.
Πώς είναι δυνατόν μία φιλελεύθερη κυβέρνηση να αναφέρεται σε κρατικούς ελέγχους τιμών και σε διατίμηση; Δεν είναι δουλειά της επιτροπής ανταγωνισμού σε μία ελεύθερη οικονομία η εξασφάλιση των χαμηλών τιμών; Της σωστής λειτουργίας της αγοράς δηλαδή, μέσω της καταπολέμησης των δεκάδων καρτέλ που απομυζούν τους Έλληνες Πολίτες;
.
Κοινοβουλευτική Εργασία
Το σημερινό σχέδιο νόμου αφορά τις λαϊκές αγορές – έναν σθεναρό κλάδο της οικονομίας μας, ο οποίος έχει στηρίξει σημαντικά την κοινωνία, την περιφέρεια και τον πρωτογενή μας τομέα. Εν τούτοις, φαίνεται δυστυχώς πως και αυτός ο τομέας τοποθετείται στην κλίνη του Προκρούστη των μεγάλων συμφερόντων – όπως η ενέργεια προηγουμένως, με τα καταστροφικά αποτελέσματα που βιώνουμε σήμερα.
Εν προκειμένω όμως, η μεταρρύθμιση δεν αφορά την απορρύθμιση, κατά τη συνήθη πρακτική των νομοσχεδίων της Τρόικας, της ενισχυμένης εποπτείας όπως αποκαλείται σήμερα, αλλά την αύξηση της γραφειοκρατίας – με στόχο το στραγγαλισμό των μικρών επαγγελματιών, οπότε τη συγκέντρωση της αγοράς σε λίγους.
Το συμπέρασμα μας αυτό προκύπτει από το ότι, το παρόν σχέδιο νόμου δεν αναφέρεται στις αξιολογήσεις, όπως σχεδόν όλα τα άλλα – ενώ θυμίζουμε πως η Τρόικα ήταν ανέκαθεν κατά των κλειστών επαγγελμάτων, όπως για την ιδιωτική εκπαίδευση με τη γνωστοποίηση του Ν4442/2016 που ζητούσε στην 11η Αξιολόγηση και συμπεριλήφθηκε στο παρόν, στο άρθρο 71.
Επομένως, πρόκειται καθαρά για μία πρωτοβουλία του υπουργείου – οπότε εύλογα αναρωτιόμαστε ποιοι την προωθούν και ποιους ωφελεί.
Όσον αφορά το αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο «μπαίνει τάξη», ενώ γίνεται προσπάθεια να στηριχθούν οι μικροπαραγωγοί που δεν έχουν πρόσβαση στις λαϊκές, είναι ασφαλώς έωλο – αφού, όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις των φορέων, δεν υπάρχει πρόβλημα στις λαϊκές και δεν χρειαζόταν κανένα νομοσχέδιο.
Οι φορείς πάντως έχουν αναφέρει τα αιτήματα τους που εμείς θεωρούμε απόλυτα λογικά – καταθέτοντας τα στα πρακτικά, όπως για όλα όσα θα πούμε στη συνέχεια.
Περαιτέρω, οι λαϊκές αγορές οφείλουν να εξετασθούν σε σχέση με το γενικότερο θέμα του πρωτογενούς μας τομέα, στον οποίο εμείς, ως ΕΛ, έχουμε αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του προγράμματος μας – έτσι ώστε να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας μας και η τροφική της επάρκεια, προτείνοντας την ίδρυση δημοπρατηρίων και κεντρικών αγορών γάλακτος.
Δυστυχώς όμως η κυβέρνηση έχει αδιαφορήσει εντελώς, αφού αγνόησε τον πρωτογενή τομέα και με τα πακέτα στήριξης για την πανδημία – ενισχύοντας τον μόλις με 183 εκ. €, όταν δαπάνησε συνολικά 42,3 δις €.
Εάν είχε πάντως στηριχθεί σωστά, σήμερα θα είχαμε πολύ μεγαλύτερη παραγωγή και χαμηλότερες τιμές – σε μία εποχή που οι ανατιμήσεις είναι εκτός ελέγχου.
Παρεμπιπτόντως, πώς είναι δυνατόν μία φιλελεύθερη κυβέρνηση να αναφέρεται σε κρατικούς ελέγχους τιμών και σε διατίμηση; Δεν είναι δουλειά της επιτροπής ανταγωνισμού σε μία ελεύθερη οικονομία η εξασφάλιση των χαμηλών τιμών; Της σωστής λειτουργίας της αγοράς δηλαδή, μέσω της καταπολέμησης των δεκάδων καρτέλ που απομυζούν τους Έλληνες Πολίτες;
Συνεχίζοντας, είναι εξαιρετικά σημαντική η ύπαρξη των λαϊκών αγορών, ως ένα εναλλακτικό δίκτυο διανομής – σημειώνοντας όμως πως το μερίδιο αγοράς τους μειώθηκε την περίοδο της πανδημίας, ειδικά όσον αφορά τα οπωροκηπευτικά, στο 40% από 60% προηγουμένως.
