Αποταμιεύσεις και Επενδύσεις – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Αποταμιεύσεις και Επενδύσεις

.

.

Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η ανάπτυξη, δεν εξαρτώνται σε καμία περίπτωση από τις αποταμιεύσεις – οπότε δεν παίζει κανένα ρόλο η διαφυγή καταθέσεων στο εξωτερικό για τις επενδύσεις, αλλά μόνο για τις τράπεζες. Οι τελευταίες με τη σειρά τους δεν δανείζουν την οικονομία όχι επειδή δεν διαθέτουν χρήματα, αλλά λόγω του ότι δεν υπάρχουν πια αξιόχρεοι οφειλέτες μετά από δέκα χρόνια βαθιάς ύφεσης – ενώ οι καταθέσεις έχουν σχέση μόνο με τη δική τους οικονομική υγεία. Επομένως, είτε αποταμιεύουν τα νοικοκυριά, είτε όχι, οι επιχειρήσεις δεν πρόκειται να επενδύσουν όσο η ζήτηση είναι χαμηλή, ενώ δεν υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον – με μοναδική εξαίρεση τις εξαγωγές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο τουρισμός, όπου εκμεταλλεύονται τη ζήτηση των άλλων χωρών. Όταν λοιπόν αυξάνονται στη χώρα μας οι φόροι και μειώνονται τα εισοδήματα, σύμφωνα με την πολιτική των μνημονίων, δεν πρόκειται να επενδύσουν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι ξένοι – με εξαίρεση τον τουρισμό και τις εξαγωγές εκείνων των προϊόντων που είναι ανταγωνιστικά διεθνώς, καθώς επίσης τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις (όπως η εξαγορά των κρατικών επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, των σπιτιών των Ελλήνων σε τιμές εκποίησης κοκ.). Όταν δε την ίδια στιγμή το δημόσιο είναι υπερχρεωμένο, αδυνατώντας να επενδύσει για να δημιουργήσει ζήτηση, ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος του διαβόλου δεν σταματάει – γεγονός που σημαίνει ότι, η ελληνική τραγωδία θα συνεχίζεται στο διηνεκές, εκτός εάν σταματήσει να εφαρμόζεται η συγκεκριμένη πολιτική και αποφασισθεί η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους.

.

.(Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

Ανάλυση

Όπως είναι γνωστό, τα εισοδήματα των νοικοκυριών οδηγούνται είτε στην κατανάλωση, είτε στην πληρωμή φόρων, είτε στις αποταμιεύσεις – με την ευρύτερη έννοια τους (=καταθέσεις, αγορά σπιτιού, μετοχές κλπ.). Όταν λοιπόν σε μία χώρα όπως η Ελλάδα τα εισοδήματα συρρικνώνονται, ενώ αυξάνονται οι φόροι, τότε αφενός μεν μειώνεται η κατανάλωση και άρα το ΑΕΠ, αφετέρου οι αποταμιεύσεις – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν ισχύει η διάσημη εξίσωση Α=Ε (οι αποταμιεύσεις είναι ίσες με τις επενδύσεις), είναι αδύνατη η ανάπτυξη αφού μειώνονται οι αποταμιεύσεις. Ισχύει όμως;

Αποταμιεύσεις = Επενδύσεις (Α=Ε  ή  Α-Ε=0)

Προσπαθώντας να απαντήσουν στην ερώτηση, η οποία είναι εξαιρετικά σημαντική για την Ελλάδα σήμερα, οι οπαδοί της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας πιστεύουν ότι, μία χώρα πρέπει πρώτα να αποταμιεύσει για να διενεργήσει επενδύσεις στο ίδιο ποσόν – ενώ ορισμένοι ακόλουθοι του  Keynes ισχυρίζονται το ακριβώς αντίθετο: πως προηγούνται οι επενδύσεις (Ε) δηλαδή, οι οποίες οδηγούν στην αντίστοιχη αύξηση των αποταμιεύσεων (Α). Οι δύο διαφορετικές αυτές απόψεις δεν είναι ασφαλώς ασήμαντες αφού, ανάλογα με το πώς ερμηνεύει κανείς την εξίσωση Α=Ε, διατυπώνει άλλες προτάσεις που αφορούν τη σωστή οικονομική πολιτική μίας χώρας.

Στα πλαίσια αυτά, η αντιμετώπιση της κρίσης υπερχρέωσης της Ευρωζώνης και η πολιτική λιτότητας που επιβλήθηκε, στηρίχθηκε ξεκάθαρα στη νεοκλασική θεωρία – σύμφωνα με την οποία πρέπει πρώτα να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις και μετά να διενεργηθούν επενδύσεις, για να ενισχυθεί η οικονομία και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Εάν είχε επιλεχθεί η άποψη ορισμένων οπαδών του Keynes, τότε θα έπρεπε να δρομολογηθεί το ακριβώς αντίθετο: η αύξηση των επενδυτικών δαπανών, οπότε οι αποταμιεύσεις θα προέκυπταν αυτόματα. Πώς όμως θα αυξάνονταν οι επενδυτικές δαπάνες, εν πρώτοις του δημοσίου για να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας, εκ μέρους των υπερχρεωμένων κρατών όπως η Ελλάδα, ελλείψει χρημάτων;

Ανεξάρτητα από το ερώτημα αυτό, τόσο στη μία θεωρία, όσο και στην άλλη υπάρχει ένα θεμελιώδες σφάλμα: μία «λογιστική ταυτότητα» ερμηνεύεται ως μία αιτιώδης σχέση μεταξύ δύο (δήθεν) διαφορετικών μεγεθών. Για να γίνει κατανοητή η έκφραση μας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στη Λογιστική – ξεκινώντας από το τι ακριβώς εννοεί κανείς με τη λέξη «αποταμιεύσεις» (με το «Α» στην εξίσωση).

