάνια, διαστρεβλωμένα ή καθόλου στα Πανεπιστήμια – παρά το ότι έχουν τεκμηριώσει και κυκλοφορήσει παντού τις θεωρίες τους, ενώ χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε καθόλου η σύγχρονη Οικονομία.
Ακόμη χειρότερα, οι καθιερωμένοι οικονομολόγοι προσποιούνται πως οι τρεις παραπάνω μεγάλοι θεωρητικοί είναι πλέον ξεπερασμένοι – φαντάσματα της ιστορίας. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούν το αγαπημένο τους τέχνασμα, σύμφωνα με το οποίο ως «σύγχρονο» χαρακτηρίζεται αυτόματα ότι γράφεται στο παρόν – παρά το ότι η ίδια η νεοκλασική θεωρία προέρχεται από το 19ο αιώνα.
Το πλέον παράδοξο όλων δε είναι το ότι, ενώ προβλέπονται νέες και μεγαλύτερες κρίσεις, όπως η σημερινή του Covid, οι καθιερωμένοι οικονομολόγοι παραμένουν ακόμη στο μοντέλο της λαϊκής αγοράς – οπότε δεν φαίνεται να υπάρχει καμία άλλη λύση, εκτός από το να μάθουν οι Πολίτες όσο περισσότερα μπορούν για την Οικονομία. Απλούστερα, οι Πολίτες-εκλογείς δεν επιτρέπεται πλέον να παίρνουν το ρίσκο να αφήνουν την οικονομική σκέψη σε άλλους, αφού τότε θα υποδουλωθούν, θα μετατραπούν σε σκλάβους χρέους και θα καταστραφούν ολοσχερώς – μία διαδικασία που ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, αυτή τη φορά με τη βοήθεια της «πανδημίας».
Στα πλαίσια αυτά, οι στρεβλώσεις και η αστάθεια των καθιερωμένων οικονομολόγων, τους οποίους χρησιμοποιούν τα εκλόγιμα κόμματα για να χαράξουν πολιτική, γίνεται περισσότερο κατανοητή εάν γνωρίζει κανείς τις εναλλακτικές προτάσεις. Δηλαδή, τον Adam Smith, τον Karl Marx και τον J.M. Keynes, οι οποίοι βίωναν την καθημερινότητα όπως όλοι οι υπόλοιποι Πολίτες – ενώ δεν ήταν κλεισμένοι σε γυάλα ή δεν εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα των προνομιούχων, όπως οι σημερινοί τους συνάδελφοι.
Για παράδειγμα, ο Adam Smith είχε διαπιστώσει πριν από περίπου 240 χρόνια πως ούτε η εξυπνάδα, ούτε η εργατικότητα/παραγωγικότητα επεξηγούν το γιατί κάποιος είναι πλούσιος ή φτωχός – αλλά, αντίθετα, η κληρονομική προέλευση, γεγονός που σημαίνει πως τα παιδιά των φτωχών εργαζομένων έχουν πολύ σπάνια ευκαιρίες για να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί θεωρούν πως ο Karl Marx είναι ξεπερασμένος, επειδή οι «μάζες» δεν έχουν εξαθλιωθεί εντελώς, όπως είχε προβλέψει. Εν τούτοις, παραβλέπεται το γεγονός πως ήταν ο πρώτος που περιέγραψε σωστά το ρόλο που διαδραματίζει η τεχνολογία στον καπιταλισμό. Επίσης, ήταν ο πρώτος που διέκρινε ότι οι επιχειρήσεις θα γινόντουσαν διαρκώς μεγαλύτερες, έως ότου πάψει εντελώς να υπάρχει ανταγωνισμός – οπότε θα κυριαρχούσαν οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι.
