Σε κλοιό πληθωριστικών πιέσεων βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία και το ερώτημα του τίθεται έχει να κάνει με τον ιδανικό τρόπο αντιμετώπισης τους, εάν φυσικά υπάρχει ιδανική συνταγή.
Η συγκυρία είναι δύσκολη μιας και οι τωρινές πιέσεις έχουν σχέση με τον σκληρό πυρήνα του πληθωρισμού, ενέργεια και τρόφιμα, κάτι που την καθιστά ιδιαίτερα επισφαλή και απρόβλεπτη.
Ανάλογα των αντιδράσεων, προσδιορίζεται και το πολιτικό υπόβαθρο με τον ανάλογο χαρακτηρισμό εκείνων που παίρνουν τα μέτρα όμως η ουσία δεν αλλάζει αφού εάν δούμε ιστορικά τις πληθωριστικές συγκυρίες το κόστος διαπερνά όλες τις κοινωνικές ομάδες αναξάρτητα εάν δεν βιώνεται το ίδιο από όλους.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι αντίδρασης, με πρώτο τον κλασικό τρόπο της περιόδου των ενεργειακών κρίσεων της δεκαετίας του 70 κυρίως με τον έλεγχο τιμών και δραστηριοτήτων.
Τότε να θυμίσουμε ότι το πετρέλαιο από τα 3 δολάρια το βαρέλι που καταγράφονταν κατά τον Οκτώβριο του 1973 εκτοξεύθηκε στα 20 δολάρια μέχρι και τον Μάρτιο του 1974, ενώ κατά την δεύτερη κρίση από τα 13 δολάρια του 1978 εκτοξεύθηκε στα 32 δολάρια έως το 1980 , με τις ΗΠΑ να επιβάλουν μια σειρά από μέτρα όπως, τον έλεγχο τιμών, την αγορά με δελτίο και μάλιστα με την μορφή του μονά – ζυγά, την μη πώληση βενζίνης το Σαββατοκύριακο, την θέσπιση ανώτατου ορίου ταχύτητας στα 88 χλμ. /ώρα στις εθνικές οδούς και την παραμονή στην θερινή ώρα χωρίς μεταβολή.
Ανάλογα μέτρα ελήφθησαν και στην χώρα μας το 1973 όπως, την καθιέρωση της θερινής και χειμερινής ώρας, την μείωση της κατανάλωσης με κλείσιμο των νυκτερινών κέντρων στις 2 το πρωί, ενώ το 1979 υπήρχε πάγωμα τιμών, δελτίο με ανώτατο επίπεδο τα 100λιτρα βενζίνης τον μήνα και την θέσπιση της εκ περιτροπής κυκλοφορίας στο κέντρο της Αθήνας.
Τότε όπως και σήμερα οι Κεντρικές τράπεζες θεώρησαν τον πληθωρισμό ως κάτι το πρόσκαιρο έχοντας την αντίληψη ότι ήταν μια ανησυχία δευτερεύουσας σημασίας.
Τότε δεν δικαιώθηκαν, ο στασιμοπληθωρισμός τους διέψευσε, τα ελλειμματικά ισοζύγια στις τρέχουσες συναλλαγές των κρατών που εισήγαγαν ενεργειακά προϊόντα έδειχνε το πρόβλημα ενώ τα πετροδολάρια μπορεί μέσω των κεφαλαιαγορών να κάλυπταν τα ελλείμματα της Δύσης πλην όμως έδειχναν με τον πιο εμφατικό τρόπο την στρέβλωση που είχε δημιουργηθεί.
Ας ελπίσουμε κατά την τρέχουσα συγκυρία να δικαιωθούν παρότι όλες οι ενδείξεις τείνουν προς την παραμονή του πληθωρισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο δεύτερος τρόπος αντίδρασης σε περιόδους πληθωρισμού είναι η κάλυψη των εισοδηματικών απωλειών μέσω της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, η πασίγνωστη κατά το παρελθόν ΑΤΑ.
Την χρησιμοποίησαν οι Έλληνες σοσιαλιστές την δεκαετία του 80 χωρίς κανένα αποτέλεσμα αφού ενεργοποιούσε το σπιράλ των συνεχών αυξήσεων.
Ο τρίτος τρόπος είναι η κάλυψη των ελλειμμάτων που δημιουργούν οι αυξημένες τιμές μέσω δανεισμού, πρακτική που χρησιμοποιούν κυρίως οι χώρες του τρίτου κόσμου.
Ο τέταρτος τρόπος είναι με το πέρασμα των αυξήσεων στον καταναλωτή με σκοπό την μείωση της κατανάλωσης.
