Η υποκρισία του περιβαλλοντικού νόμου – The Analyst
Σχολιασμός Επικαιρότητας

Η υποκρισία του περιβαλλοντικού νόμου

.

Πετιέται από το παράθυρο το κόστος κατασκευής της νέας μονάδας Πτολεμαΐδα 5 που θα πρέπει να μετατραπεί σε φυσικού αερίου. Μαζί πετιέται στα σκουπίδια μια ολόκληρη περιοχή που θα ερημώσει,  αφού οι 20.000 εργαζόμενοι θα πρέπει να βρουν κάτι άλλο να κάνουν – όπως είπε ο πρωθυπουργός στην Bild. Δεν υπάρχει κάτι άλλο, ενώ ακόμη και στο πρόγραμμα της απολιγνιτοποίησης αναφέρεται πως οι μισοί θα μείνουν άνεργοι – σημειώνοντας πως στο νομοσχέδιο της απολιγνιτοποίησης δεν υπάρχει κανένα μέτρο ή κοστολόγιο, αλλά μόνο  γραφειοκρατικά θέματα με προσλήψεις σε επιτροπές. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως λειτουργούν οι λιγνιτικές μονάδες από το φθινόπωρο – κάτι που δεν συμβαίνει, αφού η συνεισφορά τους δεν είχε ξεπεράσει στο 10% στο μίγμα. Δεν είναι ντροπή να ακούγονται τέτοια ψέματα;

.

Κοινοβουλευτική Εργασία

Ξεκινώντας από το πρώτο άρθρο, αναφέρεται πως ο σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η συμμόρφωση της χώρας μας με τους κανονισμούς της ΕΕ – όσον αφορά τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, έως το 2050.

Εν προκειμένω θα θέλαμε να γνωρίζουμε τι δεσμεύσεις έχουν ληφθεί από τα υπόλοιπα κράτη, καθώς επίσης εάν πρέπει να είναι οι ίδιες για όλα – επειδή, για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει χαμηλότερες εκπομπές συγκριτικά με τον ανεπτυγμένο βορά, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, λόγω της αποβιομηχάνισης της, μετά την είσοδο της στην ΕΕ και τα μνημόνια.

Η αποβιομηχάνιση πάντως, όσον αφορά το εμπορικό μας έλλειμμα με την ΕΕ, εξισορροπήθηκε με την εξάρτηση μας από το φθηνό μαζικό τουρισμό – ο οποίος παράγει ρύπους από τα καυσαέρια των μεταφορών, με αμφιλεγόμενο όφελος, αφού αγνοείται το κόστος του στις υποδομές μας που επιβαρύνονται σε μεγάλο βαθμό.

Εκτός αυτού θα θέλαμε κάποια διαβεβαίωση, σχετικά με το ότι η μείωση των εκπομπών από την Ελλάδα, με τις συνεπαγόμενες οικονομικές ζημίες, θα οδηγήσει πράγματι στην κλιματική ουδετερότητα – αφού διαφορετικά δεν θα έχουν κανένα νόημα οι ζημίες που θα υποστούμε.

Όσον αφορά δε τον όρο «κλιματική ουδετερότητα έως το 2050», δεν σημαίνει υποχρεωτικά το σταδιακό κλείσιμο των λιγνιτικών μας μονάδων – αφού η Πολωνία θα τις διατηρήσει έως το 2049, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά. 

Στο άρθρο 2, περιγράφεται πώς θα εφαρμοσθεί η κλιματική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ – με το μικρότερο δυνατό κόστος στο 1α που όμως είναι ασαφές, αφού δεν υπάρχει καμία ποσοτικοποίηση, ούτε κοστολόγηση από το ΓΛΚ.

Εάν το ψηφίζαμε, δεν θα ήταν αλήθεια σαν να δίναμε λευκή επιταγή στην κυβέρνηση, για να αποφασίζει σχετικά με το τι είναι αποδεκτό, όσον αφορά το κόστος;

Στο άρθρο 3, υπάρχει πλήθος ορισμών που είναι προβληματικοί – αφού βασίζονται σε μία μη τεκμηριωμένη λογική.

Για παράδειγμα, δεν μπορεί  να είναι ο σκοπός η μείωση των εκπομπών, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο «μετριασμός της κλιματικής αλλαγής» στο 9, χωρίς να περιγράφεται τι σημαίνει μετριασμός ή τι θα συμβεί στην περίπτωση που δεν θα επιτευχθεί – παρά τις προσπάθειες όσων χωρών εφαρμόσουν τις οδηγίες εις βάρος της οικονομίας τους, έναντι άλλων που δεν θα το κάνουν. 