Αυτό φαίνεται πλέον καθαρά σήμερα, με ένα από τα δυσμενή αποτελέσματα του να είναι η τεράστια αποφυγή πληρωμής φόρων εκ μέρους των πολυεθνικών, μέσω της χρήσης των φορολογικών παραδείσων – τους οπαίους έχουν δημιουργήσει οι εξαγορασμένοι από τους ίδιους πολιτικοί. Ως εκ τούτου, όλοι οι υπόλοιποι Πολίτες είναι αναγκασμένοι να συμπληρώνουν οι ίδιοι τα φορολογικά έσοδα, τα οποία διαφεύγουν – με υψηλότερους φόρους και εις βάρος των εισοδημάτων τους. Επίσης από τη διαδικασία της Μεγάλης Επαναφοράς – στα πλαίσια της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Τέλος ο J.M. Keynes χαρακτηρίζεται σκόπιμα ως «αριστερός ανόητος», παρά το ότι ήταν φανατικός συντηρητικός – αφού καταγόταν από τη βρετανική ελίτ, κυκλοφορούσε στα σαλόνια των ευγενών και συνομιλούσε με τους πρωθυπουργούς πολλών κρατών. Εκτός αυτού, ήταν επαγγελματίας κερδοσκόπος – επενδύοντας σε συνάλλαγμα, σε εμπορεύματα και σε μετοχές, ενώ χρησιμοποιούσε παράγωγα προϊόντα και δάνεια.
Ήταν δε τόσο επιτυχημένος, ώστε να αφήσει μία περιουσία που υπερέβαινε σε σημερινές τιμές τα 20 εκ. €. Εν τούτοις, επειδή ακριβώς ζούσε από την κερδοσκοπία, γνώριζε πολύ καλά πως έπρεπε να απαγορευθεί – ενώ, όπως είχε πει ο ίδιος, θα έπρεπε να κλείσει εντελώς το χρηματοπιστωτικό καζίνο.
Όμως, επειδή με βάση την οικονομική του πολιτική το κράτος θα πρέπει να επενδύει σε περιόδους ύφεσης (θεωρία της ζήτησης) παρεμβαίνοντας στις αγορές, λόγω του ότι διαφορετικά δεν μπορεί να καταπολεμηθεί καμία οικονομική κρίση, «κατηγορήθηκε» από τους πιστούς της θεωρίας της προσφοράς και της λιτότητας, όπως η Γερμανία σήμερα, ως αριστερός – απλά και μόνο επειδή η τοποθέτηση του ωφελεί τις «μάζες».
Ολοκληρώνοντας λόγω του ότι, όπως αναφέραμε, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία άλλη λύση, εκτός από το να μάθουν οι Πολίτες όσο περισσότερα μπορούν για την Οικονομία (ειδικά οι Έλληνες, οι οποίοι βιώνουν μία πρωτοφανή κρίση – χωρίς να υποτιμούμε τις δικές τους ευθύνες), θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τα παρακάτω για τις τράπεζες και το χρήμα.
Ο τραπεζικός νόμος του Peel
Ήδη από το 1844, έτος στο οποίο υιοθετήθηκε ο «τραπεζικός νόμος του Peel» στη Μ. Βρετανία (19. Ιουλίου), είχε γίνει διεθνώς αποδεκτό το ότι, η ουσιαστική αιτία πίσω από όλους τους «ανοδικούς και καθοδικούς οικονομικούς κύκλους», ήταν η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση – η αύξηση δηλαδή των πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών, η οποία δεν βασιζόταν στις πραγματικές αποταμιεύσεις των Πολιτών.
Εκείνη την εποχή, στην οποία δεν υπήρχαν ακόμη οι κεντρικές τράπεζες, τα εμπορικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξέδιδαν χρήματα, κυρίως χαρτονομίσματα ή λογιστικές «υποσχετικές», σε ποσότητες οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ τα αποθέματα χρυσού που διατηρούσαν στα θησαυροφυλάκια τους. Με στόχο λοιπόν να καταπολεμηθεί αυτή η «διαστρέβλωση», ο νόμος του Peel υποχρέωσε τις τράπεζες να καλύπτουν κατά 100% τα νομίσματα που εξέδιδαν, μέσω των καταθέσεων τους (εγγυήσεις) – γεγονός που συμφωνούσε με τις βασικές αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η πλαστογραφία, η χωρίς αντίκρισμα δηλαδή «έκδοση» χρημάτων.
Εν τούτοις, ο τραπεζικός νόμος του Peel περιορίσθηκε στα «τραπεζογραμμάτια» (μετρητά), χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τα λογιστικά χρήματα – τις «υποσχετικές» δηλαδή μελλοντικών πληρωμών (δάνεια, καταθέσεις κλπ.), οι οποίες συνέχισαν να μην έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Το αποτέλεσμα του νόμου ήταν δυστυχώς να μεταφέρουν οι τράπεζες το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών τους, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα – για τα οποία η υποχρέωση κάλυψης τους (fractionalreserve) ήταν και είναι ελάχιστη.