Ο πέμπτος τρόπος είναι με την μείωση της φορολογίας (ειδικών φόρων, κατανάλωσης, προστιθέμενης αξίας, κτλ. ).
Ο εκτός τρόπος είναι μέσω της στήριξης των χαμηλών εισοδημάτων και των πολιτών ειδικών αναγκών.
Ορισμένες παρεμβάσεις πραγματοποιούνται συνδυαστικά και κατά βάση έχουν δημοσιονομικό κόστος, όμως η αντιμετώπιση του πληθωρισμού εάν δεν γίνεται πρωτογενώς, στην ρίζα του, και όχι δευτερογενώς στην βάση των επιδράσεων είναι δύσκολο να έχει αποτέλεσμα.
Κυρίως οι πληθωριστικές κρίσεις τερματίζονται όταν εκλείπουν οι λόγοι που τις πυροδοτούν.
Εάν οι έχοντες την ευθύνη της νομισματικής και επιτοκιακής πολιτικής όμως θεωρήσουν ότι οι πληθωριστικές επιδράσεις δεν καθιστούν εγγενές πρόβλημα αλλά ανησυχία δευτερεύουσας σημασίας όπως οι κεντρικές τράπεζες κατά την δεκαετία του 70 και όπως τις αντιμετωπίζουν οι ίδιες τράπεζες σήμερα θεωρώντας ότι δεν θα έχουν βάθος τότε πιθανότατα τα αποτελέσματα να είναι ιδιαιτέρως άσχημα.
Η αύξηση του πληθωρισμού που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα δείχνει ότι αυτό που αποκαλούμε επάνοδος στην κανονικότητα δεν είναι κάτι απλό και κυρίως κάτι που δεν θα δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από αυτή που βιώνουμε κατά την τελευταία δεκαετία.
Πολλοί εστιάζουν στο πρόβλημα της πανδημίας του κορονοιού αναφερόμενοι στην επάνοδο στην κανονικότητα, όμως ξεχνούν τις διαχρονικές επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής καταρχάς κρίσης η οποία εξελίχθηκε σε κρίση χρέους για τα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη της υφηλίου.
Η αύξηση του πληθωρισμού εάν εξαιρέσουμε τα γεωπολιτικά παιχνίδια της Ρωσίας με το φυσικό αέριο και τον αγωγό Nord Stream 2 και τα προβλήματα παραγωγής σχετικά με το πετρέλαιο σε ορισμένες χώρες παραγωγούς αποτελεί τμήμα του κόστους επιστροφής στην κανονικότητα.
Το μεταβατικό στάδιο της επιστροφής θα έχει κόστος και μέχρι την επίτευξη μιας νέας ισορροπίας σε υψηλότερα επίπεδα, ανάπτυξης, απασχόλησης, επιτοκίων, θα υπάρξουν κλυδωνισμοί οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις θα αιφνιδιάσουν και θα ταράξουν τα σημερινά λιμνάζοντα ύδατα των οικονομιών.
Η αύξηση του σκληρού πυρήνα του πληθωρισμού, ενέργεια και τρόφιμα, αιφνιδίασε και έβαλε σε σκέψεις για τις προοπτικές νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Όμως η αύξηση των τιμών είναι φυσιολογική, εξαιρούμενων των γεωπολιτικών παιχνιδιών, εάν λάβουμε υπόψη τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και ακόμη περισσότερο τα lockdown.
H αβεβαιότητα που ακολούθησε τα lockdown είχε ως αποτέλεσμα την περιστολή ενεργειών και πρωτοβουλιών σχετικών με τις επενδύσεις αλλά κυρίως με την ζήτηση.
Η αυθόρμητη και άκρως φυσιολογική αποθησαύριση στέρησε από την ενεργό ζήτηση το καύσιμο που καθοδηγούσε τις καθημερινές ενέργειες.
Αποτέλεσμα η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας σε ποσοστά και μεγέθη που παρατηρούνται σε εμπόλεμες περιόδους.
Η επιστροφή της κανονικότητας περνά αποκλειστικά μέσα από την αύξηση της ζήτησης, μιας ζήτησης που εκτοξεύεται μιας και η συμπίεση του ελατηρίου της ήταν τόσο βίαιη και απότομη κατά την πρώτη ειδικά φάση του κορονοιού, που ήταν απόλυτα λογικό η επάνοδος της να έχει τα ανάλογα και από την αντίστροφη αποτελέσματα.
Είναι το τίμημα της κανονικότητας.
