Οι Η.Π.Α. παίζουν αριστοτεχνικά το παιχνίδι των καθυστερήσεων, γνωρίζοντας πως ο χρόνος που κυλάει είναι εις βάρος της Ρωσίας – ενώ συνεχίζουν τον πόλεμο του πετρελαίου ο οποίος, παράλληλα με τις κυρώσεις, αποδυναμώνει τον κ. Putin
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
“Ο πόλεμος με τη βοήθεια των χρηματοπιστωτικών όπλων, ευρίσκεται πλέον επίσημα στο επίκεντρο της πολεμικής τέχνης – μία θέση που, για χιλιάδες χρόνια μέχρι σήμερα, κατείχαν οι στρατιώτες και τα συμβατικά όπλα. Είμαστε της άποψης ότι, η διεξαγωγή πολέμων με χρηματοπιστωτικά όπλα, αμυντικών ή επιθετικών, θα αναλύεται σύντομα από τα επίσημα στρατιωτικά εγχειρίδια, αλλά και θα διδάσκεται στις στρατιωτικές σχολές”.
.
Άρθρο
Στην Κασπία θάλασσα, στη μεγαλύτερη λίμνη του πλανήτη, η Ρωσία έχει τοποθετήσει 31 πολεμικά πλοία – γεγονός που όμως δεν οφείλεται στα πετρελαϊκά αποθέματα της Κασπίας, τα οποία υπολογίζονται στα 100 δις βαρέλια, αφού όλες οι παράκτιες χώρες έχουν συστήσει μία κοινότητα συνεργασίας μεταξύ τους.
Επομένως, από στρατιωτικής πλευράς, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος, ενώ η χρησιμοποίηση τους στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής, όπου βομβαρδίζουν από απόσταση 1.500 χιλιομέτρων την περιοχή, μοιάζει παράλογη – επειδή αυτές οι επιθέσεις θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικές, καθώς επίσης φθηνότερες, εάν είχε προτιμηθεί η ρωσική βάση στα παράλια της Συρίας.
Εύλογα λοιπόν συμπεραίνει κανείς πως ο Ρώσος πρόεδρος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το κόστος, αλλά για την επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος της χώρας του – θέλοντας να αποδείξει στην παγκόσμια κοινή γνώμη πως τα στρατεύματα του έχουν τη δυνατότητα να βομβαρδίζουν από μία τόσο μεγάλη απόσταση, καθώς επίσης με τέτοια ακρίβεια τους στόχους τους, όπως τα αμερικανικά, ενώ είναι πρόθυμα να το κάνουν.
Περαιτέρω, η επιθετική εξωτερική πολιτική του φαίνεται πως επιδοκιμάζεται από την πλειοψηφία των Ρώσων, οι οποίοι δεν έχουν αποδεχθεί την απώλεια της θέσης της χώρας τους ως μία παγκόσμια υπερδύναμη, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το γεγονός δε ότι, έχουν περικυκλωθεί από τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ, σε όλο σχεδόν το μήκος των συνόρων τους, έχει επαναφέρει τους φόβους τους από όλους τους προηγούμενους πολέμους – αφού το 75% περίπου των Ρώσων Πολιτών θεωρεί εχθρική την αντιμετώπιση της χώρας τους από τη Δύση.
Με αυτές του τις ενέργειες βέβαια ο κ. Putin έχει καταφέρει επί πλέον να αποσπάσει την προσοχή των Ρώσων από τα οικονομικά τους προβλήματα – τα οποία προέρχονται από τις κυρώσεις της Δύσης, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των τιμών της ενέργειας, καθώς επίσης των πρώτων υλών. Θεωρείται δε πως αυτό ακριβώς έχει αυξήσει την επιθετικότητα του, η οποία ξεκίνησε με τον υβριδικό πόλεμο στην Ουκρανία, έχοντας διευρυνθεί σε έναν τακτικό στη Συρία, εκτός της περιοχής της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
.
Η οικονομική πλευρά
Από οικονομικής πλευράς τώρα, οι «παράπλευρες» ζημίες είναι τεράστιες – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν είναι σε θέση η Ρωσία να συνεχίσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τη Συριακή περιπέτεια. Ο στρατιωτικός μηχανισμός της χώρας, ο οποίος έτσι και αλλιώς ενισχυόταν με τεράστια ποσά από πολλά χρόνια πριν, καταναλώνει χρήματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την κάλυψη άλλων αναγκών της – για επενδύσεις στην παραγωγική διαδικασία, για κοινωνικές παροχές στα φτωχά εισοδηματικά στρώματα, για την επιδότηση παλαιών βιομηχανικών εγκαταστάσεων, έτσι ώστε να μην ακολουθήσουν απολύσεις του εργατικού δυναμικού τους κλπ.