Στο θέμα της τρωτότητας στο 13, όσον αφορά τους ορισμούς, είναι αόριστο το τι ακριβώς δημιουργεί την τρωτότητα – αφού μπορεί να είναι το κλίμα, όπως στις πλημμύρες, η αδράνεια της Πολιτικής Προστασίας ή/και ο κακός σχεδιασμός των έργων.

Προφανώς δεν μας είναι αποδεκτή η αποποίηση των ευθυνών, όπως στο Μάτι ή στη Βόρεια Εύβοια – με την αόριστη ενοχοποίηση της κλιματικής αλλαγής και με λύση την ατομική ευθύνη των Πολιτών.

Για παράδειγμα, μέσω της ασφάλισης των ιδιωτών ή της εκκένωσης των σπιτιών – την ίδια στιγμή που για την πανδημία η Πολιτεία επέβαλλε αυστηρά και υποχρεωτικά μέτρα Lockdowns και εμβολιασμού, χωρίς να επενδύσει σε ΜΕΘ και στα ΜΜΜ. Ως εκ τούτου, ο ορισμός είναι ελλιπής – οπότε μη αποδεκτός.

Όσον αφορά τον ορισμό της κυβερνητικής επιτροπής για την κλιματική ουδετερότητα στο 17, παραπέμπει στο άρθρο 8 του Ν4622/2019 για το Επιτελικό Κράτος – σε έναν από τους πρώτους νόμους της σημερινής, αποτυχημένης κυβέρνησης.        

Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι Κυβερνητικές Επιτροπές συνιστώνται κατά περίπτωση, με πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου –  οπότε αναφερόμαστε σε μια Επιτροπή που θα συσταθεί από Υπουργούς.

Επομένως πρόκειται για μια πολιτική απόφαση και όχι επιστημονική, εάν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι – ενώ εμείς πιστεύουμε ότι, πρέπει να υπάρχει η συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας, άσχετα με το ποιο κόμμα κυβερνάει.

Συνεχίζοντας με το άρθρο 5, αφού το 4 σχετίζεται μαζί του, ορίζεται στην ουσία ως υπεύθυνο για την εφαρμογή των κλιματικών νόμων, το Υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας – ενώ το νομοσχέδιο αφορά κατά κύριο λόγο την ενέργεια και το περιβάλλον.

Επομένως, η εθνική στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η ΕΣΠΚΑ, θα εκπονείται από το συγκεκριμένο υπουργείο – το οποίο απέτυχε παταγωδώς με τις πυρκαγιές, με τις πλημμύρες και με τα χιόνια.

Εκτός αυτού, η ΕΣΠΚΑ θα συνταχθεί για να καλύπτει μία περίοδο 10 ετών – ενώ θα αξιολογείται ανά πενταετία. Από ποιους θα συντάσσεται στο υπουργείο και θα αξιολογείται;

Τι θα συμβεί εάν καταργηθεί από μια επόμενη κυβέρνηση το Υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας, υπαγόμενο εν μέρει ή συνολικά στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, όπως στο παρελθόν; Ποιος θα το αναλάβει σε αυτή την περίπτωση; Δεν πρέπει να υπάρχει κάποια αναφορά;

Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει νόημα να σχολιάσουμε τι θα συμπεριλαμβάνει η ΕΣΠΚΑ, αφού εξαρτάται από αόριστα μεγέθη – όπως από την εκτίμηση των αναμενομένων κλιματικών μεταβολών στην Ελλάδα, βάσει διαφορετικών σεναρίων που δεν γνωρίζουμε πώς θα υπολογίζονται, από την ανάλυση της τρωτότητας και με βάση αυτήν τους τομείς που περιλαμβάνει, από την εκτίμηση του κόστους προσαρμογής στο 3δ που δεν γνωρίζουμε πώς εκτιμάται, από τη διεθνή διάσταση της πολιτικής προσαρμογής στο 3στ που δεν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει κλπ.

Στο άρθρο 6 για τα περιφερειακά ΠεΣΠΚΑ, είναι προβληματικό το ότι εγκρίνονται από τους ίδιους που τα καταρτίζουν – αν και δεν αναφέρεται ποιοι ακριβώς τα καταρτίζουν στις περιφέρειες.