Έτσι λοιπόν συνεχίσθηκε η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση, η παραγωγή δηλαδή ακάλυπτων χρημάτων από τις τράπεζες, καθώς επίσης οι «ανοδικοί και καθοδικοί οικονομικοί κύκλοι» – αφού ο νόμος του Peel απλά «μετέβαλλε» τον τρόπο των συναλλαγών, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα. Η αποτυχία του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος θεσπίσθηκε με στόχο την ριζική αντιμετώπιση της τότε οικονομικής κρίσης (1844), χωρίς ποτέ να επιδιωχθεί η διόρθωση του, είχε σαν αποτέλεσμα να συνεχίζονται έκτοτε οι οικονομικές κρίσεις (φούσκες, υφέσεις, διασώσεις τραπεζών κλπ.) στον πλανήτη – γεγονός που συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Αργότερα ιδρύθηκαν οι κεντρικές τράπεζες (πρώτη η Fed το 1913), οι οποίες λειτούργησαν ως το τελευταίο καταφύγιο, ως οι «πιστωτές ανάγκης» δηλαδή των εμπορικών τραπεζών (lender of last resort), έχοντας σαν βασικό αντικείμενο τη διάσωση τους – με τη βοήθεια της παροχής ρευστότητας σε περιόδους κρίσεων (κάτι ανάλογο ουσιαστικά με το ΔΝΤ, όσον αφορά τη «διάσωση» κρατών).
Οι δραστηριότητες δε των κεντρικών τραπεζών επεκτάθηκαν και στη διάσωση του δημοσίου τομέα τους, κρίνοντας τουλάχιστον από το ότι, στις 17. Νοεμβρίου του 2004, ο λογαριασμός (λογιστική εγγραφή) «US Treasury» της Fed αντιστοιχούσε στο 89,3% του συνολικού ενεργητικού του συστήματος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. Αυτό σημαίνει ότι, τα συνολικά «κεντρικά χρήματα» των Η.Π.Α., στα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης τα μετρητά που ευρίσκονται στην κυκλοφορία, είναι καλυμμένα σχεδόν εξ ολοκλήρου από το δημόσιο χρέος της υπερδύναμης (!)
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η κεντρική τράπεζα μίας χώρας είναι υπεύθυνη για την προμήθεια του τραπεζικού συστήματος με «κεντρικά» και μετρητά χρήματα – όπου τα «κεντρικά χρήματα» δημιουργούνται αφενός με την έγκριση δανείων προς τις εμπορικές τράπεζες (έναντι εγγυήσεων), αφετέρου δε με την αγορά συναλλάγματος, πολύτιμων μετάλλων, αξιόγραφων ή άλλων στοιχείων του ενεργητικού, από τις εμπορικές τράπεζες ή τα χρηματιστήρια.
Όταν όμως απαιτείται επί πλέον ρευστότητα (τύπωμα χρημάτων) από το σύστημα, όπως συμβαίνει σήμερα (quantitative easing), τότε οι εμπορικές τράπεζες λαμβάνουν χρήματα από την κεντρική – απλά και μόνο με την λογιστική εγγραφή τους στο λογαριασμό που διατηρούν στην κεντρική.
Συνεχίζοντας, «ο ιστός της αράχνης» ολοκληρώθηκε αργότερα (1930), όταν ιδρύθηκε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) – στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν κεντρικές τράπεζες και κάποιοι «ανώνυμοι» ιδιώτες, με στόχο, μεταξύ άλλων, τη διάσωση των κεντρικών τραπεζών, σε περίπτωση ανάγκης. Στο τέλος, καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού (1971), με αποτέλεσμα να «εγκατασταθούν», να λειτουργούν δηλαδή διεθνώς «πλαστά» χρηματοπιστωτικά συστήματα – αφού δεν στηρίζονται σε πραγματικά χρήματα.
Πρόσφατα δε οι τράπεζες, με πιθανό στόχο την πλήρη «εξαέρωση» όλων των υποχρεώσεων τους, την παροχή εγγυήσεων δηλαδή για τα νομίσματα που εκδίδουν, επιδιώκουν να καταργήσουν εντελώς τα μετρητά χρήματα – όπως τουλάχιστον συμπεραίνεται ελεύθερα από την («πιλοτικά» στην Ελλάδα) απαίτηση της αποκρατικοποιημένης Πολιτείας να μην επιτρέπει πλέον συναλλαγές μετρητοίς, πάνω από κάποιο ποσόν, δήθεν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.