Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2023 – The Analyst
Κοινοβουλευτικές Εργασίες Σχολιασμός Επικαιρότητας

Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2023

.

Για να ξαναπιάσουμε το ΑΕΠ του 2019, ξοδέψαμε 55 δις € – δηλαδή το 33% του ΑΕΠ μίας χρονιάς. Εκτός αυτού, η οικονομική μεγέθυνση συνδέεται με ένα ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου εκτοξεύθηκε στα ύψη. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να μετατρέπουμε αυτήν την τραγική κατάσταση σε υμνολόγιο. Τι να περιμένει κανείς όμως από μία χώρα, το 16% του ΑΕΠ της οποίας, δηλαδή το διπλάσιο της βιομηχανικής της παραγωγής, προέρχεται από το real estate; Δηλαδή από ενοίκια και αγοραπωλησίες ακινήτων, ενώ το αποκαλούμε ανάπτυξη;

.

Κοινοβουλευτική Εργασία

Σε αυτά που είπε ο υπουργός, κρίμα που δεν έχουμε πληθωρισμό 20% – αφού έτσι θα ήταν ακόμη πιο υψηλό το ΑΕΠ μας και πιο χαμηλό το χρέος ως προς το ΑΕΠ, χωρίς να κάνουμε τίποτα.

Όσον αφορά την ανθεκτική και οχυρωμένη ελληνική οικονομία, μας θύμισε τον κ. Αλογοσκούφη από το 2007 – όπου γνωρίζουμε πού καταλήξαμε.

Σε σχέση με την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, το σωστό είναι πως θα παραμείνουμε σε επιτήρηση τουλάχιστον έως το 2060 – κάτι που είναι ανάλογο με τη Διεθνή Οικονομική Εποπτεία, με τη ΔΟΕ του 1897, μετά την τότε χρεοκοπία μας.

Δημοσιονομικός χώρος πάντως με ζημίες δεν υπάρχει. Πρόκειται για το πόσο μας επιτρέπει η ΕΕ να παράγουμε ζημίες που χρηματοδοτούμε με δανεικά – τα οποία θα πληρώσουμε πανάκριβα εμείς, τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών τους.

Τέλος, ανάπτυξη που στηρίζεται στην κατανάλωση με δανεικά είχαμε και τη δεκαετία πριν το 2009 – με τα γνωστά αποτελέσματα που προβλέπουμε και σήμερα για το μέλλον.

Στο θέμα μας τώρα, θα ξεκινήσουμε από το ότι, δεν διαπιστώσαμε ούτε σε αυτό το προσχέδιο του προϋπολογισμού να γίνεται προσπάθεια επίλυσης των βασικών προβλημάτων της οικονομίας μας – αφού πρόκειται για μία λογιστική αποτύπωση μεγεθών, με πολλές ασάφειες και αμφιλεγόμενες προβλέψεις, χωρίς κανένα απολύτως όραμα για την Ελλάδα.

Ποια είναι αυτά τα προβλήματα; Το αποτυχημένο οικονομικό μας μοντέλο, όπου αυξάνεται ακόμη περισσότερο  η εξάρτηση μας από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, το μη βιώσιμο αν και για κάποιον επί πλέον χρόνο εξυπηρετίσημο δημόσιο χρέος, το τεράστιο κόκκινο ιδιωτικό χρέος, μοναδικό στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά, τα συνεχή ελλείμματα του προϋπολογισμού, τα αντίστοιχα του εμπορικού μας ισοζυγίου, επίσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ο αδύναμος ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, η συνεχής υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας, ο χαμηλός μέσος ρυθμός ανάπτυξης κοκ.

Επιγραμματικά σε ορισμένα από αυτά, δεν έχει νόημα να αυξάνεται ο τουρισμός, όταν καλύπτει πάνω από το 80% των αναγκών του με εισαγωγές – ενώ η κυβέρνηση δεν κάνει καμία προσπάθεια να τον συνδέσει με την πρωτογενή μας παραγωγή και με τη μεταποίηση.

Πόσο μάλλον όταν ένα μεγάλο μέρος των εσόδων του οδηγείται στις ξένες εταιρίες, όπως στην TUI ή στα γερμανικά αεροδρόμια της Fraport – ενώ πρόκειται για έναν προκυκλικό, εντάσεως κεφαλαίου κλάδο, ο οποίος είναι εξαιρετικά επικίνδυνος σε εποχές ύφεσης. 

Σε σχέση με το δημόσιο χρέος, είναι ξεκάθαρο πως συνεχίζεται η άνοδος του, παρά το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας – του κεντρικού κράτους από 388,34 δις το 2021 στα 392,3 δις το 2022 και στα 395,03 δις το 2023, σύμφωνα με το προσχέδιο, ενώ της γενικής κυβέρνησης από 353 δις το 2021, στα 355 δις το 2022 και στα 357 δις το 2023.

Εύλογα βέβαια αναρωτιέται εδώ κανείς πώς είναι δυνατόν να αυξάνεται το χρέος του κεντρικού κράτους από τα 388,34 δις το 2021 στα 395,03 δις το 2023, δηλαδή κατά 6,69 δις, όταν τα ελλείμματα και των δύο ετών είναι 13,2 δις. Μειώνονται τα ταμειακά διαθέσιμα ή συμβαίνει κάτι άλλο;    

Πόσα είναι ακριβώς, χωρίς τα 15,6 δις € του ESM και τα διαθέσιμα των οργανισμών του δημοσίου;

Εκτός αυτού όμως, υπάρχουν οι κρατικές εγγυήσεις που στην ουσία αποτελούν άδηλο χρέος – όπου το 2022 ανέρχονται στα 8,7 δις, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται αυτές του ΤΕΠΙΧ και του Ηρακλής, ύψους έως και 23 δις συνολικά.

Επομένως, θα πρέπει να προστεθούν ακόμη πάνω από 30 δις – ενώ η Eurostat μάλλον θα μας επιβάλει να προσθέσουμε ένα μεγάλο μέρος των εγγυήσεων του Ηρακλής.

Όσον αφορά το κόκκινο ιδιωτικό χρέος, έχει πλέον υπερβεί τα 261 δις, οπότε ασφαλώς δεν είναι βιώσιμο – εκ των οποίων, σε κατά προσέγγιση αριθμούς, τα 112,6 δις είναι χρέη προς την ΑΑΔΕ, τα 90 δις στους servicers, τα 15 δις στις τράπεζες και τα 43,5 δις προς τον ΕΦΚΑ.

Αναφορικά με τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, ξεπέρασαν τα 30 δις τη διετία 2020/21 – ενώ, σύμφωνα με το προσχέδιο, θα προστεθούν ακόμη 8,7 δις το 2022 και 4,5 δις το 2023.

Τα ελλείμματα του εμπορικού μας ισοζυγίου δε, από 22,8 δις το 2019 εκτοξεύθηκαν στα 25,6 δις το 2021 – ενώ επιταχύνθηκε η ανοδική τους πορεία στο πρώτο οκτάμηνο του 2022, στα 23,6 δις από 14,7 δις το αντίστοιχο διάστημα του 2021.

Κάτι ανάλογο συνέβη με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, όπου το έλλειμμα του εκτοξεύθηκε από τα 2,7 δις το 2019 στα 10,9 δις το 2020 και στα 12,27 δις το 2021, συνεχίζοντας να αυξάνεται το 2022 – οπότε αυξήθηκε ακόμη περισσότερο το εξωτερικό μας χρέος που είχε ήδη υπερβεί τα 560 δις το δεύτερο τρίμηνο του 2022. 

Όσον αφορά τις επενδύσεις, οφείλει να διαχωρίσει κανείς (α) τις άμεσες ξένες που οφείλονται κυρίως στο ξεπούλημα της χώρας και στα υπερβολικά προνόμια που παρέχονται στους ξένους, καθώς επίσης (β) τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου.

Εν προκειμένω, οι άμεσες ξένες έφτασαν στα 5,73 δις το 2021 από 5,01 δις το 2019 – έχοντας μειωθεί στα 3,2 δις το 2020. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποιο τεράστιο ποσόν – παρά το ξεπούλημα και τα μεγάλα λόγια της κυβέρνησης.

Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου όμως, ο πιο σημαντικός για τη χώρα μας, αυξήθηκε στα 27 δις το 2021 από 25,5 δις το 2020. Μόλις κατά 1,5 δις δηλαδή, από 61,8 δις το 2007, παρά το τεράστιο επενδυτικό κενό ύψους περί τα 200 δις που έχουμε – ενώ δεν καλύπτονται καν οι αποσβέσεις.

Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, πέσαμε στην 47η θέση μεταξύ 63 χωρών και στην 22η της ΕΕ των 26 – ενώ στην κυβερνητική αποτελεσματικότητα πέσαμε στην 55η θέση μεταξύ 63 χωρών. Στην ανεργία δε των νέων έχουμε την 61η θέση και στο εμπορικό ισοζύγιο την 60η – πάντοτε μεταξύ 63 οικονομιών. Γίνεται αλήθεια χειρότερα;  

Αναφορικά με το ρυθμό ανάπτυξης, θα αναφέρουμε απλά αυτό που είπε ο κ. Γιαννίτσης πρόσφατα: «για να ξαναπιάσουμε το ΑΕΠ του 2019, ξοδέψαμε 55 δις €, δηλαδή το 33% του ΑΕΠ μίας χρονιάς. Εκτός αυτού, η οικονομική μεγέθυνση συνδέεται με ένα ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου αυξήθηκε κατά 60%. Δεν είναι δυνατόν να μετατρέπουμε αυτήν την τραγική κατάσταση σε υμνολόγιο.

Τι να περιμένει κανείς όμως από μία χώρα, το 16% του ΑΕΠ της οποίας, δηλαδή το διπλάσιο της βιομηχανικής της παραγωγής, προέρχεται από το real estate; Δηλαδή από ενοίκια και αγοραπωλησίες ακινήτων, ενώ το αποκαλούμε ανάπτυξη;

Παρεμπιπτόντως, στην ίδια συζήτηση ο κ. Προβόπουλος είπε πως «η κυβέρνηση επιμένει να εξαιρεί τις εγγυήσεις του δημοσίου από το χρέος – ενώ ανέρχονται κάπου στο 10% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ (παρά την πληθωριστική άνοδο του ΑΕΠ στα 210 δις €, συμπληρώνουμε εμείς), ακόμη και αν αφαιρέσει κανείς τα περιβόητα διαθέσιμα, θα είναι στο 190%.

Εάν αυτό συνδυαστεί με τις παραδοχές του ΔΝΤ για την άσκηση βιωσιμότητας του χρέους και ιδιαίτερα με την παραδοχή για επιτόκια 3%-4%, καθώς επίσης με τα συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τότε το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό της χρεοκοπίας».

Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη της οικονομίας μας προήλθε κυρίως από την κατανάλωση με δανεικά – σημειώνοντας πως η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 11,4% το 1ο εξάμηνο του 2022, συνεισφέροντας 7,9 ποσοστιαίες μονάδες στην άνοδο του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις συνέβαλαν μόλις κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες.

Όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών μας, ανήλθαν στα 39,07 δις € το 2021 ή στο 21,6% του ΑΕΠ – όχι στο 41% που ισχυρίσθηκε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός.

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, η παραπάνω τραγική κατάσταση της οικονομίας μας συνδυάζεται δυστυχώς με την παγκόσμια οικονομική, ενεργειακή και γεωπολιτική κρίση που μάλλον μόλις ξεκίνησε – επίσης με έναν πληθωρισμό προσφοράς που δεν πρόκειται να καταπολεμηθεί με την άνοδο των επιτοκίων, αν και ίσως στηριχθεί η ισοτιμία του ευρώ.

Εν τούτοις, η άνοδος αυτή θα προκαλέσει μείωση του ρυθμού ανάπτυξης ή ύφεση, ανάλογα με τη χώρα, με πιθανότερο ενδεχόμενο το στασιμοπληθωρισμό – ενώ μπορεί μεν να ανταπεξέλθει με τα αυξημένα επιτόκια το ελληνικό δημόσιο, αλλά θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα στον ιδιωτικό μας τομέα, όπου ήδη 4 στα 10 δάνεια κοκκινίζουν ξανά.

Σε κάθε περίπτωση ο πληθωρισμός προσφοράς, σε συνδυασμό με την υφεσιακή άνοδο των επιτοκίων και με τα ενεργειακά/γεωπολιτικά προβλήματα, θα προκαλέσει αλυσιδωτές κρίσεις – κυριότερες ίσως από τις οποίες θα είναι οι κρίσεις δανεισμού και κόστους ζωής, με εξαιρετικά ευάλωτη εδώ τη χώρα μας.

Συνεχίζοντας στο προσχέδιο, προβλέπει την ανάπτυξη στο 5,3% για το 2022, ενώ εμείς θεωρούμε πως θα υπερβεί το 6% – με τη συμβολή του ανοίγματος της οικονομίας μετά από τα lockdowns, της κατανάλωσης με δανεικά, των πληθωριστικών επιδράσεων και του τουρισμού που αυξήθηκε σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό νότο.

Για το 2023 η πρόβλεψη 2,1% φαίνεται λογική, έναντι 1,5% της Ευρωζώνης, λόγω των νέων μέτρων, των αυξήσεων στις συντάξεις και στους μισθούς που έχουν ανακοινωθεί – αν και δεν μπορεί να είναι κανένας σίγουρος με τόσες κρίσεις σε εξέλιξη, ιδιαίτερα με την ενεργειακή.

Η ΕΕ προβλέπει πάντως 2,4% για την Ελλάδα και το ΔΝΤ 1,8% – ενώ το ΑΕΠ μας σε τρέχουσες τιμές προβλέπεται στα 209,9 δις το 2022 και στα 220,9 δις το 2023, αυξημένο από τον πληθωρισμό.

Κατά την άποψη μας το 2022 θα είναι υψηλότερο, μεταξύ άλλων επειδή ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών θα είναι μεγαλύτερος του 8,8% που προβλέπει η κυβέρνηση – επίσης ο δείκτης του 2023, όπου οφείλουμε να τονίσουμε πως το 3% που αναφέρει η κυβέρνηση, θα είναι επί πλέον του όποιου πληθωρισμού του 2022.

Ανησυχητική πάντως είναι η άνοδος του δομικού πληθωρισμού που έφτασε στο 4,88% το Σεπτέμβρη – ειδικά για τους Έλληνες που είναι αδύνατον να επιβαρυνθούν με την πληθωριστική ληστεία και με τη χρηματοπιστωτική καταστολή μαζί που μειώνει κατακόρυφα την αγοραστική αξία των αποταμιεύσεων τους.

Όσον αφορά τώρα το χρέος που προβλέπεται στο 169,1% του ΑΕΠ το 2022 για τη γενική κυβέρνηση, από 180,7% το 2019, οφείλεται καθαρά στην άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ από τον πληθωρισμό – αφού χωρίς αυτόν το ΑΕΠ δεν θα υπερέβαινε τα 194 δις €, οπότε το χρέος θα ήταν στο 183% του ΑΕΠ.

Εν προκειμένω χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία να μειώσει η Ελλάδα πραγματικά το χρέος της – με την έννοια πως το αύξησε κατά 20% του ΑΕΠ από το τέλος του 4ου τριμήνου του 2019, έως το τρίτο τρίμηνο του 2021, την περίοδο της πανδημίας δηλαδή, όταν η Ολλανδία κατά 4,1% , η Σουηδία κατά 1,2% και η Ιρλανδία μόλις κατά 0,4%, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.

Συνεχίζοντας με την ανεργία, μειώνεται το ποσοστό της στο 11% το 2022 και στο 10,8% το 2023 – σημειώνοντας πως πριν από τα μνημόνια, το 2009, ήταν στο 10,5%.

Πρόκειται όμως για μία πλασματική εικόνα, αφού υπάρχει η γνωστή διαφορά της ΕΛΣΤΑΤ με τον πρώην ΟΑΕΔ – ενώ το πλέον ανησυχητικό είναι η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας που παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, στο 52,6%.

Ίσως όμως με την αστυνομία των ανέργων του κ. Χατζηδάκη, να εξαφανισθούν τα Greek Statistics απόκλισης μεταξύ ανεργίας και ανέργων – ή θα οδηγηθούν οι άνεργοι σε ανταγωνιστικές εργασίες των εισαγομένων από το Μπαγκλαντές.  

Στη σελίδα 43 πάντως προβλέπεται μείωση των δαπανών του ΟΑΕΔ, της ΔΥΠΑ με την καινούργια ονομασία του, κατά 222 εκ. € το 2023 – ενώ το 2022 έλαβε 314 εκ. € από το Ταμείο Ανάκαμψης στη σελίδα 35.

Αφορούσαν προγράμματα εκπαίδευσης ή επιδότησης της εργασίας; Θα συνεχισθούν οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης;

Είναι πάντως θετικό το μέτρο της πρόσληψης των μακροχρόνιων ανέργων, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών ύψους 119 εκ. € το 2022 και θα πρέπει να συνεχισθεί – με στόχο να βοηθήσει στη μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας.

Εν τούτοις, είναι τρομακτική η μείωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2000, προφανώς λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων – ενώ, σύμφωνα με την έκθεση εκτέλεσης του προϋπολογισμού του γραφείου της Βουλής, υπάρχει μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Εκτός αυτού, διαπιστώνεται μία συνεχής αύξηση των απασχολουμένων στο δημόσιο – κυρίως αυτών με συμβάσεις, όπως των μετακλητών που με τη ΝΔ έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ.

Στο ποσοστό φτώχειας και στον κίνδυνο φτώχειας που έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να μας ξεπερνούν ακόμη και χώρες των Βαλκανίων, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε – ενώ από εδώ ακριβώς φαίνεται η αποτυχημένη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την παραγωγή πλούτου και τη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων.   

Περαιτέρω, για το πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% το 2023 που αναγράφεται στο προσχέδιο, μόνο να χαμογελάσει μπορεί κανείς – ενώ όσον αφορά την αύξηση των εσόδων στα 56,19 δις το 2023 από 54,6 δις το 2022, έναντι πρόβλεψης 50 δις, με υπεραπόδοση δηλαδή 4,6 δις, φαίνεται εφικτή εάν επαληθευθεί ο ρυθμός ανάπτυξης και το ποσοστό του επί πλέον πληθωρισμού. 

Το μεγαλύτερο μέρος των φόρων είναι ο ΦΠΑ που προβλέπεται στα 21,8 δις το 2023, από 21,3 δις το 2022 – έχοντας αυξηθεί από την πρόβλεψη των 18,7 δις, λόγω της ανάπτυξης εξαιτίας κυρίως του τουρισμού και του πληθωρισμού, από 17,6 δις το 2019.

Έχουμε δηλαδή μία αύξηση 21% μεταξύ των ετών 2019 και 2022 – ενώ η μη μείωση του συντελεστή αναλογικά είναι μία εγκληματική πολιτική, αφού υποδαυλίζει την άνοδο των τιμών και επιδεινώνει τη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων, επειδή πρόκειται για έναν οριζόντιο και άδικο φόρο.

Προβλέπεται επίσης η αύξηση των φόρων των επιχειρήσεων στα 4,7 δις το 2023, από 4,1 δις το 2022, 3,5 δις το 2021 και 4,4 δις το 2019, παρά τη μείωση των συντελεστών – εύλογα, λόγω της ανάπτυξης και των υπερκερδών των καρτέλ της ενέργειας, καθώς επίσης των αλυσίδων λιανικής.

Συνεχίζοντας με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΑΑΔΕ, έχουν αυξηθεί στα 112,6 δις – παρά το ότι έχουν διαγραφεί στον απολογισμό περί τα 100 δις, ρωτήσαμε γιατί δεν αφαιρούνται και δεν πήραμε καμία απάντηση.

Όσον αφορά τις δαπάνες, θα ανέλθουν στα 69,4 δις το 2023 από 72,4 δις το 2022, υπερβαίνοντας τις προϋπολογισθείσες των 65,5 δις – από 55,9 δις το 2019.

Η αύξηση του 2022 προέρχεται από τις Μεταβιβάσεις, όπου περιλαμβάνονται τα περισσότερα έξοδα της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης – από 29,8 δις σε 32,7 δις εντός του 2022, ενώ θα μειωθούν σε 31,4 δις το 2023.

Επομένως, η κυβέρνηση προβλέπει μία εξοικονόμηση εδώ ύψους 1,3 δις – προφανώς από τις δαπάνες για την πανδημία, αφού η ενεργειακή κρίση μαίνεται.

Επίσης από τις «Πιστώσεις υπό Κατανομή», όπου από 8,9 δις το 2021 και προϋπολογισθείσες  13,9 δις το 2022, αυξήθηκαν στα 15,2 δις € και σταθεροποιούνται στα 15,1 δις € το 2023 – ενώ περιλαμβάνουν πρόσθετες δαπάνες για την πανδημία και την ενέργεια. 