Επομένως, ήταν ο μεγάλος χαμένος, χωρίς να στηριχθεί ανάλογα – όταν ο τζίρος των Σουπερμάρκετ αυξήθηκε κατά 9,7% το 2020 στα 11,3 δις €.
Οι τρεις δε μεγαλύτερες αλυσίδες που ανήκουν επί πλέον στις ισχυρότερες εταιρίες της Ελλάδας, έχουν τα 2/3 αυτού του τζίρου – κάτι πολύ επικίνδυνο, αφού έτσι ελέγχουν τους μικρούς παραγωγούς και επιβάλλουν τους όρους τους στο καταναλωτικό κοινό, στους προμηθευτές, καθώς επίσης στους εργαζομένους τους.
Ειδικά σε ένα περιβάλλον μειωμένης τραπεζικής ρευστότητας, όπως της Ελλάδας – με τα ακριβότερα επιτόκια της ΕΕ κατά την ΕΚΤ και με εξοντωτικές άλλου είδους επιβαρύνσεις.
Με αυτό το θέμα λοιπόν θα έπρεπε να ασχοληθεί το υπουργείο ανάπτυξης, στηρίζοντας επί πλέον τις λαϊκές αγορές που ενισχύουν τον ανταγωνισμό – όχι με σχέδια νόμου, όπως το σημερινό, που επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο και που φυσικά πρέπει να αποσυρθεί.
Είναι λαϊκισμός δε να προβάλλει ο υπουργός την πλατφόρμα e-katanalotis και για τις λαϊκές, για τον έλεγχο των τιμών – όταν γνωρίζει πως στις λαϊκές οι τιμές αλλάζουν ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση σε διάστημα λίγων ωρών, αποτελώντας το καλύτερο παράδειγμα μίας ελεύθερης αγοράς.
Θα έπρεπε να ασχοληθεί επίσης με το θέμα της κεντρικής λαχαναγοράς της Αθήνας που διακινεί προϊόντα 30.000 παραγωγών, τροφοδοτώντας 25.000 επιχειρήσεις – όπου εμείς προτείναμε με επίκαιρη ερώτηση μας τη μεταφορά της σε άλλο χώρο, έτσι ώστε να είναι καθαρή και λειτουργική, καθώς επίσης να αποσυμφορηθεί από τα χιλιάδες φορτηγά που κινούνται στην εθνική οδό προς αυτήν, αλλά και εντός της.
Δυστυχώς όμως ο ΟΚΑΑ, ο Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών που ελέγχει μεταξύ άλλων τις ιχθυόσκαλες της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης που μαραζώνουν, ανήκει, όπως όλα σχεδόν στη χώρα μας, στο Υπερταμείο των ξένων. Σε έναν οργανισμό που κάνει ότι θέλει και που δεν συμφώνησε το 2018 ούτε καν στην εξαγορά της λαχαναγοράς – από το συνεταιρισμό 181 εμπόρων και 160 εταιριών που δραστηριοποιούνται εκεί.
Το υπουργείο θα έπρεπε επί πλέον να ασχοληθεί με τα τεράστια ελλείμματα του εμπορικού μας ισοζυγίου που οφείλονται στη μη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας – ενώ, σε συνδυασμό με το επίσης ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, αυξάνουν το εξωτερικό μας χρέος που από 400 δις $ περίπου το 2018 εκτοξεύθηκε στα 526,5 δις $ τον Ιούλιο του 2021, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ.
Μέσα σε τρία χρόνια δηλαδή, τα χρέη μας στο εξωτερικό αυξήθηκαν κατά 126 δις $ – γεγονός που σημαίνει πως η κυβέρνηση έχει χάσει εντελώς τον έλεγχο.
Μία οικονομία τώρα που δεν παράγει αλλά εισάγει, δεν είναι έρμαιο των διεθνών συνθηκών; Πόσο μάλλον μίας χώρας ζόμπι, όπως αποκαλούνται τα υπερχρεωμένα κράτη που επιβιώνουν μόνο με τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια και με τους χαμηλούς μισθούς των εργαζομένων τους;
Περαιτέρω ο υπουργός επικαλέστηκε, όσον αφορά την παρούσα νομοθεσία, το μεγάλο αριθμό εμπόρων αντί παραγωγών – ισχυριζόμενος πως θέλει να προστατεύσει τους μικρούς παραγωγούς από τους εμπόρους.