Εκτός αυτού, οι πολεμικές δραστηριότητες της Ρωσίας δημιουργούν αβεβαιότητα στους διεθνείς επενδυτές, με αποτέλεσμα να χάνουν την εμπιστοσύνη τους όσον αφορά τις μελλοντικές προοπτικές της – πόσο μάλλον όταν γνωρίζουν ότι, μελετάει τη στρατηγική της χρεοκοπία, για λόγους που έχουμε αναλύσει στο παρελθόν (άρθρο). Βέβαια, δεν έχουν αντιδράσει όπως στην προσάρτηση της Κριμαίας ή στον πόλεμο της Ουκρανίας – παραμένουν όμως επιφυλακτικοί, επειδή δεν γνωρίζουν σε ποιές άλλες συγκρούσεις θα οδηγήσει ο κ. Putin τη χώρα του.
Από την άλλη πλευρά, τα οικονομικά μεγέθη της Ρωσίας επιδεινώνονται διαρκώς – αφού το ΑΕΠ της θα περιορισθεί κατά 3,8% το 2015, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η βιομηχανική της παραγωγή μειώθηκε κατά 3,7% το Σεπτέμβρη, οι κεφαλαιακές επενδύσεις πλησίασαν το -5,6%, ο πληθωρισμός συνεχίζει επικίνδυνα να είναι διψήφιος, τα πραγματικά εισοδήματα των Πολιτών της μειώθηκαν, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση έχει περιορισθεί σε μεγάλο βαθμό. Το εξωτερικό της χρέος βέβαια υποχώρησε (γράφημα), εις βάρος όμως των συναλλαγματικών της αποθεμάτων – ενώ πολλές από τις μεγάλες επιχειρήσεις της έχουν μεγάλες δυσκολίες χρηματοδότησης.
.
.
Εν τούτοις το ηθικό του πληθυσμού της είναι εντυπωσιακά υψηλό, παρά τις συνεχείς μειώσεις των μισθών, καθώς επίσης την αύξηση του κόστους ζωής – ενώ είναι τόσο υψηλότερο, όσο πιο μακριά μένει κανείς από τη Μόσχα.
Όπως φαίνεται οι Ρώσοι δεν δίνουν καμία σημασία στην ύφεση, καταναλώνοντας όλα τα χρήματα που διαθέτουν, σαν να μην υπάρχει αύριο – ενώ οι επιχειρηματίες θεωρούν τις κυρώσεις που επέβαλλε η Δύση ως ευκαιρία, για την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας, η οποία είχε παραμεληθεί λόγω της «επικέντρωσης» στους τομείς της ενέργειας και των πρώτων υλών.
Η χρηματοδότηση όμως είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα τους – αφού, με εξαίρεση την ευρύτερη περιοχή της Μόσχας, οι τράπεζες έχουν σταματήσει να δανειοδοτούν τις επιχειρήσεις για πάνω από ένα έτος. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα της μεγάλης πτώσης της ισοτιμίας του ρουβλίου στις εξαγωγές – αφού δεν παράγουν αρκετά προϊόντα, ενώ δεν είναι σε θέση να διεξάγουν αντίστοιχες επενδύσεις (ένα πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε και η Ελλάδα, εάν επέστρεφε στη δραχμή).
Φυσικά θα έπρεπε να ασχοληθεί με το θέμα πολύ σοβαρά η κυβέρνηση, η οποία όμως δεν φαίνεται διαθέσιμη να υιοθετήσει φιλελεύθερους κανόνες – απελευθερώνοντας την αγορά από τα μονοπώλια, καταργώντας τους εισαγωγικούς δασμούς και επιβάλλοντας μεγαλύτερους φόρους στις ενεργειακές εταιρίες, έτσι ώστε να μπορέσει να στηρίξει τους άλλους τομείς της οικονομίας.
Εύλογα λοιπόν το έλλειμμα του προϋπολογισμού προβλέπεται στο -5,7% εάν όχι υψηλότερα – αφού το ήμισυ περίπου των κρατικών εσόδων προέρχεται από τις εξαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών, οι τιμές των οποίων είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αντί δε να επενδύει η κυβέρνηση, ακολουθεί μία αυστηρή πολιτική λιτότητας, περιορίζοντας τα δημόσια έργα, καθώς επίσης μειώνοντας δραστικά τις δαπάνες, με αποτέλεσμα να κλείνουν ακόμη και νοσοκομεία ή σχολεία σε όλη την έκταση της χώρας.