.
.
Όταν οι κυβερνήσεις αντί να λύνουν αμέσως τα προβλήματα επιλέγουν να τα διαιωνίζουν, για να μη χάσουν τη νομή της εξουσίας, τότε τα επιδεινώνουν γεωμετρικά – όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, η οποία οδηγείται στην καταστροφή και στο χάος.
.
(Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
“Η Ελλάδα πλησιάζει σε ένα σημείο κατάρρευσης, μοναδικό στην ιστορία σε εποχή ειρήνης – ενώ οι Πολίτες δικαιολογούνται ισχυριζόμενοι πως βρίσκονται σε κατάσταση σοκ, μετά τη δολοφονία της τελευταίας τους ελπίδας από τη σημερινή κυβέρνηση. Λύσεις πάντως υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν – απαιτούν όμως έναν αποφασισμένο και όχι έναν τρομοκρατημένο λαό“.
.
Ανάλυση
Η εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού συστήματος οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα για όλες τις χώρες – επειδή επάνω σε αυτό στηρίζεται η βιωσιμότητα της οικονομίας τους, χωρίς δάνεια δεν διενεργούνται επενδύσεις, ενώ δίχως επενδύσεις είναι αδύνατον να υπάρξει ποτέ απασχόληση, ζήτηση και υγιής ανάπτυξη. Επομένως, πρέπει να επιλυθεί άμεσα στην Ελλάδα το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, αφού διαφορετικά δεν πρόκειται να εξυγιανθούν οι τράπεζες, ούτε να καθαρίσει η ελληνική οικονομία – κάτι που έχει καθυστερήσει πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να έχουν ζημιωθεί σε μεγάλο βαθμό οι δανειολήπτες από τις ανίκανες και ανεπαρκείς κυβερνήσεις, χωρίς να το έχουν καν συνειδητοποιήσει.
Για παράδειγμα, οι τιμές των ακινήτων ήταν τουλάχιστον 30% υψηλότερες το 2011 συγκριτικά με σήμερα, ενώ δεν υπήρχε ακόμη το ΕΝΦΙΑ – οπότε, εάν αναγκαζόταν κανείς να πουλήσει το σπίτι του τότε, για να εξοφλήσει τα χρέη του, θα ήταν σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση. Εκτός αυτού υπήρχε ζήτηση – ενώ σήμερα είναι αμελητέα, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη πτώση των τιμών.
Εν πρώτοις τώρα οφείλει να διαχωρίσει κανείς τα είδη των κόκκινων δανείων των τραπεζών – αφού δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζονται όλα εξ ίσου. Στα πλαίσια αυτά διακρίνουμε τα εξής:
(α) Καταναλωτικά δάνεια: Αποτελούν τη χειρότερη μορφή, επειδή δεν πρέπει ποτέ να δανείζεται κανείς για καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά μόνο για επενδυτικούς. Η αιτία είναι το ότι, οφείλει να συνάπτει κανείς δάνεια, με την προοπτική να είναι σε θέση να τα εξυπηρετήσει – από τα κέρδη που προβλέπει επενδύοντας τα. Ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτος ο δανεισμός με στόχο την κατανάλωση – ενώ αυτοί που ισχυρίζονται ότι, δεν έκαναν λάθος επειδή θεώρησαν πως μπορούσαν να τα αποπληρώσουν με τα μελλοντικά τους εισοδήματα, τα οποία έπαψαν να υπάρχουν ή μειώθηκαν λόγω της κρίσης, δεν έχουν καθόλου δίκιο.
Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει εάν θα διατηρήσει τη θέση εργασίας του ή το μισθό του – οπότε η συγκεκριμένη δικαιολογία είναι εκτός πραγματικότητας. Πόσο μάλλον όταν τα περισσότερα καταναλωτικά δάνεια, ιδίως αυτά με τις πιστωτικές κάρτες, επιβαρύνονταν με επιτόκια της τάξης του 20% – γεγονός που σημαίνει ότι, κάθε τέσσερα χρόνια περίπου διπλασιάζεται το δάνειο, εάν δεν το εξυπηρετεί κανείς.