Τους ρώτησε αλήθεια; Από την άλλη πλευρά, έχει κάτι εναντίον των μικρών εμπόρων ή μήπως ο στόχος είναι να κλείσουν, για να μην έχουν ανταγωνισμό τα Σουπερμάρκετ;
Ενδιαφέρον είναι επίσης το ότι, με το άρθρο 40 το νομοσχέδιο ασχολείται με τις Εμποροπανηγύρεις. Χρειάζεται τάξη και εδώ; Μήπως η κυβέρνηση έχει κάποιο πρόβλημα με τις ελληνικές παραδόσεις;
Εκτός του ότι πάντως δίνουν δουλειά σε πολλούς ανθρώπους, είναι εξαιρετικά σημαντικές για τις μικρές κοινότητες – ενώ έχουν μεγάλο τζίρο, για τον οποίο ενδιαφέρθηκε η ΑΑΔΕ των δανειστών από την πρώτη στιγμή, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά. Οι ξένοι επέβαλλαν αλήθεια το συγκεκριμένο άρθρο;
Εάν τώρα η όλη νομοθεσία έχει στόχο την είσπραξη περισσοτέρων φόρων, θα αναφέρουμε ως παράδειγμα τις Η.Π.Α. – στις οποίες ασφαλώς το IRS δεν ενδιαφέρεται για τέτοιες περιπτώσεις υπαίθριων και βραχυχρόνιων αγορών, δεν τις υποχρεώνει να έχουν ταμειακές μηχανές και ηλεκτρονικές συναλλαγές, ενώ δεν τις επιβαρύνει με υπέρογκα γραφειοκρατικά βάρη.
Εμείς γιατί θέλουμε να λειτουργήσουμε διαφορετικά; Τις λαϊκές αγορές βρήκε η κυβέρνηση για να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή;
Αλήθεια, δεν έλεγε τα ίδια το υπουργείο, με το νόμο που υιοθέτησε για το παραεμπόριο και τη ΔΙΜΕΑ που, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, διενέργησε σε διάστημα 2 εβδομάδων μόλις 218 ελέγχους, επιβάλλοντας πρόστιμα 13.250 €;
13.250 €, όταν το παραεμπόριο εκτιμάται στα 15-20 δις € ετησίως και τα διαφυγόντα έσοδα του δημοσίου από 3 έως 4 δις €; Έχει ελέγξει τι γίνεται στον ΟΛΠ, όπου με το άρθρο 33 εξαιρούνται από το παρόν πλαίσιο οι βραχυχρόνιες αγορές που θα οργανώνονται εντός του;
Οι λαϊκές είναι το πρόβλημα; Δεν είναι η λίστα Λαγκάρντ ή τα Panama Papers που η ΑΑΔΕ δεν έκανε σχεδόν τίποτα; Δεν είναι το λαθρεμπόριο καυσίμων που όλοι γνωρίζουμε την αφετηρία του; Γιατί τόσο μένος εναντίον των μικροεπιχειρηματιών;
Κλείνοντας με την οικονομία της χώρας μας, όπως έχουμε επανειλημμένα σημειώσει, τα δημοσιονομικά μέτρα που δρομολόγησε ήδη ή δεσμεύθηκε να δαπανήσει η ελληνική κυβέρνηση για την περίοδο της πανδημίας 2020 έως 2022, με δανεικά φυσικά, είναι μακράν τα υψηλότερα όλων των κρατών, ακόμη και από τη Γερμανία!
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους αναθεωρημένους πίνακες που συνέταξε το ΔΝΤ, με κριτήριο τα δημοσιονομικά μέτρα ως προς το ΑΕΠ του 2020, ήταν ύψους 17,5% – όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά. Εύλογα λοιπόν η Ελλάδα είχε από τις μεγαλύτερες αυξήσεις χρέους στην ΕΕ – παρά το ότι είναι μακράν η πιο υπερχρεωμένη.
Περαιτέρω εκτός από τα δημοσιονομικά μέτρα που αφορούν τις κρατικές δαπάνες για την πανδημία συν τα αναβληθέντα έσοδα, η κυβέρνηση δρομολόγησε επί πλέον μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας – όπως είναι τα δάνεια.
Εν τούτοις, η ύφεση του 2020 της ελληνικής οικονομίας ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη της ΕΕ, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά – στο 9% μετά τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από 8,2% και παρά τις αλχημείες της, όσον αφορά τις προηγούμενες αναθεωρήσεις.
Το πώς είναι δυνατόν τώρα μία χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο και κόκκινο ιδιωτικό χρέος της Ευρώπης να σπαταλάει τόσα χρήματα με δανεικά, περισσότερα από όλες της άλλες χώρες, επί πλέον της κάκιστης διαχείρισης της κρίσης με τα αχρείαστα lockdowns, είναι ασφαλώς ακατανόητο – θυμίζοντας την περίοδο 2004/09 της ίδιας κυβέρνησης ή το «λεφτά υπάρχουν» του Γ. Παπανδρέου.
