Ανάλυση
– του Παναγιώτη Χατζηπλή
Όπως είδαμε η απολιγνιτοποίηση θα φέρει οικονομικό μαρασμό στις περιοχές που ασχολούνται με την ηλεκτροπαραγωγή. Από την αλλά η βιομηχανική παραγωγή όπως είναι και η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη δρα πολλαπλασιαστικά στο σύνολο της οικονομίας. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ («Ο τομέας μεταποίησης στην Ελλάδα: Τάσεις και Προοπτικές», 2017) (πηγή) :
- Για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης, προστίθενται συνολικά €3,1 στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας (31% συμμετοχή στο ΑΕΠ ή €55δις)
- Για κάθε €1 εκατομμύριο κύκλου εργασιών της μεταποίησης, προστίθενται συνολικά 22 θέσεις εργασίας στην απασχόληση της Ελλάδας
- Για κάθε θέση εργασίας στην μεταποίηση δημιουργούνται συνολικά 3,5 θέσεις στην οικονομία (μαζί με προκαλούμενες)
Δηλαδή από 4 δις € χαμένης βιομηχανικής παραγωγής (ηλεκτροπαραγωγή λιγνίτη ΔΕΗ και περιφερειακές δραστηριότητες) χάνονται 12 δις € από το ΑΕΠ…
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ «Ο Τομέας Ενέργειας στην Ελλάδα: Τάσεις, Προοπτικές και Προκλήσεις, Απρίλιος 2021» ο τομέας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προσφέρει 5 δις € (άμεσα και έμμεσα στους προμηθευτές χωρίς την προκαλούμενη) στην οικονομία με στοιχεία 2017 ή περίπου 2,5% του ΑΕΠ και 49.170 θέσεις εργασίας (πάλι χωρίς τις προκαλούμενες). Αυτή η συνεισφορά, που ήταν περισσότερη στο παρελθόν, πιθανότατα στα επίπεδα του 5-7% λόγω εντατικότερης χρήσης του λιγνίτη πλέον χάνονται σε μεγάλο βαθμό με την απολιγνιτοποίηση.
Για παράδειγμα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η κατηγορία μαζί με τα μεταλλεία (Ορυχεία και λατομεία, μεταποίηση, ενέργεια, παροχή νερού, επεξεργασία λυμάτων, διαχείριση αποβλήτων, εξυγίανση) ανέρχονταν στο 15% το 1995 (13,5 δις€ ) ενώ μετά το 2000 έπεσε στο 12% όσο είναι το 2020 (20,6 δις € σε τρέχουσες αξίες). Και όλα μέσα στην πανδημία φορτώνονται στην ύφεση της πανδημίας και περνάει απαρατήρητη η οικονομική καταστροφή της κυβέρνησης των πράσινων συμφερόντων και προσχηματικών περιβαλλοντικών ευαισθησιών… Κάτι τέτοιο γίνεται και με την αδρανοποίηση της ΛΑΡΚΟ που προωθείται για ξεπούλημα επίσης ενδεχομένως μόνο για το πολύτιμο ορυκτό.
Εκτός όμως από την καθαυτό παραγωγή της ΔΕΗ υπάρχει μεγάλη παρελκόμενη παραγωγή εξοπλισμού για την ΔΕΗ, σε προμηθευτές και εργολάβους στην εξόρυξη και την συντήρηση κ.α. Παραγωγή εξοπλισμού μπορεί να γίνει για μηχανήματα των εργοστασίων, μονάδες ΑΠΕ, μετασχηματιστές, καλώδια και μετρητές δικτύου ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ (όμως έφεραν ως και Τούρκους υπεργολάβους για εργασίες στο δίκτυο ΑΔΜΗΕ!). Αυτή η παραγωγή μέσα από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και των θυγατρικών της μπορεί να οδηγηθεί σε ξένους προμηθευτές, αναλόγως τα συμφέροντα των νέων ιδιοκτητών.
Για παράδειγμα για τους μετασχηματιστές του δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ χρησιμοποιούνταν μια εταιρία, η ΕΛΒΗΜ (Ελληνική Βιομηχανία Μετασχηματιστών) όπως ήταν η αρχική ονομασία που είχε περάσει στην ΑΓΕΤ Ηρακλής και μετά στην Γαλλική Schneider Electric όπως είναι το όνομα σήμερα. Το εργοστάσιο της στα Οινόφυτα που μέχρι το 2018 είχε τζίρο 64 εκατ. € και απασχολούσε 242 άτομα, έκλεισε πρόσφατα. Αυτό έγινε γιατί ο κύριος πελάτης ο ΔΕΔΔΗΕ, αγοράζει πια διεθνώς από την χαμηλότερη τιμή!! (πηγή)
Σε πρόσφατη προμήθεια μετασχηματιστών του ΔΕΔΔΗΕ προϋπολογισμού 102 εκατ. € που υπαγορεύεται από την προοπτική αναδιάταξης του δικτύου για να ενώνονται ΑΠΕ ανεξέλεγκτα (και με σχετική νομοθετική διευκόλυνση για δασικές περιοχές, Ν 4819/2021 Άρθρο 111) η αγορά έγινε από θυγατρική της TOSHIBA στην Ινδία. Παρότι είναι εκτός της ΕΕ (η παραγωγή στην ΕΕ έχει προτεραιότητα) υπήρξε η σχετική ρύθμιση για να γίνει αποδεκτή…
Έμμεσο Κόστος Απολιγνιτοποίησης: Κόστος Ενέργειας
Η ενέργεια επίσης αποτελεί «πρώτη ύλη» για την παραγωγή και την οικονομία. Η βιομηχανία απορροφά ως και 22% της ενέργειας που καταναλώνεται στην Ελλάδα. Και αυτό ενώ η χώρα έχει αποβιομηχανιστεί. Και αυτό ενώ η βιομηχανία είναι πολύ περιορισμένη στην Ελλάδα, μόνο 8% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ είναι στα επίπεδα του 15% κατά μέσο όρο και στην Γερμανία και τις περιφερειακές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης υψηλότερα.
Πως θα μπορέσει να παράγει η χώρα όταν δεν έχει φθηνό ρεύμα και πολύ περισσότερο αξιόπιστη παροχή; Φανταστείτε ότι μέσα στον καύσωνα του 2021 υπό τον κίνδυνο μπλακάουτ είχαν ειδοποιηθεί οι βιομηχανικές μονάδες ότι μπορούν να διαταχθούν να κλείσουν . Θα μπορούσε να γίνει αυτό στην αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας; Πως θα συναγωνιστούν τα προϊόντα της Τουρκίας που έχει αδασμολόγητα πρόσβαση στην ΕΕ και παράγει από λιγνίτη χωρίς επιβαρύνσεις;
Έχει προταθεί στην ΕΕ η επιβολή (Carbon Border Tax) στα εισαγόμενα προϊόντα έτσι ώστε να υπάρξει δίκαιο ανταγωνισμός με τα χαμηλότερου κόστους λιγνιτικά τρίτων χωρών (χωρίς ταρίφες εκπομπών) αλλά δεν έχει προχωρήσει. Αυτό για παράδειγμα θα επηρέαζε την Τουρκία, που έχει τεράστιο το αδασμολόγητο εμπόριο με την ΕΕ στα επίπεδα των 120 δις € με μεγάλο μέρος από αυτό με την Γερμανία η οποία την υποστηρίζει βέβαια (πηγή)
Επίσης ένα σημαντικό μέρος 36% της ενέργειας απορροφάται στις μεταφορές που επίσης επηρεάζουν το κόστος προϊόντων (πχ τρένα κλπ). Και αυτό ενώ επίκειται και αύξηση της κατανάλωσης κατά 10% όπως εκτιμάται για την ηλεκτροκίνηση η οποία προωθείται τα τελευταία δύο χρόνια και στην Ελλάδα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό αν δεν υπήρχε το θέμα της ενεργειακής εξάρτηση και αύξησης του κόστος ενέργειας μαζί με αυτό από την αναδιάταξη τους δικτύου και την προσθήκη φορτιστών (πηγή). Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να κατασκευάζονται στην Ελλάδα…
Αλλά όσοι δεν θέλουν παραγωγή και θέλουν να συνεχίσουν με την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού ας αναλογιστεί το υψηλό κόστος της ενέργειας για τα τουριστικά πακέτα με τα νέα πράσινα μέτρα αλλά και την επιβάρυνση της υπόλοιπης οικονομίας από τον τουρισμό. Το κόστος της ενέργειας είναι ένα από τα κόστη που μάλλον δεν επιμερίζεται σωστά στις υπηρεσίες. Η αύξηση της κατανάλωσης σημειώνεται μέσα στην τουριστική σεζόν, τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω διπλασιασμού του πληθυσμού, χρήσης aircondition κ.α. (καμιά βέβαια σκέψη για να κλείσουν τα air-condition στα ξενοδοχεία, εν μέσω του καύσωνα και την εκτόξευσης της ζήτησης το 2021, αν και υπήρχαν διακοπές σε κάποιες περιοχές).
Έτσι αυξάνεται η ζήτηση και το κόστος ενέργειας το καλοκαίρι αλλά και η αστάθεια στην παροχή. Παράλληλα η επιβάρυνση αυτή συμβαίνει κυρίως στα νησιά που το κόστος της ενέργειας τους είναι υψηλότερο (στο μη διασυνδεδεμένο σύστημα) και για αυτό το λόγο ορθώς επιδοτείται μέσω χρεώσεων ΥΚΩ ώστε να μπορούν να υποστηριχτούν οι κάτοικοι (δηλ. πληρώνουν περισσότερο οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδα ώστε να εξισώνεται η τιμή και αυτό ενώ αυξάνεται και η τιμή του συνδεδεμένου δικτύου). Κάτι ανάλογο γίνεται και με την επιδότηση των άγονων γραμμών εξάλλου από την υπόλοιπη χώρα.
Όμως δεν θα πρέπει αυτή την επιδότηση να την καρπώνονται τουρίστες που ενδεχομένως θα’πρεπε να πληρώνουν πολλαπλάσιες τιμές στα πακέτα τους. Αν πάλι αποφασίσουμε σαν χώρα να επιδοτούμε αυτούς τους τουρίστες προκειμένου να έρχονται στα νησιά, τότε θα πρέπει να ξέρουμε πόσο μας κοστίζουν σε σχέση με το κέρδος. Για παράδειγμα τα ΥΚΩ την περίοδο 2012-2015 ήταν περίπου 800 εκατ. € το έτος (πηγή) και αυτό με χαμηλότερο κόστος κιλοβατώρας αλλά και χαμηλότερη τουριστική κίνηση σε σχέση με αυτή του 2019 που αποτελεί τον στόχο αν όχι ο διπλασιασμός της.
Αυτό το ποσό των ΥΚΩ σε μεγάλο βαθμό δεν θα πρέπει να αφαιρεθεί από το τουριστικό έσοδο; Αν είχαμε πχ. 18 δις € έσοδα το 2019, θα πρέπει να αφαιρεθούν τα ΥΚΩ, όπως επιχορήγηση των ΟΤΑ (η αποκομιδή των σκουπιδιών σε κάποια μικρά νησιά επιδοτείται από την κεντρική κυβέρνηση), το κόστος από την λειτουργία μεγαλύτερων νοσοκομείων από ότι απαιτείται για τον ντόπιο πληθυσμό στο σύνολο τους έτους και άλλες υποδομές. Για να μην πάμε στο κόστος από την αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού και νοσηλειών το 2020 και 2021, κάτι που μπορεί να συνεχίσει ή να ξανασυμβεί με άλλη πανδημία. Επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ότι οι προμήθειες στον τουρισμό είναι εισαγόμενες ως και το 80% κ.α άρα πολλά από τα τουριστικά έσοδα επιστρέφουν στο εξωτερικό.
Η σημασία της ενέργειας για την οικονομία ποσοτικοποιήθηκε σε πρόσφατη μελέτη των ΙΟΒΕ-Διανέοσις (Ο Τομέας Ενέργειας στην Ελλάδα: Τάσεις, Προοπτικές και Προκλήσεις, Απρίλιος 2021 (πηγή)). Αναφέρεται ότι μια μείωση του κόστους ενέργειας κατά 10% θα οδηγήσει σε 1,97 δις αύξηση στο ΑΕΠ (άμεσα και έμμεσα) όπως αναλύεται στον Πίνακα.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην μελέτη του ΙΟΒΕ: «Η μείωση του κόστους ενέργειας κατά 10% οδηγεί, σύμφωνα με την προσέγγισή μας, σε μείωση των τιμών των προϊόντων των κλάδων παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών και έχει θετική επίδραση στην ανταγωνιστική θέση κλάδων και επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων για τους οποίους η ενέργεια συνιστά σημαντικό στοιχείο του κόστους παραγωγής. Λόγω της μείωσης του κόστους παραγωγής και κατά συνέπεια των τιμών, η ζήτηση στην οικονομία αυξάνεται και καλύπτεται από την αυξημένη εγχώρια παραγωγή». Κάτι παρόμοιο που έλεγε ο Μπάτσης δηλαδή πριν χρόνια…
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι 10% μείωση στις χρεώσεις ρεύματος θα οδηγούσε σε 10% μείωση του κύκλου εργασιών των εταιριών πχ για την ΔΕΗ με τον τζίρο των 3,9 δις €, η απώλεια θα ήταν 390 εκατ. €, το οποίο θα επιβάρυνε τα τελικά αποτελέσματα. Δηλαδή με 390 εκατ. € κόστος το χρόνο (μόνο από την ΔΕΗ, ας πούμε) η οικονομία της Ελλάδας θα είχε 1,97 δις € όφελος!!! Φανταστείτε λοιπόν την ζημιά για την οικονομία από αύξηση του κόστους κατά 50% προβλέπεται το φθινόπωρο του 2021.
Σίγουρα η εξίσωση της ενδογενούς παραγωγής συμφέρει χωρία το κόστος της ανεργίας στις λιγνιτικές περιοχές και την απώλεια προστιθέμενης αξίας και τεχνογνωσίας όπως και τα συνεπαγόμενα κοινωνικά προβλήματα (υποβάθμιση, brain drain κ.α.).
Επίλογος
Ουσιαστικά η προώθηση του σημερινού ενεργειακού μίγματος αν δεν αποτελεί τετελεσμένα της ΕΕ οδηγεί την οικονομία και την κοινωνία σε αυτοκτονία υπό τα κελεύσματα κάποιων «περιβαλλοντιστών» με αγαθά ή όχι κίνητρα, και τσέπες άλλων. Το θέμα της ενέργειας απαιτεί μια σοβαρή συζήτηση χωρίς θέσφατα, δογματισμούς με σκοπό την ανάπτυξη της Ελλάδας συνολικά και όχι για λίγους που ορέγονται τις πράσινες επιδοτήσεις των ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης ή τρέφουν ψευδαισθήσεις.
Την παρασιτική συνταγή των επιδοτήσεων την έχει ήδη ζήσει η Ελλάδα και ξέρουμε ότι δεν οδηγεί πουθενά ή τουλάχιστον σε τίποτα καλό συνολικά, για την ανάπτυξη της χώρας με υψηλή προστιθέμενη αξία. Αυτό δηλαδή στο οποίο συνέβαλλε η ΔΕΗ στις δεκαετίες ‘60-70 με πολλούς κόπους ξεπερνώντας τα προβλήματα από την πολυδιάσπαση μονάδων σε κατά τόπους συμφέροντα και μεσάζοντες. Αποτελεί φόρο τιμής σε αυτούς που σχεδίασαν και κόπιασαν να φτιάξουν όλα αυτά τα εργοστάσια και το ηλεκτρικό δίκτυο με θυσίες κάποιες φορές και την ζωή τους, η διατήρηση και αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της χώρας.
Δεν χρειάζεται να βάλλουμε μια ακόμα ψηφίδα στην αποβιομηχάνιση της χώρας με το χρεοκοπημένο οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης και στην οικονομική υστέρηση. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε λάθη, αλλά να το αποφύγουμε. Ας μελετήσουμε την ιστορία και τα δεδομένα και όχι αυτά που σερβίρονται από τα ίδια συμφέροντα που περιμένουν να ωφεληθούν από αυτές τις αποφάσεις.