Εν πρώτοις όμως πρέπει να καταλάβουμε ακριβώς από τι αποτελούνται τα περιουσιακά στοιχεία μίας ορισμένης «οικονομικής μονάδας» – ενός νοικοκυριού, μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Η αιτία είναι το ότι, η «αποταμίευση» δεν είναι τίποτα άλλο, από τη διαφορά αυτών των περιουσιακών στοιχείων εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος – ενώ τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να παρουσιαστούν με τη μορφή ενός Ισολογισμού (γράφημα).

Ειδικότερα, στην αριστερή πλευρά του Τ του Ισολογισμού, στο ενεργητικό του δηλαδή, τοποθετούνται τα πάγια περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, οικόπεδα, μηχανήματα κλπ.), καθώς επίσης τα χρηματικά – όπου ως τέτοια είναι όλες οι απαιτήσεις απέναντι σε άλλες οικονομικές μονάδες. Για παράδειγμα, τα μετρητά (κέρματα, χαρτονομίσματα) είναι απαίτηση απέναντι στην κεντρική τράπεζα, οι καταθέσεις απέναντι στις εμπορικές, οι μετοχές στις επιχειρήσεις κοκ.

Στη δεξιά πλευρά του Τ του Ισολογισμού, στο παθητικό, τοποθετούνται τα χρέη – όλες οι υποχρεώσεις δηλαδή απέναντι σε άλλες οικονομικές μονάδες. Η διαφορά τώρα του Ενεργητικού από το Παθητικό, της αριστερής στήλης από τη δεξιά, είναι τα καθαρά εκάστοτε περιουσιακά στοιχεία – όπου είτε είναι θετικά, εάν το ενεργητικό είναι μεγαλύτερο από το παθητικό, είτε αρνητικά στην αντίθετη περίπτωση.

Με κριτήριο την παραπάνω λογιστική απεικόνιση, οι αποταμιεύσεις ορίζονται ως η διαφορά των καθαρών περιουσιακών στοιχείων (καθαρά = αφαιρουμένων των χρεών) εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος – με απλά λόγια, εάν η καθαρή μας θέση (=ενεργητικό – παθητικό) στα τέλη του 2016 ήταν 100.000 €, ενώ στα τέλη του 2017 υποθετικά 110.000 €, τότε οι αποταμιεύσεις μας αυξήθηκαν κατά 10.000 € εντός ενός έτους. Πρόκειται ουσιαστικά για την αλλαγή των παγίων περιουσιακών στοιχείων μίας μονάδας, καθώς επίσης των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων – όπου η αλλαγή ή διαφορά των παγίων περιουσιακών στοιχείων (ΔΠΠΣ) μπορεί να θεωρηθεί ως επένδυση. Επομένως η εξίσωση Α=Ε μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής:

Α = ΔΠΠΣ + Ε

Περαιτέρω, οι επενδύσεις (Ε) είναι εξ’ ορισμού ένας από τους δύο διαφορετικούς τρόπους αποταμίευσης – με την έννοια πως όταν κάποιος δημιουργεί πάγια περιουσιακά στοιχεία αποταμιεύει. Όταν λοιπόν λέγεται ότι, οι αποταμιεύσεις οδηγούν σε επενδύσεις, όπως η νεοκλασική θεωρία, τότε ουσιαστικά δεν λέγεται τίποτα άλλο από το ότι, οι αποταμιεύσεις οδηγούν σε αποταμιεύσεις. Με την ίδια λογική, όποιος λέει πως οι επενδύσεις οδηγούν σε αποταμιεύσεις, όπως ορισμένοι οπαδοί του Keynes, τότε δεν λέει τίποτα άλλο από το ότι μία επένδυση είναι μία επένδυση.

Εν τούτοις, στον Ισολογισμό που αναφέραμε, εκτός από τις αποταμιεύσεις με τη μορφή της δημιουργίας παγίων περιουσιακών στοιχείων (ΔΠΠΣ), υπάρχουν και οι αποταμιεύσεις με τη δημιουργία χρηματικών περιουσιακών στοιχείων (ΔΧΠΣ) – δηλαδή αυτές σε μετρητά χρήματα. Η διαφορά λοιπόν αυτού του τύπου με το φημισμένο Α=Ε είναι το ότι, ο τελευταίος αφορά μία ολόκληρη οικονομία και όχι μόνο μία κάποια οικονομική μονάδα, όπως ένα τυχαίο νοικοκυριό, μία επιχείρηση, το κράτος κλπ.

Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading