Μικρό και μεγάλο κράτος – The Analyst
ΔΙΕΘΝΗ

Μικρό και μεγάλο κράτος

.

Έχουμε αναφέρει πολλές φορές πως οι συνεχείς επεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στην οικονομία, με την τρομακτική αύξηση της παγκόσμιας ρευστότητας, είχαν και έχουν σαν αποτέλεσμα τη μεταφορά εισοδημάτων από τους φτωχούς στους πλουσίους. Ακόμη περισσότερο, έχουν δρομολογήσει το σταδιακό στραγγαλισμό της μεσαίας τάξης, η οποία ουσιαστικά στηρίζει τόσο τη δημοκρατία, όσο και το σύστημα της ελεύθερης αγοράς – το οποίο δεν είναι συνώνυμο με τον «αδηφάγο καπιταλισμό». Όπως όμως και να ονομάσουμε το σημερινό σύστημα, έχουμε την άποψη πως με τον τρόπο που λειτουργεί αυτοκαταστρέφεται – οπότε θα αντικατασταθεί, αργά ή γρήγορα, από ακραία, αυταρχικά, μη δημοκρατικά πολιτεύματα, τα οποία θα εφαρμόσουν έναν άλλο τρόπο διαχείρισης της οικονομίας και διακυβέρνησης του κράτους. Η ελεύθερη αγορά πάντως μπορεί να επιβιώσει τόσο με μεγαλύτερο, όσο και με μικρότερο κράτος – σε καμία περίπτωση όμως με τις συνεχείς μειώσεις των μισθών και τη μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων, όπου κυριολεκτικά αυτοκαταστρέφεται

Ανάλυση     

  

Στις σκανδιναβικές χώρες, στη Γερμανία, στην Ολλανδία και στη Γαλλία προτιμήθηκε, μετά τα μέσα του 20ου αιώνα ένα διαφορετικό οικονομικό «μείγμα». Το όραμα που αντιπροσώπευε θα μπορούσε ίσως να συνοψισθεί στην αντίληψη ότι, ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό διαθέσιμο σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει –  αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, χωρίς την ισχυρή παρουσία της κυβέρνησης (R.Heilbroner).

Μήπως όμως στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός, αναρωτιέται κανείς, παρά τις υποσχέσεις του να παράγει πλούτο για όλους, οδηγεί τελικά στο να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί, φτωχότεροι; Μπορεί να επιτευχθεί ανάπτυξη, χωρίς να προϋποθέτει την ανισότητα – τη διεύρυνση δηλαδή των εισοδηματικών διαφορών, μεταξύ των ανωτέρων και κατωτέρων «κοινωνικών «στρωμάτων», είτε αυτά είναι ιδιώτες, είτε ολόκληρα κράτη; Απλούστερα, μπορεί οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, χωρίς οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι – χωρίς να «αναπτύσσονται» δηλαδή οι μεν, εις βάρος των δε;

Περαιτέρω, η συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών χρειάζεται πραγματικά «μικρότερο Κράτος», είναι προς όφελος της δηλαδή, όπως όλοι οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι ισχυρίζονται, «θεοποιώντας» ουσιαστικά τις ικανότητες/εντιμότητα του ιδιωτικού τομέα; Ή μήπως ένα ποιοτικότερο, λιγότερο δαπανηρό ή διεφθαρμένο, «επαρκές», διάφανο και περισσότερο αποτελεσματικό κράτος, ανεξαρτήτως μεγέθους;

Σε τελική ανάλυση, είναι οι οικονομικές κρίσεις, η συχνότητα των οποίων έχει αυξηθεί πλέον επικίνδυνα, απαραίτητος «συνοδός» της καπιταλιστικής διαδικασίας, όπως επίσης η «δημιουργική καταστροφή» (Schumpeter), ή μήπως είναι δυνατόν να αποφευχθεί, δια μέσου της κατάλληλης ρύθμισης του συστήματος της ελεύθερης αγοράς;

Για πόσον καιρό θα μπορεί αλήθεια να αντέχει η ανθρωπότητα τις «μανιοκαταθλιπτικές» συμπεριφορές των αγορών, τις συνεχείς ανόδους και καθόδους δηλαδή, οι «ταλαντώσεις» των οποίων διευρύνονται όλο και περισσότερο, από το κατώτατο άκρο (υφεσιακή αποχρέωση) στο ανώτατο; (αναπτυξιακή υπερχρέωση).

Τέλος, είναι αντικειμενική η διαπίστωση ότι, το «αόρατο χέρι της αγοράς», όπως το είχε ονομάσει ο Adam Smith, δημιουργεί πλούτο στην πραγματική οικονομία, εάν αφεθεί εντελώς ελεύθερο;

Είναι προφανές ότι, δεν είναι τόσο απλές οι υπεύθυνες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτηματικά, στις απορίες καλύτερα, εάν βέβαια παραμένει κανείς οπαδός της ελεύθερης αγοράς – τόσο της μη κεντρικά κατευθυνόμενης, όσο και της μη μονοπωλιακής. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζει ότι, το κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας, το χρήμα δηλαδή, δημιουργείται από την πίστωση – από τα χρέη κατ’ επέκταση, με όλα όσα προβλήματα κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Εν τούτοις, οφείλει έστω να προσπαθήσει, ακόμη και αν δεν καταφέρει τελικά να τεκμηριώσει σωστά ή να ολοκληρώσει τις όποιες απαντήσεις του. Ιδιαίτερα, όταν είναι πλέον απολύτως βέβαιος ότι, βιώνουμε έναν καταστροφικό παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, άνευ προηγουμένου – με κύριο υπαίτιο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες επιδιώκουν, προφανώς μαζί με το Καρτέλ, την απολυταρχική εγκατάσταση τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση, με την πλήρη αποκρατικοποίηση της εξουσίας.

Το μεγαλύτερο κράτος

Πριν από το οικονομικό κραχ και τη Μεγάλη Ύφεση του 1930, το ύψος του εθνικού εισοδήματος των Η.Π.Α. ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, εντυπωσιακό στο συνολικό όγκο του. Εάν παρακολουθούσε όμως κανείς την πορεία του και τα εκατομμύρια μικρούς «παραποτάμους» του, θα συνειδητοποιούσε ότι, η χώρα ωφελούταν με πολύ άνισο τρόπο από τη ροή του. Περίπου 24.000 οικογένειες στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας αποκόμιζαν τριπλάσιο εισόδημα από τα 6.000.00 οικογένειες στη βάση της πυραμίδας – ενώ το μέσο εισόδημα των ευκατάστατων οικογενειών στην κορυφή ήταν 630 φορές μεγαλύτερο, από το εισόδημα των οικογενειών στη βάση (πηγή: R.Heilbroner).

Δυστυχώς, αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα της εποχής. Ξεχασμένοι στο περιθώριο του ενθουσιασμού για την απεριόριστη ευημερία που θεωρούταν ότι θα προσέφερε ο καπιταλισμός («Όλοι θα πρέπει να γίνουν πλούσιοι», είχε πει ο τότε πρόεδρος των Δημοκρατικών), βρίσκονταν δύο εκατομμύρια άνεργοι Πολίτες ενώ, κρυμμένες πίσω από την κλασσική, μαρμάρινη τους πρόσοψη, οι τράπεζες χρεοκοπούσαν με ρυθμό δύο την ημέρα – επί έξι ολόκληρα έτη, πριν από το οικονομικό κραχ.

Ο μέσος Αμερικανός τότε, χρησιμοποιούσε την ευημερία του με αυτοκαταστροφικό τρόπο. Είχε συνάψει πάρα πολλά δάνεια, είχε εκτεθεί επικίνδυνα στις «σειρήνες» των αγορών, αγοράζοντας προϊόντα με δόσεις και είχε σφραγίσει τη μοίρα του με την αγορά μετοχών – τις οποίες αποκτούσε όχι με δικά του χρήματα, αλλά με δανεικά από τις τράπεζες. Η τραγική εξέλιξη μπορεί να ήταν αναπόφευκτη, αλλά όχι προβλέψιμη, αφού σπάνια περνούσε ημέρα, χωρίς κάποια προσωπικότητα των ημερών, να διαβεβαιώνει το έθνος για την ευρωστία του – όπως διαπρεπείς οικονομολόγοι, πανεπιστημιακοί, επιχειρηματίες και πολιτικοί.

Μεταξύ των ετών 1930 και 1970, μετά δηλαδή τη Μεγάλη Ύφεση (η οποία κατέληξε δυστυχώς στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο), οι εισοδηματικές ανισότητες στις «δυτικές» οικονομίες περιορίσθηκαν σημαντικά – σε πλήρη αντίθεση με τις τελευταίες (μετά το 1970) δεκαετίες. Το 1928, οι υπερβολικά πλούσιοι των Η.Π.Α. απολάμβαναν το 5% των συνολικών εισοδημάτων της χώρας – σαράντα χρόνια αργότερα, το 1970, οι απολαβές τους δεν ξεπερνούσαν το 1% των συνολικών (σήμερα έχουν αυξηθεί ξανά, σαν αποτέλεσμα της «αντιστροφής» της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών).

Τη χρονική αυτή περίοδο, η δύναμη των εργατικών συνδικάτων αυξανόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα την επίτευξη διαρκώς υψηλότερων μισθών για τους εργαζομένους – οι οποίοι έτσι  συμμετείχαν στα επί πλέον έσοδα, στα κέρδη των επιχειρήσεων δηλαδή, τόσο από το ρυθμό ανάπτυξης, όσο και από την αύξηση της παραγωγικότητας τους. Σε μεγάλο βαθμό βέβαια «φρόντιζε» και το κράτος, το οποίο συμμετείχε ενεργητικά τόσο στην αναδιανομή των εισοδημάτων, όσο και στην καταπολέμηση της ανεργίας – δια μέσου κυρίως των δημοσίων επενδύσεων (Keynes) και της φορολογικής νομοθεσίας.

Οι κυβερνήσεις παρείχαν στους Πολίτες «γενναιόδωρα» αυξημένες κοινωνικές υπηρεσίες, αποσπώντας ένα μεγάλο μέρος των εσόδων από τους πλουσίους. Στη Μ. Βρετανία, ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής εισοδημάτων είχε πλησιάσει το 83% – ένα υπερδιπλάσιο ποσοστό από το σημερινό. Το κράτος πραγματοποιούσε μεγάλες επενδύσεις στην κοινωνική περίθαλψη και στην Παιδεία, ενώ χρηματοδοτούσε εξ ολοκλήρου τις πανεπιστημιακές σπουδές των παιδιών των εργαζομένων.

Αντίθετα, όσον αφορά τις χρηματαγορές, η κατάσταση ήταν εντελώς υποτονική – με μηδαμινές έως ανύπαρκτες ευκαιρίες κερδοφορίας. Η διεθνής ροή των Κεφαλαίων ήταν αυστηρά ελεγχόμενη, τα χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» περιορισμένα, ενώ οι τραπεζικοί (τα σημερινά Golden Boys), σπάνια κέρδιζαν περισσότερα, από τα στελέχη που απασχολούνταν σε άλλες επιχειρήσεις. Παράλληλα, ούτε οι Πολίτες, αλλά ούτε και τα κράτη επιδίωκαν το δανεισμό – αφού δεν δαπανούσαν περισσότερα από όσα εισέπρατταν.

Δυστυχώς όμως, κάποια στιγμή η λογική χάθηκε εντελώς, οδηγώντας το τότε σύστημα στα όρια του. Η φορολογία αυξήθηκε υπερβολικά, ενώ τα συνδικάτα έχασαν το «μέτρο», απαιτώντας συνεχώς υψηλότερες αμοιβές, οι οποίες τελικά έθεσαν σε λειτουργία έναν σπειροειδή πληθωριστικό κύκλο – ενώ οι απεργίες εξουδετέρωσαν εντελώς την ομαλή οικονομική λειτουργία, «μονοδρομώντας» την Οικονομία σε τεράστια αδιέξοδα.

Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικές παροχές ξεπέρασαν τα όρια, σε σημείο που ήταν ασύμφορο πλέον να εργασθεί κανείς – αφού τα επιδόματα ανεργίας υπερέβαιναν κάποιες φορές ακόμη και τους μισθούς. Το διεθνές συναλλαγματικό σύστημα κατέρρευσε τελικά, με αποτέλεσμα να εκκολαφθεί η σχολή του Σικάγο – με τον οικονομολόγο Robert Lucas, ο οποίος «απαίτησε» την πλήρη αλλαγή του τότε συστήματος.

«Η αναδιανομή των εισοδημάτων, οι αυστηροί κανόνες για τις αγορές και οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, είναι θάνατος για την ελεύθερη οικονομία», τεκμηρίωσε τη θέση του ο Robert Lucas, συνεχίζοντας:

«Όποιος υποχρεώνεται σε φορολόγηση ενός μεγάλου μέρους των εισοδημάτων του, καθώς επίσης όποιος μπορεί να στηριχθεί στη βοήθεια του κράτους, έχει ελάχιστα κίνητρα να εργασθεί, να επενδύσει ή να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του. Η ανισότητα είναι η βασική προϋπόθεση της ανάπτυξης και της δημιουργίας πλούτου, ενώ από μία δυναμικά αυξανόμενη οικονομία, κερδίζουν στο τέλος και οι φτωχοί. Η παλίρροια ανυψώνει όλες τις βάρκες».

Το μικρότερο κράτος

Στις θεωρίες αυτές βασίστηκαν τόσο ο R.Reagan, όσο και η M.Thatcher, στις προσπάθειες τους να μειώσουν το κράτος και να εξουδετερώσουν τα συνδικάτα. Όταν τελικά το κατάφεραν, ιδιωτικοποιώντας τις επιχειρήσεις και πουλώντας τη δημόσια περιουσία (στο βρετανικό δημόσιο ανήκει πλέον μία και μοναδική γέφυρα στον Τάμεση, αφού έχει ξεπουλήσει τα πάντα, ενώ το συνολικό χρέος της χώρας ξεπερνάει πια το 500% του ΑΕΠ), η ανισότητα εκτοξεύτηκε στα ύψη – επειδή η αγορά δεν φροντίζει μόνη της ποτέ για ισότητα. Αυξήθηκαν επίσης γεωμετρικά τα δημόσια χρέη, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, στο παράδειγμα των Η.Π.Α.

Όπως αποδείχθηκε λοιπόν, οι αγορές ανταμείβουν δυσανάλογα τους εισοδηματικά ισχυρούς, βοηθώντας τους, μεταξύ άλλων, να χρεώνουν υψηλούς τόκους στα Κεφάλαια τους. Επίσης, αμείβουν υπερβολικά αυτούς που διαθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες, κληρονομικές ή επίκτητες, όπως και όσους έχουν την τύχη να εργάζονται σε αναπτυσσόμενους κλάδους. Ουσιαστικά λοιπόν «τιμωρούν» όλους τους άλλους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περιορισμένες ικανότητες, φτωχούς προγόνους ή έχουν ατυχώς εκπαιδευθεί στο, λάθος για την εποχή, επάγγελμα.

Αναλυτικότερα, η χρονική περίοδος μετά την κατάργηση του κανόνα του χρυσού, αυτή δηλαδή που ξεκίνησε το 1971, ήταν αναμφίβολα εξαιρετικά αποδοτική για τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου – για όλους αυτούς που θεωρούνται πλούσιοι ή ικανοί. Τόσο τα εισοδήματα, όσο και τα «χαρτοφυλάκια» τους αυξάνονταν διαρκώς – γεγονός που διαπιστώνεται από το ότι, εάν ένας αμερικανός είχε συνολική περιουσία, τη δεκαετία του ’70, ύψους 75 εκ. $, ανήκε στους 400 πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας του, ενώ σήμερα απαιτούνται περισσότερα από 1 δις $.

Αντίθετα, η ίδια χρονική περίοδος ήταν μάλλον ουδέτερη για τους μισθωτούς, αφού το ετήσιο πραγματικό εισόδημα ενός μέσου αμερικανού εργαζομένου ήταν 45.879 $, παραμένοντας σχεδόν στάσιμο μέχρι πρόσφατα (45.113 $, με «αποπληθωρισμένα» στοιχεία). Στη Γερμανία, ακόμη και στην περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης μεταξύ των ετών 2004 και 2008, όπου τα κέρδη των επιχειρήσεων είχαν στην κυριολεξία «εκτοξευθεί», οι μέσες αμοιβές των εργαζομένων όχι μόνο δεν παρουσίασαν άνοδο, αλλά περιορίσθηκαν σημαντικά (γεγονός που συνέβαλλε, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, εις βάρος τόσο των Πολιτών της, όσο και των Ευρωπαίων-εταίρων της).

.Στην Ελλάδα, οι αμοιβές διαφοροποιήθηκαν ελάχιστα μετά το 2000, παρά τον σχετικά μεγάλο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της – γεγονός που επεξηγεί την έντονη ύφεση που ακολούθησε την είσοδο του ΔΝΤ στη χώρα. Στη Μ. Βρετανία, οι ειδικές αμοιβές (Bonus) των στελεχών του χρηματοπιστωτικού κλάδου ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενώ οι μισθοί των υπολοίπων εργαζομένων παρέμειναν στα ίδια επίπεδα των προηγουμένων ετών.

Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες υποχώρησε βέβαια η φτώχεια σε απόλυτα μεγέθη, αλλά οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις αυξήθηκαν δραματικά – ηττημένοι και εδώ οι απλοί εργαζόμενοι, «νικητές» όλοι όσοι στήριξαν τα εισοδήματα τους στις κεφαλαιακές «προμήθειες». Στην Κίνα, δέκα μόλις χρόνια πριν, το 50% του ΑΕΠ δαπανούνταν σε μισθούς και ημερομίσθια – πρόσφατα, είχε περιορισθεί στο 40%.

Στην Ινδία κέρδισαν κυρίως οι ανώτερες εισοδηματικές τάξεις από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90 – ενώ στη Βραζιλία, μετά την επιδρομή του «Ταμείου», οι πλούσιοι ζουν σε οχυρωμένες περιοχές και σε ασφαλή διαμερίσματα, για να προστατεύονται από τους πολυάριθμους φτωχούς. Σύμφωνα δε με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, «Οι ανισότητες αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση ίσως τα φτωχότερα κράτη του πλανήτη».

Κοινό «πολιτικό» χαρακτηριστικό αυτής της χρονικής περιόδου ήταν αναμφίβολα, όπως αναφέραμε στην αρχή, η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της σχολής του Σικάγο, μέσα από τις μεταρρυθμίσεις του προέδρου R.Reagan στις Η.Π.Α. και της M.Thatcher στην («πάλαι ποτέ» Μεγάλη) Βρετανία.

Ολοκληρώνοντας, ο περιορισμός του κράτους και η αποκρατικοποίηση όλων των επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης η πώληση της κρατικής περιουσίας κυριάρχησαν –με τεκμηριωμένα (ιστορικά) αποτελέσματα, την υπερχρέωση κρατών και νοικοκυριών, την διατήρηση των μισθών σε σταθερά, χαμηλά επίπεδα, την εξουδετέρωση των συνδικαλιστικών κινημάτων, την αύξηση της κερδοφορίας  των επιχειρήσεων, την άνοδο των μονοπωλίων, τις επιθέσεις του «Ταμείου», καθώς επίσης την παντοδυναμία του αδρανούς, κερδοσκοπικού Κεφαλαίου – των πάσης φύσεως δηλαδή χρηματοπιστωτικών «αγορών».

Ενδιάμεσα συμπεράσματα

Η παγκόσμια οικονομία, παρά τη «θεραπεία», στην οποία υποβλήθηκε από τους Reagan-Thatcher, δεν αναπτύχθηκε γρηγορότερα, σε σχέση με την προηγούμενη χρονική περίοδο – δεν ωφελήθηκε δηλαδή από τις αποκρατικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.

Σε πλήρη αντίθεση μάλιστα με τη «νέα τάξη πραγμάτων» της αγγλοσαξονικής σχολής, μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, οι Σκανδιναβικές, διατηρούν ακόμη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, καθώς επίσης ένα μεγάλο κοινωνικό κράτος –με δημοσίους υπαλλήλους που πλησιάζουν το 30% των εργαζομένων (περί το 12% στην Ελλάδα). Πως αιτιολογείται λοιπόν κάτι τέτοιο;

Είναι αρκετοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι, οι άνθρωποι δεν εργάζονται μόνο για τα χρήματα – αλλά από ενδιαφέρον για τη δουλειά τους, καθώς επίσης με στόχο την «αναγνώριση», την εκτίμηση καλύτερα τόσο της προσωπικότητας, όσο και της εργασίας τους, από το κοινωνικό περιβάλλον. Κατά τους ίδιους, το αληθινό «κλειδί» για τον πλούτο είναι η πρόσβαση σε μία καλύτερη εκπαίδευση, η κοινωνική σταθερότητα και η ποιότητα των υποδομών – στοιχεία πολύ πιο σημαντικά από τα κίνητρα, τα οποία «πηγάζουν» από το «κυνήγι» του κέρδους και από τις μεγάλες εισοδηματικές διαφορές.

Πολύ συχνά ακούει κανείς επίσης ότι, η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος, καθώς επίσης η παγκοσμιοποίηση, δημιουργούν συνεχώς αυξανόμενες ανισότητες. Εν τούτοις, τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι πλέον τόσο αυτονόητα, όσο υποθέταμε πριν – αφού ειδικά στις χώρες με υψηλή τεχνολογία και ελεύθερα σύνορα, στις «ανοιχτές κοινωνίες» δηλαδή της Σουηδίας και της Φιλανδίας, για παράδειγμα, η ανισότητα είναι πολύ περιορισμένη.

Η χρήση των μηχανών, καθώς επίσης η ελεύθερη ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, χωρίς δασμούς ή άλλα «κρατικά» εμπόδια, ασφαλώς συμβάλλουν την καταστροφή εργατικών θέσεων –  δημιουργώντας όμως παράλληλα άλλες, σε «νέες» περιοχές. Αξιωματικά δε το κράτος μπορεί να φροντίζει έτσι ώστε, να μη γίνονται πλούσιοι μερικοί μόνο Πολίτες του, αλλά όλοι μαζί.

Συνεχίζοντας, υπάρχουν φυσικά οικονομολόγοι, οι οποίοι ισχυρίζονται επί πλέον ότι, η μεγάλη συγκέντρωση πλούτου σε λίγους, είναι καταστροφική για το ρυθμό ανάπτυξης μίας Οικονομίας. Όσο υψηλότερα τα έσοδα (μισθοί, εισοδήματα κλπ), τόσο περισσότερα αποταμιεύει κανείς και τόσο περιορίζεται η ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά. Όπως αναφέρει δε ο Schopenhauer:

«Οι άνθρωποι που δεν έχουν κληρονομήσει κάποια περιουσία, αλλά καταφέρνουν χάρη στις ικανότητες τους να κερδίζουν χρήματα, υποκύπτουν σχεδόν πάντα στην ψευδαίσθηση ότι, το ταλέντο τους είναι το πάγιο κεφάλαιο και άρα τα χρήματα που αποκτούν χάρη σε αυτό οι τόκοι  – οπότε δεν αποταμιεύουν ένα μέρος των αποκτηθέντων, προκειμένου να συσσωρεύσουν ένα πάγιο κεφάλαιο, αλλά ξοδεύουν όλα όσα κερδίζουν. Αντίθετα, όποιος έχει μεγαλώσει μέσα σε κληρονομημένο πλούτο, έχει μάθει να διαχωρίζει ποιο είναι το κεφάλαιο και ποιοί είναι οι τόκοι, περιφρουρώντας την περιουσία του με την ίδια του τη ζωή – παραμένει επομένως τακτικός, προσεκτικός και οικονόμος».

Περαιτέρω, οι αμερικανοί προσπάθησαν να καταπολεμήσουν το φαινόμενο της συγκέντρωσης πλούτου σε λίγους (το οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της κατανάλωσης, λόγω των αντίστοιχα χαμηλών μισθών της πλειοψηφίας των εργαζομένων), με τη βοήθεια των αυξημένων «καταναλωτικών» δανείων προς τις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις (αντί της φορολόγησης της κληρονομιάς και των πλουσίων).

Όπως όμως γνωρίζουμε, οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν στην τεράστια παγκόσμια κρίση που βιώνουμε σήμερα, η οποία ξεκίνησε με την αγορά ακινήτων επί πιστώσει, με στόχο τη μεταπώληση τους με κέρδος, έτσι ώστε να αυξάνεται η κατανάλωση – έως ότου οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν, κάνοντας αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανείων στις τράπεζες.

Δεν μπορεί λοιπόν παρά να αναρωτιέται κανείς σήμερα, εάν η μαζική «επίθεση» εναντίον του κοινωνικού κράτους, ήταν από οικονομικής πλευράς αναγκαία – ή μήπως θα ήταν αρκετή μία απλή διόρθωση των υπερβολών του 1970, τις οποίες προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό τα εργατικά συνδικάτα.

Σε κάθε περίπτωση όμως, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι ο καπιταλισμός, η ελεύθερη αγορά καλύτερα, μπορεί να επιβιώσει τόσο με μεγαλύτερο, όσο και με μικρότερο κράτος – σε καμία περίπτωση όμως με κραυγαλέες εισοδηματικές ανισότητες. Η ερώτηση επομένως, το ζητούμενο καλύτερα της ιδανικής κατανομής των εισοδημάτων, δεν αφορά ουσιαστικά την Οικονομία, αλλά την Πολιτική – παρά το ότι οι σημερινοί πολιτικοί δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Όπως είπε δε γνωστός οικονομολόγος, «Η κοινωνία οφείλει να αποφασίσει εάν αποδέχεται την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων – εάν όχι, η Πολιτεία πρέπει να αναρωτηθεί ποιες θεσμικές αλλαγές απαιτούνται, για να καταπολεμηθούν οι ανισότητες».

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές

Μετά την επικράτηση του «μικρού κράτους», την οποία περιγράψαμε ήδη, το «αόρατο χέρι της αγοράς» απελευθερώθηκε από τα δεσμά του και άρχισε ξανά να κινείται ανενόχλητο/ανεμπόδιστο, όπως πριν από το 1930, στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο υποτιμήσεις του δολαρίου, με τα γνωστά «πετρελαϊκά σοκ» του 1973 και του 1979 – συνοδευόμενες από έντονες, καταστροφικές υφέσεις. Το επίπεδο των επιτοκίων ξεπέρασε τους μεσοπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ οι χρηματοπιστωτικοί νεωτερισμοί, τα παράγωγα δηλαδή κάθε είδους, αλλά και τα υπόλοιπα «προϊόντα» (πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια με τοκογλυφικά επιτόκια άνω του 20% κλπ), οδήγησαν την «τάση για επίτευξη κερδών», από την παραγωγή προϊόντων στην κερδοσκοπία.

Οι βιομηχανικοί όμιλοι, οι οποίοι σηματοδότησαν την ανάπτυξη μετά το 1930, με κέντρο βάρους την παραγωγή προϊόντων, «μεταλλάχθηκαν» σε χρηματοπιστωτικά «κτήνη». Οι τράπεζες, οι οποίες μέχρι τότε ήταν στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, μετατράπηκαν σε «αλχημιστές του χρήματος». Απλούστερα, το «θαύμα» της οικονομικής ανάπτυξης μετά το 1980, έλαβε χώρα στο χρηματοπιστωτικό κόσμο – με την αύξηση του δανεισμού, καθώς επίσης με τον «αληθινό κόσμο των επιχειρήσεων», αυτόν δηλαδή που δραστηριοποιούταν στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, να υποχωρεί συνεχώς (κενό που αναπλήρωσε η Κίνα – η παραγωγική μηχανή της δύσης).