Επίσης προβληματική είναι η έγκριση τους από τον υπουργό, στην περίπτωση που θα περάσει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία – όπου, αν το καταλαβαίνουμε σωστά, εάν δεν είναι αποδεκτά από το εκάστοτε περιφερειακό συμβούλιο, θα επιβάλλονται ούτως ή άλλως από την κυβέρνηση. 

Στα υπόλοιπα ισχύουν οι ίδιες παρατηρήσεις, όσον αφορά τους στόχους των ΠεΣΠΚΑ – για αοριστολογίες σχετικά με τις αναμενόμενες κλιματικές αλλαγές, για την τρωτότητα, για τον τρόπο διαβούλευσης που μπορεί να είναι προσχηματική  κλπ. 

Τέλος, γιατί τα ΠεΣΠΚΑ έχουν επταετή διάρκεια, ενώ τα ΕΣΠΚΑ δεκαετή; Δεν θα έπρεπε να έχουν κάποιο συγχρονισμό; Δηλαδή, εάν αλλάζει η ΕΣΠΚΑ, δεν θα πρέπει να αλλάζουν αυτόματα όλα τα ΠεΣΠΚΑ;  

Στο άρθρο 7, δεν βλέπουμε να εξειδικεύεται μόνο το κόστος και οι πηγές χρηματοδότησης. Εάν οφείλει λοιπόν να γίνει αναδάσωση στα καμένα της Εύβοιας, όπως άλλωστε πρέπει, ενώ δεν υπάρχουν τα ποσά, θυμίζοντας πως η Πάρνηθα ακόμη να αναδασωθεί, τότε πώς θα πραγματοποιηθεί;

Θα παραμείνουν ως έχουν, έως ότου αλλάξει η χρήση γης και οικοπεδοποιηθούν ή θα τοποθετηθούν ανεμογεννήτριες, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός;

Όσον αφορά τους προϋπολογισμούς, γιατί θα συντάσσονται από διαφορετική ομάδα σύνταξης, από αυτήν που καταρτίζει το ΕΣΠΚΑ; Είναι λογικό; Γιατί εγκρίνονται ξανά εξωκοινοβουλευτικά, από την κυβερνητική επιτροπή για την κλιματική ουδετερότητα; Τι θα συμβεί, εάν αλλάξει η κυβέρνηση; Θα αλλάζουν και οι στόχοι; 

Από την άλλη πλευρά, οι πρώτοι προϋπολογισμοί πενταετούς διάρκειας, θα καταρτισθούν το 2024, σύμφωνα με την παρ. 3 – ενώ ως αφετηρία για τον υπολογισμό της ποσότητας των εκπομπών, θα έχουν το μέσον όρο των εκπομπών του τομέα των 3 τελευταίων ετών.

Επομένως του 2021, 2022 και 2023 – όπου όμως το 2021 ήταν έτος lockdown, οπότε ενδεχομένως τεχνητά χαμηλών εκπομπών. Δεν θα πρέπει λοιπόν να εξαιρεθεί και να χρησιμοποιηθούν τα τρία έτη πριν την πανδημία ή, έστω, το 2019 στη θέση του 2021; Αλήθεια, γιατί δεν χρησιμοποιείται ο μέσος όρος των ετών 1987/1990, αφού η βάση της ΕΕ για τις μειώσεις εκπομπών είναι το 1990;

Εκτός αυτού, είναι προβληματική η παρ. 6 – επειδή μπορεί να υπάρχει διπλή ή ελλιπής καταμέτρηση. Για παράδειγμα, οι εκπομπές από τις μεταφορές μπορεί να είναι μηδενικές, εάν χρησιμοποιούνται ηλεκτρικά αυτοκίνητα – οπότε δεν θα υπάρχει θέμα μείωσης των κινήσεων.

Αντίθετα όμως, αυτή η ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να παράγεται από αυξημένες ποσότητες LNG και να τοποθετούνται περιορισμοί εκεί που να μην αντιστοιχίζονται με μειώσεις της κίνησης.

Εκτός αυτού, οι εκπομπές από τα πλοία που μεταφέρουν LNG, θα καταμετρώνται στις μεταφορές ή στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από LNG; Έχει σημασία, για να γνωρίζουμε ποιο είναι το πραγματικό ανθρακικό αποτύπωμα του LNG – ενώ, εάν υπολογίζεται και στα δυο και αθροίζεται, θα υπάρχει διπλή  μέτρηση για την χώρα. Γενικότερα διαπιστώνουμε εδώ επικίνδυνες αοριστολογίες.