Η ευθύνη βέβαια δεν βαρύνει μόνο τους οφειλέτες αλλά, επίσης, τις τράπεζες – οι οποίες γνωρίζουν πολύ καλύτερα τα προβλήματα του καταναλωτικού δανεισμού, οπότε είναι απαράδεκτο να λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Επομένως, θα πρέπει να πληρώσουν και αυτές το τίμημα της ανευθυνότητας τους, διαγράφοντας τουλάχιστον το 50% αυτών των δανείων – ενώ στην Ελλάδα, όπου σύμφωνα με όλα τα δημοσιεύματα έχουν ήδη αποσβέσει από τα βιβλία τους ένα αντίστοιχο ποσοστό, θα πρέπει να το αποδώσουν στους οφειλέτες, απαιτώντας μόνο το υπόλοιπο.
Αν και δεν είναι δίκαιο για όλους τους Πολίτες, με την έννοια πως οι συνετοί που δεν δανείσθηκαν θα θεωρήσουν τους εαυτούς τους αδικημένους, δεν υπάρχει άλλη λύση – αφού διαφορετικά δεν πρόκειται να καθαρίσουν οι ισολογισμοί των τραπεζών (συνολικά τα καταναλωτικά δάνεια είναι κάτω από 30 δις € – πηγή). Δυστυχώς όμως οι τράπεζες δεν φαίνεται να έχουν καμία πρόθεση να αναλάβουν τις ευθύνες τους – γεγονός που συμπεραίνεται από τη συμπεριφορά τους απέναντι στους δανειολήπτες, η οποία είναι το λιγότερο απαράδεκτη. Όσον αφορά δε την πώληση καταναλωτικών δανείων στο 3% της αξίας τους (πηγή), οφείλει να προβληματισθεί η κυβέρνηση πολύ σοβαρά (φωτογραφία).
(β) Επιχειρηματικά δάνεια: Πρόκειται συνήθως για δανεισμό με στόχο την επένδυση, από την οποία προσβλέπει η εταιρεία μεγαλύτερο κέρδος, από όσο της κοστίζει το δάνειο – από τον τόκο δηλαδή, ο οποίος είναι ουσιαστικά η τιμή των χρημάτων. Από την πλευρά της η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να εξετάσει τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης – έτσι ώστε να βεβαιωθεί πως το δάνειο θα χρησιμοποιηθεί για επενδυτικούς σκοπούς, μέσω των οποίων θα μπορεί να εξυπηρετείται τόσο ο τόκος, όσο και τα χρεολύσια (=δόσεις). Επίσης να έχει αντίστοιχες εγγυήσεις, συνήθως εμπράγματες – έτσι ώστε να είναι εξασφαλισμένη, όταν ο επιχειρηματίας ή/και τα στελέχη της που εξετάζουν τα δάνεια κάνουν λάθος.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τώρα, αρκετά από τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια είναι δικαιολογημένα, αφού κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τη χρεοκοπία της χώρας – οπότε θα έπρεπε να διαγραφεί επίσης το ποσοστό της τάξης του 50% που έχουν ήδη αποσβέσει οι τράπεζες από τα βιβλία τους, παρά το ότι και εδώ αδικούνται οι συνεπείς δανειολήπτες.
Δυστυχώς όμως, υπάρχουν αρκετά δάνεια που δόθηκαν από τις τράπεζες χωρίς να γίνει αξιολόγηση, είτε επειδή δεν διαθέτουν σωστά εκπαιδευμένα στελέχη, είτε λόγω του ότι χρηματίσθηκαν ορισμένοι υπάλληλοι τους – οπότε πρέπει να αποδοθούν ευθύνες, έτσι ώστε να μην επαναληφθεί κάτι ανάλογο στο μέλλον. Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται η κατανομή των επιχειρηματικών δανείων – αρκετά από τα οποία είναι ενυπόθηκα.
Επιχειρηματικά Δάνεια | Σύνολο | Κόκκινα σε ποσοστά | Ποσόν |
Μεγάλες επιχειρήσεις | 54,2 δις € | 28% | 15,18 δις € |
Μικρομεσαίες | 39,7 δις € | 60% | 23,82 δις € |
Μικρές και ελ. επαγ. | 24,5 δις € | 66% | 16,17 δις € |
Λοιπές | 29,6 δις € | 32% | 9,47 δις € |
Σύνολο | 148 δις € | 43,7% | 64,64 δις € |
Σημείωση: Στοιχεία 2016. Από τα κόκκινα το 40% ήταν ήδη καταγγελμένα, το 31% σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και το 29% σε καθυστέρηση λιγότερη των 90 ημερών, αλλά αβέβαιης είσπραξης.
Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)