Η θεωρητική επεξήγηση του αναμφίβολου αυτού γεγονότος, σύμφωνα με το οποίο το αόρατο χέρι της αγοράς δημιουργεί πλούτο στην πραγματική οικονομία, ενώ προκαλεί την καταστροφή στη χρηματοπιστωτική, είναι ουσιαστικά αυτονόητη. Για παράδειγμα, όταν αυξάνεται η ζήτηση για ένα προϊόν, η τιμή του ανεβαίνει – όπως επίσης και το κίνητρο κέρδους για τον «κατασκευαστή» του. Στη συνέχεια, ο επιχειρηματίας αυξάνει την ποσότητα που παράγει (ή εισέρχονται νέοι επιχειρηματίες στην αγορά, λόγω των αυξημένων προοπτικών κερδοφορίας), την προσφορά δηλαδή, οπότε η τιμή μειώνεται –ενώ αποκαθίσταται η ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς.

Όταν όμως αυξάνεται η ζήτηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές (μετοχές κλπ), την οποία ακολουθούν οι υψηλότερες τιμές, η προσφορά δεν μπορεί να αυξηθεί – αφού οι ποσότητες των μετοχών είναι συνήθως περιορισμένες (βεβαίως οι αγορές χρησιμοποιούν διάφορα  τεχνάσματα, όπως για παράδειγμα το «splitting», την παραγωγή δηλαδή δύο ή περισσοτέρων μετοχών από τη μία αρχική – η επιχείρηση όμως παραμένει η ίδια). Στην περίπτωση αυτή, όταν αυξάνεται η ζήτηση μετοχών δηλαδή, οι χρηματιστές συστήνουν συνήθως «αγορά» – οπότε, αντί της προσφοράς (όπως συμβαίνει στα προϊόντα), αυξάνεται ακόμη περισσότερο η ζήτηση και, μαζί με αυτήν, ξανά οι τιμές.

Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη «αγελαία», στρεβλή εξέλιξη των τιμών των μετοχών, των πρώτων υλών, των επιτοκίων και των συναλλαγμάτων, η οποία οδηγεί μεσομακροπρόθεσμα σε ανοδικές ή καθοδικές χρηματιστηριακές «αγορές» – σε μανιοκαταθλιπτικές δηλαδή διακυμάνσεις των τιμών, αντί σε φυσιολογικές και εξισορροπημένες.

Η δεύτερη αιτία της καταστροφικής λειτουργίας του «αόρατου χεριού» του A.Smith στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι το ότι, σε αυτές τις αγορές δεν παράγονται προϊόντα και δεν δημιουργούνται αξίες – απλά αναδιανέμονται τα υφιστάμενα, μεταξύ των συμμετεχόντων. Αυτοί δε που έχουν τις περισσότερες, εσωτερικές συνήθως πληροφορίες (Goldman Sachs, BIS, Hedge funds κλπ), κερδίζουν πάντοτε, ενώ όλοι οι άλλοι χάνουν – από τους ερασιτέχνες «επενδυτές», μέχρι τα συνταξιοδοτικά ταμεία.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές καθιστούν ουσιαστικά δυνατή τη διασπορά των κινδύνων, τους οποίους όμως οι ίδιες δημιουργούν. Μέσω δε της συνεχώς γρηγορότερης κερδοσκοπίας (διαδικτυακά καζίνο), αποσταθεροποιούν τελικά τις τιμές των μετοχών, των εμπορευμάτων κλπ – πουλώντας ταυτόχρονα νέα «ασφαλιστικά» προϊόντα (CDS κλπ), με στόχο την εξασφάλιση των «επενδυτών» από τους κινδύνους που οι ίδιες προκαλούν, αποκομίζοντας έτσι τα διπλά κέρδη.

Επομένως, η όποια εξοικονόμηση «πόρων» από τους Πολίτες των υπερχρεωμένων πια δυτικών κρατών, από τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις δηλαδή, με μειώσεις μισθών, με φόρους και με άλλες θυσίες, οδηγείται τελικά, δια μέσου των επιτοκίων, στα ταμεία του χρηματοπιστωτικού κτήνους – με αποτέλεσμα τα δημόσια χρέη να συνεχίζουν να αυξάνονται, εάν δεν αποφασιστεί η διαγραφή τους, η πραγματική δηλαδή συμμετοχή των αγορών.

