.
Το μεγάλο ερωτηματικό είναι βέβαια η Γαλλία, στην περίπτωση νίκης του «Εθνικού Μετώπου» της κυρίας Le Pen – η οποία τοποθετείται όλο και πιο καθαρά εναντίον του ευρώ, σχεδιάζοντας την έξοδο της χώρας από τη νομισματική ένωση εντός μόλις έξι μηνών από την εκλογή της. Με δεδομένο δε το ότι, η Γαλλία έχει τη δυνατότητα μετατροπής του 80% του δημοσίου χρέους της από ευρώ σε φράγκα, επειδή τα ομόλογα της έχουν συναφθεί στο εθνικό δίκαιο, ενός χρέους που μπορεί μεν να μην υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ της αλλά έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά το 2008 (γράφημα), η πρόθεση της δελεάζει τους Πολίτες – ενώ ανησυχεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις χρηματαγορές, αποτελώντας μία βόμβα στα θεμέλια του ευρώ, οπότε του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του δημοσίου χρέους της Γαλλίας σε δις $
.
Παράλληλα, η κυρία Le Pen ανήκει στους ένθερμους υποστηρικτές της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, του προέδρου Putin επίσης, οπότε στους αντιπάλους της Γερμανίας. Εκτός αυτού επηρεάζει το εθνικιστικό κόμμα της Ολλανδίας – επίσης την Ουγγαρία που κυβερνάται ήδη από ένα εθνικιστικό κόμμα. Ως εκ τούτου αποτελεί εκ των πραγμάτων έναν μεγάλο κίνδυνο τόσο για τη Γερμανία, όσο και για την ευρωπαϊκή ελίτ – καθώς επίσης για το γραφειοκρατικό κατεστημένο των Βρυξελών.
Συμπερασματικά λοιπόν η κατάσταση στην Ευρώπη είναι πάρα πολύ ρευστή, ενώ η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει ακόμη και τους πιο πιστούς συμμάχους της, όπως είναι η Ολλανδία – οπότε είναι εξαιρετικά πιθανή η διάλυση της σε ανεξάρτητα εθνικά κράτη, γεγονός που θα διευκόλυνε τη συνεργασία των Η.Π.Α. με τη Ρωσία, με το μοίρασμα της ηπείρου μας σε δικές τους ζώνες επιρροής. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η Γερμανία δεν θα έχει άλλη επιλογή από τη συνεργασία της με την Κίνα – εάν φυσικά δεν εγκαταλείψει τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες, λόγω της αδυναμίας της να τις πραγματοποιήσει.
Η Ελλάδα
Περαιτέρω, λογικά η Ελλάδα θα έπρεπε να επιλέξει τη συνεργασία της με τις Η.Π.Α., η οποία είναι η καλύτερα υποσχόμενη – πόσο μάλλον εάν τελικά συμμαχήσει η υπερδύναμη με τη Ρωσία. Εκτός αυτού, γνωρίζοντας πως η Γερμανία δεν είναι καθόλου γενναιόδωρη, ικανή να μην αφήσει στους οφειλέτες της ούτε ένα ψίχουλο στο πιάτο τους, καθώς επίσης πως οι λύσεις που της προτείνονται από τις Η.Π.Α. στο θέμα του δημοσίου χρέους δεν είναι βέβαια άριστες, αλλά πολύ καλύτερες από αυτές της Γερμανίας, δεν έχει απολύτως κανένα λόγο να συμμαχήσει μαζί της – πόσο μάλλον όταν η χώρα αυτή κερδίζει πάντοτε όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο, ενώ διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με την Τουρκία.
Εν τούτοις, η Ελλάδα είναι ουσιαστικά εγκλωβισμένη, όσον αφορά τις γεωπολιτικές της συμμαχίες, αφού δεν θεωρείται πλέον κυρίαρχη χώρα, αλλά αποικία των δανειστών της – οπότε δεν μπορεί να επιλέξει ελεύθερα με ποιά μεγάλη δύναμη θα συνεργασθεί και με ποιά όχι. Ουσιαστικά λοιπόν «ανήκει» στην Ευρωζώνη, άρα κατ’ επέκταση στη Γερμανία, η οποία άλλωστε έχει ήδη στην ιδιοκτησία της δύο στρατηγικές δημόσιες επιχειρήσεις, όπως ο ΟΤΕ και τα αεροδρόμια – ενώ πολλές άλλες εταιρείες της είναι εγκατεστημένες στη χώρα, κατέχοντας τις πρώτες θέσεις στον κλάδο τους, όπως η Lidl.
Εκτός αυτού, είναι εγκλωβισμένη στο τραπεζικό σύστημα της ΕΚΤ, χωρίς το οποίο οι ελληνικές τράπεζες είναι αδύνατον να επιβιώσουν – καθώς επίσης στο ευρώ, αφού μετά την υπογραφή του PSI τα εξωτερικά της χρέη δεν είναι μετατρέψιμα σε εθνικό νόμισμα, ισχύει το αγγλικό δίκαιο, ενώ έναντι αυτών έχει υποθηκεύσει τη δημόσια περιουσία της (επίσης την ιδιωτική μέσω του αφελληνισμού των συστημικών τραπεζών).
Από την άλλη πλευρά, έχει επίσης παρουσία στην Ελλάδα η Κίνα, μεταξύ άλλων μέσω της Cosco που έχει εξαγοράσει το λιμάνι του Πειραιά – το οποίο αποτελεί μία στρατηγική επιχείρηση κατά πολλούς, πόσο μάλλον με δεδομένη τη θέση της χώρας μας στη διεθνή ναυτιλία.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα είναι ήδη μέρος της δεύτερης ενδεχόμενης συμμαχίας, της Γερμανίας και της Κίνας δηλαδή, παρά τη θέληση της – ενώ, στην περίπτωση που θα ήθελε να αποχωρήσει, θα αντιμετώπιζε πάρα πολλά προβλήματα. Εν προκειμένω δεν θα έπρεπε να υποτιμούνται ούτε τα εθνικά μέσω της Τουρκίας – η οικονομία της οποίας ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τη γερμανική βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των τουριστικών της υποδομών.
Επίλογος
Έχοντας την άποψη, χωρίς φυσικά να διεκδικούμε το αλάθητο ότι, η καλύτερη δυνατή συμμαχία για την Ελλάδα, εν όψει των εγχωρίων προβλημάτων, αυτών της Ευρωζώνης, της ΕΕ, καθώς επίσης των διεθνών εξελίξεων είναι αυτή με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ είναι η πλέον συμφέρουσα για τη χώρα μας όσον αφορά ειδικά το θέμα του χρέους, θα έπρεπε να την επιδιώξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε (εντός του 2017).
Μία από τις δυνατότητες θα ήταν η μη λήψη νέων δόσεων από τους «Θεσμούς», οπότε η αναβολή πληρωμών εντός της Ευρωζώνης, εάν δεν μας εγκριθεί η ονομαστική διαγραφή τουλάχιστον του 50% του χρέους – άρα το σταμάτημα κάθε είδους διαπραγματεύσεων, αξιολογήσεων κοκ. Ταυτόχρονα, η καταγγελία των παράνομων δανειακών συμβάσεων στα διεθνή δικαστήρια, με την απαίτηση αποζημίωσης για την καταστροφή που μας προκάλεσαν τα μνημόνια, την οποία υπολογίζουμε πάνω από 1 τρις €.
Έτσι θα οδηγούμαστε σε διαπραγματεύσεις ελεγχόμενης εξόδου της χώρας μας από τη νομισματική ένωση, οπότε θα μπορούσαμε να απεγκλωβιστούμε από την παγίδα της Γερμανίας – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι, η οικονομική μας κατάσταση μετά θα ήταν ρόδινη αλλά, αντίθετα, αρκετά χειρότερη από τη σημερινή.
Εν τούτοις θα υπήρχαν οι προοπτικές για ένα καλύτερο μέλλον, οι οποίες είναι σήμερα ανύπαρκτες – ενώ, όσο πιο πολύ αργούμε να επιλέξουμε ένα οδυνηρό τέλος, βιώνοντας μία οδύνη δίχως τέλος, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να αποφύγουμε μία ανυπολόγιστη καταστροφή, παράλληλα με την κατοχή της χώρας μας από τη Γερμανία στο διηνεκές.
Η ανάλυση δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαρτίου του περιοδικού ZERO