Ελπίζουμε πάντως, αν και δυστυχώς φοβόμαστε το αντίθετο, να μην έχουν δοθεί ανταλλάγματα για τα δανεικά – όπως για την επιμήκυνση των 95 δις € το 2018, έναντι της παράδοσης του ονόματος της Μακεδονίας στα Σκόπια.
Τέλος, αυτό που θα πρέπει να κάνει τουλάχιστον η κυβέρνηση, είναι να στηρίξει τους Έλληνες όσον αφορά την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση – παύοντας να τους κοροϊδεύει όπου και όπως μπορεί, σαν να απευθύνεται σε ανόητους.
Μεταξύ άλλων, θα πρέπει άμεσα να αυξήσει την προσφορά ρεύματος, λειτουργώντας σε πλήρη δυναμικότητα τις λιγνιτικές μονάδες, όπως πολλές άλλες χώρες της ΕΕ – έως ότου βρει μία αξιόπιστη εναλλακτική πηγή ενέργειας που δεν θα εξαρτάται από εισαγωγές.
Η λύση πάντως βραχυπρόθεσμα δεν είναι άλλη από τη μείωση του ΦΠΑ, όσον αφορά τα βασικά τρόφιμα και του ειδικού φόρου καυσίμων σε σχέση με την ενέργεια – πόσο μάλλον όταν δεν θα μειωθούν έτσι τα έσοδα του δημοσίου, αφού απλά δεν θα εισπράξει το επί πλέον ποσόν που αντιστοιχεί στην άνοδο των τιμών.
Με απλά λόγια, όταν ένα προϊόν κοστίζει 10 € και ο φόρος είναι 10%, τότε το δημόσιο εισπράττει 1 €. Όταν όμως η τιμή του αυξηθεί στα 15 € και το δημόσιο συνεχίσει να εισπράττει 10%, τότε τα έσοδα του θα είναι 1,5 €.
Για να συνεχίσει να εισπράττει λοιπόν το δημόσιο 1 €, θα πρέπει να μειώσει το φόρο από το 10% στο 6,6% – κάτι που αφενός μεν θα στήριζε τους καταναλωτές χωρίς να χάσει τίποτα το κράτος, αφετέρου θα μείωνε τις τιμές καταπολεμώντας τον πληθωρισμό.
Εν προκειμένω, ελπίζουμε να μη στηρίζει η κυβέρνηση την ανόητη δήλωση, σύμφωνα με την οποία η μείωση των φόρων κατανάλωσης θα αυξήσει τον πληθωρισμό – αφού ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Ειδικά όσον αφορά τη ΔΕΗ, η μετοχή της κοστίζει γύρω στα 9 € – ενώ πριν από δύο περίπου χρόνια είχε φτάσει στο 1,30 €. Η ΔΕΗ όμως ανήκει στο Υπερταμείο των ξένων, στο ΤΑΙΠΕΔ που είναι θυγατρική του Υπερταμείου και σε διάφορους άλλους επενδυτές – οπότε, η όποια άνοδος της τιμής της μετοχής της, ωφελεί μόνο αυτούς.
Αντίθετα, αυτό που έχει σημασία για τους Έλληνες Πολίτες και τις ελληνικές επιχειρήσεις, δεν είναι η τιμή της μετοχής, αλλά το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος – αφού αυτός ήταν ο λόγος της ίδρυσης της.
Επειδή όμως σταμάτησε τους λιγνίτες, έχοντας στην ουσία μετατραπεί σε χονδρεμπορική-εισαγωγική επιχείρηση, με εισαγωγές ακόμη και από την Τουρκία, έπαψε να παράγει. Έτσι στις 19 Οκτωβρίου η χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 253,33 € η MWH – ενώ ήταν η υψηλότερη διεθνώς, όταν στη Γερμανία κόστιζε 153,46 €!
Την επόμενη ημέρα, η MWH του ηλεκτρικού ρεύματος άνοιξε στο ενεργειακό χρηματιστήριο στην Ελλάδα στα 228 € – ενώ στην Πολωνία στα 80 € και στη Γερμανία στα 60 €.
Οι δυο αυτές χώρες χρησιμοποιούν πλήρως το λιγνίτη – η Ελλάδα όχι. Δεν φαίνεται καθαρά το κορυφαίο λάθος της κυβέρνησης, μαζί με το lockdown; Πώς να ανταγωνιστούν έτσι οι επιχειρήσεις μας τις γερμανικές και πώς να επιβιώσουν τα νοικοκυριά μας;
Ο λογαριασμός λοιπόν της ανοησίας της απολιγνιτοποίησης ήλθε και είναι πανάκριβος – ενώ η λύση δεν είναι άλλη από αυτήν που προτείναμε παραπάνω.