Στο άρθρο 8, η πρώτη αξιολόγηση της πορείας θα γίνει έως την 31η Δεκεμβρίου 2024 – ενώ στη συνέχεια κάθε 5 τουλάχιστον έτη.

Εάν δεν λαμβάνεται η κοινοβουλευτική έγκριση, γιατί μια επόμενη κυβέρνηση να πρέπει να δεσμευτεί στην εκτέλεσή της, αφού η πολιτική αυτή καλύπτει πολλές παραμέτρους της οικονομικής ζωής; Λογικά βέβαια, θα αναθεωρηθεί πριν από τα 5 έτη.

Στο άρθρο 9 περιγράφεται ένα κομφούζιο επιτροπών, στις παρ. 1α έως δ – οι οποίες καθορίζονται από την κυβέρνηση.

Συνεχίζοντας με το τρίτο κεφάλαιο, εξειδικεύονται μέτρα του νομοσχεδίου  με τα άρθρα 11 έως 25 και έχει τεχνικό ενδιαφέρον – δυστυχώς όμως, δεν υπάρχει χρόνος για να αναφερθούμε σωστά, σε σχέση με την ενεργειακή πολιτική και την οικονομία, καθώς επίσης με τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Το χειρότερο είναι βέβαια το ότι, δεν υπάρχει κοστολόγηση στα περισσότερα – ενώ εμείς θα αναφερθούμε περιληπτικά, παρουσιάζοντας ενδεικτικές προτάσεις.

Στο άρθρο 10, αναφέρονται μέτρα για την επίτευξη της μείωσης των εκπομπών, χωρίς να αναφέρονται οι στόχοι για κάθε μέτρο – γεγονός που σημαίνει πως υπάρχει μία ιδεολογική εμμονή, υπέρ της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας μέσω της κατάργησης των ορυκτών καυσίμων, έναντι των ΑΠΕ.

Τελικά θεωρούμε πως είναι αμφίβολο το εάν θα επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης – ενώ, αντίθετα, θα προκύψει μια πολυετής εξάρτηση από το ακριβό LNG και το καρτέλ του ρεύματος, εάν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση με το χρηματιστήριο ενέργειας του κ. Χατζηδάκη.

Η μείωση τώρα των εκπομπών CO2, δεν μπορεί να συμβεί με την αντικατάσταση των μονάδων παραγωγής ρεύματος, με αντίστοιχες μονάδες ΑΠΕ – συγκεκριμένα με αιολικές ή με φωτοβολταϊκές μονάδες, επειδή η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι στοχαστικού τύπου ενέργειες, ασταθείς, ενώ εξαρτώνται από τις κλιματικές και μετεωρολογικές συνθήκες.

Για κάθε μία αιολική ή φωτοβολταϊκή μονάδα, πρέπει να υπάρχει σε λειτουργική ετοιμότητα μία αντίστοιχη μονάδα σταθερού φορτίου – όπως μονάδες που καίνε ορυκτά καύσιμα, δηλαδή λιγνίτη, φυσικό αέριο ή πετρέλαιο.

Εκτός αυτού, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν υποδομές για αποθήκευση της παραγόμενης ενέργειας από αιολικά ή φωτοβολταϊκά – όταν υπάρχει περίσσευμα στο δίκτυο. 

Με δεδομένο δε το ότι, η παρούσα ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί, ενώ τα ενεργειακά μας συστήματα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα υφιστάμενα που λειτουργούν με ορυκτά, τουλάχιστον για τα επόμενα 5 έτη, είναι άκαιρο και άτοπο να συζητάμε ενεργειακούς στόχους απανθρακοποίησης για το 2030.

Επισημαίνεται δε ότι, το 50% περίπου του ενεργειακού μείγματος της χώρας μας, αναφορικά με την ηλεκτροπαραγωγή, στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα – λιγνίτη, LNG και φυσικό αέριο.

Επί πλέον με τα ορυκτά καύσιμα, κυρίως με το φυσικό αέριο και δευτερευόντως με το πετρέλαιο, κινείται όλη η βιομηχανία μας – καθώς επίσης πολλές εμπορικές δραστηριότητες της χώρας.

Εδώ δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για κόστος αντικατάστασης και ενέργειας – γεγονός που μας ανησυχεί ιδιαίτερα, επειδή η κυβέρνηση δεν είναι καθόλου αξιόπιστη, όσον αφορά τα νούμερα και τις προβλέψεις της, όπως στο θέμα του πληθωρισμού που τον είχε τοποθετήσει στο 0,8% για το 2022.

Όσον αφορά το ΕΣΕΚ της ΝΔ που αναφέρεται στην παρ. 2, είναι ήδη για τα σκουπίδια, αφού προβλέπεται μέγιστο κόστος ηλεκτρισμού 120 €/MWh, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά – κάτι που δεν ισχύει πια, ακόμη και πριν από τα προβλήματα με τις κυρώσεις στη Ρωσία.

Έχει σχέση με την καταστροφική ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης, θυμίζοντας πως ο κ. Χατζηδάκης υποσχόταν εξυγίανση της ΔΕΗ και μείωση του κόστους ενέργειας με το χρηματιστήριό του – ενώ τελικά κατέληξε σε golden boys και στην εκτόξευση του κόστους, με την επιδότηση του καρτέλ.

Τα μηχανήματα δε και οι εξοπλισμοί που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα, δεν μπορούν να αντικατασταθούν σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα από άλλες πηγές ενέργειας, όπως το βιομεθάνιο ή θεωρητικά το υδρογόνο – αφού τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας που σήμερα διαθέτουμε και διανέμουν το φυσικό αέριο, πρέπει να αντικατασταθούν με προδιαγραφές μεταφοράς βιομεθανίου ή υδρογόνου, με υψηλό κόστος που αποτελεί μια ανασταλτική παράμετρο για τέτοιες αλλαγές.

Πόσο μάλλον με δεδομένες τις δυσοίωνες οικονομικές προβλέψεις – όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε ευρωπαϊκό.

Όσον αφορά το βιομεθάνιο, δεν μπορεί να προέλθει από τη κτηνοτροφία που είναι ήδη ελλειμματική – ενώ καταστρέφεται με γρήγορο ρυθμό στα πλαίσια της παρούσας πληθωριστικής κρίσης, πριν ακόμα εισαχθούν νέα περιοριστικά μέτρα και κόστη με το παρόν.

Αν και υπάρχει δε μία αναφορά στη βιώσιμη γεωργία, στην παρ. 3ε, πώς θα είναι βιώσιμη, όταν ήδη αντιμετωπίζει τόσα οικονομικά προβλήματα;

Μία ακόμη αναφορά έχει σχέση με τη  βιώσιμη αστική κινητικότητα και τη χρήση των ΜΜΜ, στην παρ. 1στ. Τα ΜΜΜ όμως, ανήκουν στο Υπερταμείο που δεν ελέγχεται από το δημόσιο – ενώ είναι ανεπαρκές, ζημιογόνο και επιδοτείται. Πώς θα του επιβληθούν μέτρα βελτίωσης των ΜΜΜ;

Η βιώσιμη ανάπτυξη πάντως, προϋποθέτει την παραγωγή μέρους του εξοπλισμού, όπως των ΑΠΕ – ανεμογεννήτριες και πάνελ δηλαδή που μπορεί να κατασκευάσει η χώρα ή ηλεκτρικών οχημάτων, αφού προωθείται η ηλεκτροκίνηση στην παρ. 1ε.

Είναι κάτι που προτείνουμε εμείς, με την εκμετάλλευση της ΛΑΡΚΟ και του πυρήνα ηλεκτροκίνησης – όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές, ενώ είναι μέρος του προγράμματος μας.

Εν τούτοις, δεν υπάρχει αναφορά στην παραγωγή αλλά, αντίθετα, προωθούνται οι εισαγωγές – γεγονός που σημαίνει πως τα πράσινα πακέτα της ΕΕ έχουν στόχο την ανάκαμψη της βιομηχανίας του βορά, με ηλεκτρικές συσκευές, με ΑΠΕ και με αυτοκίνητα.

Τέλος, αναφέρεται στην παρ. 1 πως η εγκατάσταση ΑΠΕ πρέπει να γίνει «βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνολογιών και πρακτικών αποφυγής επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα και το τοπίο»

Τι ακριβώς εννοεί εδώ η κυβέρνηση, όταν έχουν μετατραπεί φυσικά τοπία σε βιομηχανικά πάρκα, όπως η Νότια Εύβοια και η Βόρεια που κάηκε; Ειδικά όταν ο  Πρωθυπουργός δήλωσε πως δεν γίνεται να αναδασωθεί όλη, επειδή πρέπει να τοποθετηθούν κάπου οι ανεμογεννήτριες που χρειάζονται, για να επιτευχθούν οι στόχοι του ΕΣΕΚ;

Στο άρθρο 11, έχουμε ήδη αναφερθεί στη συζήτηση επί της αρχής – συμπληρώνοντας εδώ πως πετιέται από το παράθυρο το κόστος κατασκευής της νέας μονάδας Πτολεμαΐδα 5 που θα πρέπει να μετατραπεί σε φυσικού αερίου.