Ειδικά όσον αφορά την ενεργειακή κρίση στη σελίδα 46, τα μέτρα επιδότησης της ενέργειας θα είναι 12 δις το 2022 – χωρίς όμως να υπάρχει σαφής πρόβλεψη για το 2023.

Στην σελ. 45 αναφέρεται ότι, δίνονται 453 εκ. € συνολικά για επιδότηση θέρμανσης, όπου θέλουμε να ρωτήσουμε εάν αφορά το φυσικό αέριο, και για πετρέλαιο θέρμανσης – ενώ στη σελίδα 40 αναφέρεται πως οι επιδοτήσεις το 2023  θα είναι μόνο 80 εκ. € αντί 332 εκ. το 2022, επειδή δίνονται τα χρήματα το 2022.

Κάτι δεν φαίνεται σωστό εδώ – ενώ μία ανάλογη πρόβλεψη είχε γίνει το 2022 και στο τέλος υπήρξε αύξηση.

Εκτός αυτού, αναφέρεται στη σελ. 40 πως οι κοινωνικές παροχές θα ανέλθουν στα 398 εκ. € – ξανά λόγω αυξημένης παροχής εντός του 2022. Εμείς πάντως έχουμε επιφυλάξεις και για τα δύο.

Αναφέρεται επίσης ότι, τα 9,5 δις χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης – ενώ τα έσοδά του είναι 7,4 δις. Ουσιαστικά καταναλώνονται τα χρήματα του Ταμείου, μαζί με ότι είχε συγκεντρωθεί – ενώ το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης ουσιαστικά τροφοδοτείται μέσω του ΕΤΜΕΑΡ και του ΕΛΑΠΕ.

Των κατασκευασμάτων δηλαδή που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακές κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ/ΝΔ, υπό τις ευλογίες της ΕΕ – για να μην καταλαβαίνουμε πόσο κοστίζουν οι επιδοτούμενες ΑΠΕ.

Η τελική δημοσιονομική επιβάρυνση από τα μέτρα για την ενεργειακή κρίση είναι πάντως 4,6 δις € – αφού δεν υπάρχει ευρωπαϊκή συνεισφορά, όπως κατά την περίοδο της πανδημίας.

Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, από τις επιδοτήσεις της πανδημίας που φαίνεται να διακόπτονται, αυτή για το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ 2 των πληγέντων από την πανδημία που ενδεχομένως είναι και ευάλωτοι, ύψους 83 εκ. € το 2022 (σελ 47), θα πρέπει να συνεχιστεί το 2023 – για τους πληγέντες από την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό, οι οποίοι θα είναι πολύ περισσότεροι.

Το ποσόν αυτό είναι μικρότερο από τι πιστώσεις για το μεταναστευτικό –  ύψους 180 εκ. € στη σελ. 41.

Η στήριξη στον πρωτογενή μας τομέα με 212 εκ. € (σελ. 45), για μειώσεις κόστους καυσίμων, λιπασμάτων και ζωοτροφών, είναι πολύ χαμηλή – σημειώνοντας πως για την πανδημία ενισχύθηκε μόλις με 183 εκ. €, ενώ δεν φαίνεται τι θα του δοθεί το 2023. Χρειάζεται φυσικά χρηματοδότηση για την αύξηση της παραγωγής – όχι για φθηνό εργατικό δυναμικό.

Όσον αφορά τις δαπάνες για την πανδημία στη σελ. 48, φαίνεται πως επιλέγεται μία μόνιμη κατάσταση κρίσης, αντί του ανασχεδιασμού του ΕΣΥ – ενώ θα ανέλθουν για το 2022 στα 4,33 δις από πρόβλεψη 3,3 δις € στον περυσινό προϋπολογισμό και 16,9 δις το 2021.

Για το 2023 δεν αναγράφονται ακριβώς το νούμερα, αλλά από ότι αναφέρεται στη σελ. 47 και στην τελευταία παράγραφο, τα αθροίζουμε στα 1,76 δις € τουλάχιστον – με βάση την επέκταση των αντίστοιχων δαπανών του 2022 για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (849 εκ €), για την αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης (732 εκ €) και για μισθούς έκτακτου προσωπικού (180 εκ €).

Είναι το μόνο που αναφέρεται για το 2023 – ενώ το 2022 ήταν 212 εκ €. Σημαίνει ότι τα υπόλοιπα 32 εκ € μονιμοποιούνται ως δαπάνες στο ΕΣΥ;

Σε σχέση με τις δαπάνες των Νοσοκομείων, θα ανέλθουν στα 3,23 δις  το 2023 από 3,29 δις  το 2022 – αυξημένες κατά 390 εκ. € σε σχέση με την πρόβλεψη των 2,9 δις. Το 2019 πριν την πανδημία ανήλθαν σε 2,6 δις €. Αυτές είναι οι προσθήκες στο ΕΣΥ; 630 εκ. € μετά την πανδημία;

Το κόστος μισθοδοσίας αυξάνεται σε 748 εκ. € το 2023 από 734 εκ. € το 2022 και 691 εκ. € το 2021 πριν τις αναστολές – ενώ το 2019 ήταν 554 εκ. €. Επομένως, έχουμε μία αύξηση της μισθοδοσίας κατά 44 εκ. € το 2022  και επί πλέον 14 εκ. € το 2023.

Θα γίνουν προσλήψεις; Θα αυξηθούν οι μισθοί; Αναφέρονται στη σελ. 49, πρόσθετες αποδοχές 13 εκ € – μαζί όμως με αυτές των στρατιωτικών. Θα επιστρέψουν οι υγειονομικοί σε αναστολή;

Αναφορικά με τις εξοπλιστικές δαπάνες που δεν αναγράφονται χωριστά, έχουμε συνολικές αγορές παγίων  ύψους 1,62 δις το 2022 στη σελίδα 33 – όταν όμως το 2023 θα μειωθούν στα 207 εκ. στη σελ. 42.

Ως αιτία αναφέρεται πως έχουν καταβληθεί τα περισσότερα ποσά το 2022. Τι καταβλήθηκε αλήθεια και τελείωσε; Τα Rafale, οι Belhara, η αναβάθμιση των F16, οι άλλες ανάγκες συντήρησης;  

Συνεχίζοντας με το ΠΔΕ, είναι πολύ βασικό για την ανάκαμψη της οικονομίας μας – ενώ ανέρχεται σε 8,3 δις € το 2023, από 7,8 δις € πρόβλεψη το 2022 που όμως τελικά αυξήθηκε κατά 1 δις με το συμπληρωματικό προϋπολογισμό.

Επομένως θα μειωθεί το 2023, κάτι που θεωρούμε μεγάλο λάθος – ενώ, επειδή τόσο το ΠΔΕ, όσο και το ΤΑΑ, χρηματοδοτούν κοινωνικές δαπάνες, χάνεται η απαιτούμενη συσσώρευση κεφαλαίου.

Σε σχέση με το ΤΑΑ, τεκμηριώσαμε στην επιτροπή ότι, τα ποσά είναι πολύ μικρότερα των εξαγγελιών και των προσδοκιών που έχουν καλλιεργηθεί – ενώ είναι αργή η εκταμίευση τους και μειώνονται λόγω του πληθωρισμού.

Σε κάθε περίπτωση, δεν δικαιολογείται η κατά παρέκκλιση διαχείρισή τους – ούτε τα προαπαιτούμενα τύπου μνημονίων που τελικά ίσως κοστίζουν περισσότερα από ότι προσθέτουν.

Οι εισπράξεις από το ΤΑΑ φαίνεται πως θα ανέλθουν  στα 3,4 δις το 2023, από 3,2 δις το 2022 και 300 εκ. € το 2021 – όταν είχαν προεγκριθεί 3,9 δις.

Κανονικά δε, τα 13,5 δις  έπρεπε να εισπραχθούν έως το τέλος του 2022 – σύμφωνα με την ψηφισθείσα σύμβαση.

Τα 2,4 δις € πάντως το 2022 και τα 2,1 δις € το 2023, είναι η δανειακή μόχλευση του ΤΑΑ (σελ 42)– χωρίς να γνωρίζουμε με ποιους όρους και με ποιο επιτόκιο θα παρέχονται.

Σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν γίνεται αναλυτική αναφορά, όπως στον προϋπολογισμό. Όπως αναγράφεται όμως στη σελ. 27, εκτιμώνται έσοδα αποκρατικοποιήσεων μόλις 19 εκ. € – ένα ποσόν που φαίνεται λάθος, αφού λογικά έχουν πουληθεί η ΔΕΠΑ Υποδομών και ο  ΔΕΔΔΗΕ, επίσημα τον Φεβρουάριο.

Εκτός βέβαια εάν όλα αυτά έχουν εισπραχθεί από το Υπερταμείο των ξένων – κάτι που θα έπρεπε να μας απαντήσετε.

Για το 2023, στη σελ. 39, προβλέπονται πωλήσεις παγίων μόλις 16 εκ. €. Τι ακριβώς συμβαίνει, αφού το Υπερταμείο προβλέπεται να ξεπουλάει συνεχώς και το 2023;

Σχετικά με το ασφαλιστικό, σύμφωνα με την έκθεση εκτέλεσης του προϋπολογισμού, οι εκκρεμείς συντάξεις πρέπει να είναι περί τις 95.000 στο 2ο τρίμηνο – ενώ οι ληξιπρόθεσμες 66.000, με συνολικές υποχρεώσεις στα 233 εκ. €.

Δεν πρέπει να είναι όμως όλες αυτές, αφού τα συνολικά οφειλόμενα σε ταμεία είναι 385 εκ. €, σύμφωνα με το προσχέδιο. Όπως και να είναι βέβαια, πρέπει να κλείσει αυτή η διαδικασία.

Το ισοζύγιο των ΟΚΑ τώρα παραμένει θετικό λόγω της, αύξησης των εισφορών κατά 1,4 δις περίπου – στα 23,7 δις το 2023 από 22,3 δις € το 2022, κυρίως λόγω της ανόδου του κατώτατου μισθού. Σημειώνεται επί πλέον αύξηση στις κεφαλαιουχικές μεταβιβάσεις – χωρίς να φαίνεται από πού προκύπτει.

Κλείνοντας με τις ανάγκες δανεισμού, αφού έχουμε ήδη αναφερθεί στο χρέος, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα λήξης του χρέους του ΟΔΔΗΧ, υπάρχουν πληρωμές ύψους 12,3 δις το 2023 – ενώ το ίδιο έτος ξεκινάει η αποπληρωμή του EFSF, με 1,7 δις € που αυξάνονται στη συνέχεια.

Για την αναχρηματοδότηση τους θα πρέπει να δανεισθεί το δημόσιο – όταν όμως τα επιτόκια δανεισμού είναι απαγορευτικά, στο 4,95% τα δεκαετή χθες.

Όπως φαίνεται στη σελ. 55, θα επιλεχθεί ο βραχυχρόνιος δανεισμός – σημειώνοντας πως τα repos έχουν φτάσει στα 39,6 δις στις 31.8.22, χωρίς να γνωρίζουμε  ποια θα είναι συνολικά η ετήσια κυκλοφορία τους που αυξάνεται σταθερά.

Εκτός αυτού, έχει αυξηθεί ο δανεισμός του κράτους από τις τράπεζες, με χρήματα που στερείται η οικονομία –  ενώ οι τράπεζες επιβαρύνουν την κοινωνία μέσω των χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, των υψηλών προμηθειών και την περικοπή του δικτύου τους, σημειώνοντας πως δεν αποκλείεται να έχουν κεφαλαιακά προβλήματα.

Οι τόκοι της κεντρικής διοίκησης αναμένεται να φτάσουν στα 5,5 δις €  το 2023 – ενώ της Γενικής Κυβέρνησης στα 6,1 δις ή στο 2,8% του ΑΕΠ.

Δεν χρειάζεται πάντως να επαναλάβουμε ότι, τα επιτόκια αυξάνονται επικίνδυνα – ενώ θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αφού δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν για πολύ σε αρνητικό έδαφος τα πραγματικά επιτόκια.

Τέλος, στη σημερινή επιτροπή θέλαμε να κάνουμε μόνο μερικές παρατηρήσεις – έτσι ώστε να ληφθούν υπ’ όψιν στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού, όπου θα καταθέσουμε τις δικές μας προτάσεις για την ευημερία και για την εξασφάλιση της χώρας μας, όσον αφορά την ενέργεια, τα τρόφιμα, την άμυνα κοκ.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.