Πολλοί το θεωρούν πρόσκαιρο, σε αυτό θα συμφωνήσουμε μιας και η αποκατάσταση της πλήρους λειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων και της εισοδηματικής κινητικότητας που δημιουργεί η χρηματοδότηση του κόστους των υγειονομικών μέτρων θα επέλθει σταδιακά.
Όπως σταδιακά θα επανέλθουν δραστηριότητες και θεσμοί όπως των εκπτώσεων που μετατέθηκαν χρονικά (Γερμανία ) ή αναβλήθηκαν (Ιταλία και Γαλλία).
Τίμημα θα υπάρξει όμως και σίγουρα μεγαλύτερο και βαθύτερο από την επιστροφή στην νομισματική κανονικότητα, κάτι που εάν δεν είχε ενσκήψει ο κορονοιός, θα είχε ήδη συμβεί, απλά η πανδημία όχι μόνο καθυστέρησε αλλά και διόγκωσε μιας και η ποσοτική χαλάρωση πήρε τρομακτικές διαστάσεις την τελευταία διετία.
Η παροχή ρευστότητας με κάθε μέσο και τρόπο, τα μηδενικά αλλά και αρνητικά από ορισμένες κεντρικές τράπεζες επιτόκια αποτελούν μη συμβατικές παρεμβάσεις οι οποίες σταδιακά θα πρέπει να εκλείψουν.
Το πείραμα των αρνητικών επιτοκίων δεν είχε τα προσδοκώμενα οφέλη στον τομέα της ανάπτυξης και ούτε στον πληθωρισμό αφού η άνοδος των τιμών στο σκληρό πυρήνα του οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους και δεν έχει σχέση με την εκβιαστική προσπάθεια χρησιμοποίησης των αρνητικών επιτοκίων για προώθηση της πλεονάζουσας ρευστότητας στην πραγματική οικονομία μέσω πιστώσεων.
Είχε μόνο στην μείωση του κόστους αναχρηματοδότησης των χρεών για κράτη που επιδίωκαν την κάλυψη τους, αφού καταγράφηκε το παράδοξο 18 τρις δολάρια ομόλογα να έχουν αρνητική απόδοση, δηλαδή ο αποταμιευτής να πληρώνει αντί να εισπράττει από την επένδυση του.
Ο προβληματισμός επομένως έγκειται στο τέλος των παράδοξων και στο τέλος των μη συμβατικών νομισματικών πρακτικών.
Η προετοιμασία για επάνοδο στην νομισματική κανονικότητα παραμένει σε λεκτικό επίπεδο με την έννοια ότι έχουν αρχίσει να ακούγονται φωνές για την σταδιακή απόσυρση των μη συμβατικών μέτρων.
Σήμερα υπάρχει η άποψη ότι οι πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται στην ποσοτική χαλάρωση κάτι που δεν ισχύει διότι ο μηχανισμός της μετάδοσης από το πιστωτικό σύστημα δεν λειτουργεί.
Οι τιμές πιέζονται ανοδικά από τις άμεσες δημοσιονομικές ενισχύσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δηλαδή από τα χρήματα που δανείστηκαν τα κράτη με αρνητικά ή περίπου μηδενικά επιτόκια.
Απλά τα lockdown και η αβεβαιότητα είχαν περιορίσει στο ελάχιστο την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος που σταδιακά αποκτά την κινητικότητα της.
Αλλά ακόμη και εάν δεχθούμε ότι η ενίσχυση των τιμών προέρχεται από την αύξηση της ποσότητας χρήματος στα πλαίσια τα ποσοτικής χαλάρωσης, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός είναι νομισματικό φαινόμενο, δεν μπορεί να μην λάβουμε υπόψη ότι η σχέση χρήματος και τιμών αποτρέπεται όταν υπάρχει κενό στη απασχόληση, όταν η δεξαμενή της ανεργίας είναι μεγάλη.
Επομένως το τίμημα της νομισματικής αποκατάστασης θα πληρωθεί ακριβά, όταν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια πάψουν να στηρίζονται από τις κεντρικές τράπεζες και όταν το χρήμα αποκτήσει την αξία που οι εκτροπές έχουν αλλοιώσει.
Εν κατακλείδι η επάνοδος στην κανονικότητα δεν είναι απλό πράγμα, ειδικά όταν επί σειρά ετών οι πρακτικές των κεντρικών τραπεζών διαμόρφωσαν μια πραγματικότητα απόλυτα αποχαυνωτική.
Το τίμημα θα είναι μεγάλο μέχρι την επομένη ισορροπία που ευελπιστούμε ότι θα είναι σε υψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