Στην πραγματικότητα λοιπόν, το πρόβλημα είναι οι τοκογλυφικοί τόκοι – καθώς επίσης η προθυμία των «ιθυνόντων», να αποζημιώνουν τις «αγορές», για τους κινδύνους που οι ίδιες δημιουργούν, με στόχο την κερδοσκοπία. Η πολιτική ελίτ δεν μπορεί προφανώς να καταλάβει ότι, το αόρατο χέρι της αγοράς παράγει «πλαστές» τιμές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα – αφού, σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική οικονομία, αδυνατεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά, «μη καθοριζόμενο», μη υπακούοντας δηλαδή στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης.

Η «στρεβλή» αυτή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών αυξάνει επί πλέον την ανασφάλεια, εις βάρος της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας – ενώ όλες οι αναταραχές και οι οικονομικές κρίσεις, μετά το 1970, είναι το αποτέλεσμα της αστάθειας που προκαλούν τόσο οι άναρχες αγορές, όσο και οι μονοπωλιακές, πολυεθνικές υπερεπιχειρήσεις.

Επίλογος

Η μοναδική λύση της συστημικής κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά τις «αγορές», είναι η ρύθμιση και ο περιορισμός του χρηματοπιστωτικού κλάδου, καθώς επίσης η πραγματική συμμετοχή του στην επίλυση του προβλήματος της υπερχρέωσης της δύσης – έτσι ώστε να οδηγηθεί ξανά η υγιής τάση για κέρδος στην αληθινή οικονομία και στις επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν πραγματικά προϊόντα, απαραίτητα τόσο για την επιβίωση, όσο και για την καλύτερη διαβίωση μας.

Όσον αφορά τώρα τις πολυεθνικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις (Καρτέλ), οι οποίες επίσης ευθύνονται για τη σημερινή συστημική κρίση, αφού απομυζούν τις εθνικές οικονομίες, είναι απαραίτητο να τεθούν όρια στα μεγέθη τους – κατ’ αρχήν, με τη σωστή λειτουργία των επιτροπών ανταγωνισμού, οι οποίες έχουν μάλλον ατονήσει, εάν δεν έχουν εντελώς αποπροσανατολισθεί, από τους αρχικούς σκοπούς της ίδρυσης τους.

Εκτός αυτού, τα κράτη δεν πρέπει να ιδιωτικοποιούν σε καμία περίπτωση τις κοινωφελείς επιχειρήσεις τους (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κλπ), οι οποίες οφείλουν να παραμένουν στην ιδιοκτησία τους – λειτουργώντας βέβαια με απόλυτη διαφάνεια (Ισολογισμοί στο διαδίκτυο κλπ), έτσι ώστε να μπορούν να ελέγχονται από υπεύθυνους Πολίτες, καθώς επίσης με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Κλείνοντας, οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στους εργαζομένους στο ότι, μικρότερο κράτος (αποκρατικοποιήσεις κλπ) σημαίνει περιορισμένες κοινωνικές παροχές, καθώς επίσης χαμηλότερες αμοιβές για τους ίδιους. Αντίθετα, μεγαλύτερο κράτος, σημαίνει υψηλότερες αμοιβές και περισσότερες κοινωνικές παροχές – μέχρι εκείνο βέβαια το οριακό σημείο όπου, οι απαιτήσεις τους θα «απειλήσουν» να ξεπεράσουν τις δυνατότητες των επιχειρήσεων, ανοίγοντας το «κουτί της Πανδώρας» (όπως συνέβη 40 έτη πριν και θα πληρώνουμε για πολλά χρόνια ακόμη).

Αντί λοιπόν να καταναλώνουν άσκοπα τις δυνάμεις τους στην κριτική του «ανάλγητου» κράτους, παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι των «αγορών» (τοποθέτηση των κοινωνικών ομάδων σε αντίπαλα στρατόπεδα και κυριαρχία τους, με τη βοήθεια του «διαίρει και βασίλευε»), είναι μάλλον προτιμότερο να συμβάλλουν ενεργητικά στη σωστή λειτουργία της Πολιτείας – χωρίς  υπερβολικές απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις ή από τα κράτη, αλλά και χωρίς να επιτρέπουν τις άκρως επικίνδυνες αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες τελικά θα τους καταστήσουν δούλους των χρηματαγορών και των μονοπωλίων (ή, ίσως, αποικίες των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη).

Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από τη σημερινή, εθνική και παγκόσμια κρίση, δεν μπορεί να προέλθει από την οικονομική ελίτ, αλλά από την Πολιτική – την οποία πρέπει να αποκαταστήσουμε στην εξουσία, αναλαμβάνοντας όλοι μαζί τις ευθύνες της σωστής λειτουργίας της: με την απαίτηση για περισσότερη, άμεση και αποτελεσματική Δημοκρατία, με τη βοήθεια νέων θεσμών.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.