Μαζί πετιέται στα σκουπίδια μια ολόκληρη περιοχή που θα ερημώσει,  αφού οι 20.000 εργαζόμενοι θα πρέπει να βρουν κάτι άλλο να κάνουν – όπως είπε ο πρωθυπουργός στην Bild.

Δεν υπάρχει κάτι άλλο, ενώ ακόμη και στο πρόγραμμα της απολιγνιτοποίησης αναφέρεται πως οι μισοί θα μείνουν άνεργοι – σημειώνοντας πως στο νομοσχέδιο της απολιγνιτοποίησης δεν υπάρχει κανένα μέτρο ή κοστολόγιο, αλλά μόνο  γραφειοκρατικά θέματα με προσλήψεις σε επιτροπές.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως λειτουργούν οι λιγνιτικές μονάδες από το φθινόπωρο – κάτι που δεν συμβαίνει, αφού η συνεισφορά τους δεν είχε ξεπεράσει στο 10% στο μίγμα. Δεν είναι ντροπή να ακούγονται τέτοια ψέματα;

Τέλος,  στην παρ. 2 θα έπρεπε να αναφέρεται πως η ημερομηνία του 2028 μπορεί να μεταβληθεί – όχι μόνο να επισπευσθεί, όπως αναγράφεται, με βάση τις συνθήκες που επικρατούν. Πρόκειται αλήθεια για εγκληματική ανικανότητα ή για αδιαφορία;

Στο άρθρο 12, εκτός από αυτά που αναφέραμε στην 1η επιτροπή, σχετικά με το ότι είναι ουτοπική η επίσπευση της ηλεκτροκίνησης για κατηγορίες οχημάτων εντός της περιφέρειας Αττικής και Θεσσαλονίκης, λόγω ανεπάρκειας των υποδομών φόρτισης κλπ., θα έχει τεράστιο κόστος για τους καταναλωτές, τον προϋπολογισμό και το εμπορικό έλλειμα.

Ιστορικά δε η ελληνική πολιτεία έχει αδρανήσει, εάν όχι εμποδίσει την ηλεκτροκίνηση – θυμίζοντας  την ανεπάρκεια του συστήματος φόρτισης, μετά τον αποκλεισμό του ΔΕΔΔΗΕ από το νόμο Χατζηδάκη.

Επίσης τη μη στήριξη της παραγωγής, ούτε καν της μετατροπής συμβατικών σε ηλεκτρικά – παρά τις ερωτήσεις που έχουμε υποβάλει.

Δεν έχει δρομολογηθεί ούτε καν γραφείο για έγκριση τύπου – ενώ η Next eGo των ΑλβανοΣκοπιανών που είχε διαφημισθεί από την κυβέρνηση, προτίμησε τελικά τη Βουλγαρία.

Αυτό που εμείς διαπιστώνουμε λοιπόν είναι μία επιλεκτική περιβαλλοντική ευαισθησία – προς όφελος των ξένων αυτοκινητοβιομηχανιών και των εισαγωγέων/αντιπροσώπων.

Τέλος, επιβάλλεται εδώ η κατάργηση της πώλησης των αυτοκινήτων ντίζελ το 2030, όσον αφορά τα ελαφρά επαγγελματικά – όταν οι άλλες χώρες τα καταργούν εντελώς, ακόμη και στα ΙΧ. Μόνο στους λιγνίτες αλήθεια εξαντλείται η αυστηρότητά της κυβέρνησης;

Το ΕΣΕΚ πάντως της ΝΔ προέβλεπε ότι, τα ηλεκτρικά θα αποτελούν μόνο το 30% των πωλήσεων έως το 2030. Επομένως αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, σε σχέση με το προηγούμενο ΕΣΕΚ του ΣΥΡΙΖΑ που προέβλεπε 10% του στόλου έως το 2030 από ηλεκτρικά οχήματα, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά – γεγονός που έμμεσα σήμαινε 100% πωλήσεις ηλεκτρικών έως τότε, σύμφωνα με υπολογισμούς μας.

Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν άδικο να χαρακτηρίσουμε την κυβερνητική πολιτική χαώδη και υποκριτική – βασισμένη σε κατά καιρούς παρορμήσεις και σε ιδεολογικές αγκυλώσεις, χωρίς καμία κοστολόγηση.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.