Τραπεζικά αδιέξοδα – The Analyst
ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Τραπεζικά αδιέξοδα

ΕΙΚΟΝΑ---τραπεζες,-ασφυξία

Για εκείνο το χρονικό διάστημα που δεν αναπτύσσεται μία οικονομία, επικρατεί μία πιστωτική ασφυξία, η οποία ανατροφοδοτεί την ύφεση, τον αποπληθωρισμό και την ανεργία – με αποτέλεσμα η πληγείσα χώρα να οδηγείται νομοτελειακά στη χρεοκοπία

(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

“Όσον αφορά τις σχετικά πρόσφατες κρίσεις, στην Ιαπωνία η κρίση ξεκίνησε το 1991 – όπου ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, τα επισφαλή δάνεια ανήλθαν στο 10% του ΑΕΠ το 1995, στο 18% του ΑΕΠ το 1998 και στο 35% του ΑΕΠ το 2002. Αυτό βέβαια είχε ως αποτέλεσμα την κρατικοποίηση 7 τραπεζών, το κλείσιμο 61 χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και τη συγχώνευση άλλων 28, το 2002.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί και να περιορισθεί η κρίση, δαπανήθηκαν αρχικά 100 δις $ το 1996, ενώ δύο χρόνια αργότερα η κυβέρνηση ανακοίνωσε το σχέδιο Obuchi, με το οποίο παρείχε 500 δις $ (12% του ΑΕΠ) –  προκειμένου να καλύψει απώλειες από δάνεια, να συμβάλει στην αναδιοργάνωση των τραπεζών, αλλά και να εξασφαλίσει όσο ήταν δυνατό τις καταθέσεις των αποταμιευτών. Μέχρι το 2002, οι απώλειες για την οικονομία ανήλθαν σε 24% του ΑΕΠ – ενώ συνεχίζει μέχρι σήμερα να δαπανάει χρήματα, με το δημόσιο χρέος της να πλησιάζει στο 250% του ΑΕΠ της.

Όσον αφορά την Αργεντινή, έχει έρθει αντιμέτωπη με τέσσερις τραπεζικές κρίσεις, από το 1980 έως και σήμερα. Στην πρώτη κρίση, η οποία διήρκεσε από το 1980 έως το 1982, πάνω από 70 ιδρύματα (με ποσοστό 16% του τραπεζικού και 35% του ευρύτερου χρηματοοικονομικού τομέα βάσει ενεργητικού) είτε «ρευστοποιήθηκαν», είτε τέθηκαν σε καθεστώς επιτήρησης, επιφέροντας απώλειες της τάξης του 55% του ΑΕΠ.

Λίγα χρόνια αργότερα (1989-90) η Αργεντινή ήρθε αντιμέτωπη με μια δεύτερη κρίση, με τα επισφαλή δάνεια να ανέρχονται στο 27% του συνόλου των δανείων – γεγονός που οδήγησε στην πτώχευση τραπεζών, των οποίων το ενεργητικό αντιστοιχούσε στο 40% του συνόλου του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Στην τρίτη κρίση, το 1995, οκτώ τράπεζες τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, 3 πτώχευσαν, ενώ, μέχρι το τέλος του 1997, 63 από τις 205 τράπεζες έκλεισαν ή αναγκάστηκαν να συγχωνευθούν.

Η τελευταία κρίση ξεκίνησε το Μάρτιο του 2001 και δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί. Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης αυτής, η κεντρική τράπεζα παρείχε βοήθεια 7,7 δισ. δολαρίων (2% του ΑΕΠ) προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος.

Μεταξύ των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρώντις μεγαλύτερες απώλειες είχε η Ισπανία (1977-85, απώλειες της τάξης του 17% του ΑΕΠ), η Φινλανδία (1991-93, απώλειες της τάξης του 8% του ΑΕΠ), η Σουηδία (1991, απώλειες της τάξης του 6% του ΑΕΠ) και η Νορβηγία (1987-99, απώλειες της τάξης του 4%).

Όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, αναφέρονται τουλάχιστον 12 περιπτώσεις που το κόστος σε ΑΕΠ ξεπέρασε το 10%. Παράδειγμα αποτελούν η Βενεζουέλα (18%), η Βουλγαρία (14%), το Μεξικό (12%-15%) και η Ουγγαρία (10%).

Συμπερασματικά λοιπόν η Ελλάδα βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση, σχετικά με όλες τις άλλες χώρες μέχρι σήμερα – αφού η πτώση του ΑΕΠ της, σε όρους δολαρίου, πλησιάζει το 30%, ενώ οι τραπεζικές επισφάλειες αγγίζουν το 40%. Επομένως, τα κεφάλαια που θα χρειαζόταν για να μην χρεοκοπήσει, μαζί με τις τράπεζες της, πόσο μάλλον για να αναπτυχθεί, θα ήταν τεράστια – λόγω των λαθών της Ευρώπης και των κυβερνήσεων της”.

.

Άρθρο

Όταν μία οικονομία είναι βυθισμένη στην ύφεση, πόσο μάλλον στον αποπληθωρισμό, αφενός μεν περιορίζεται συνεχώς το ΑΕΠ της (οπότε η σχέση του με το χρέος), αφετέρου «πνίγεται» από τους τόκους των δανείων της – αφού είναι αδύνατον να εξασφαλίσει επιτόκια, χαμηλότερα από τον αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης της.

Εκτός αυτού η ανεργία, η οποία «τροφοδοτεί» την ύφεση μέσω της μειωμένης κατανάλωσης, αυξάνει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού (επιδόματα ανεργίας κλπ.), «εκβάλλοντας» τελικά στο χρέος – με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο ανεξέλεγκτο.

Εκτός όμως από τα παραπάνω, η ύφεση, ο αποπληθωρισμός και η ανεργία, έχουν μία ακόμη καταστροφική «παρενέργεια» – προκαλούν «πιστωτική ασφυξία» ακόμη και στις οικονομίες με υγιείς τράπεζες, οι οποίες έχουν στη διάθεση τους μεγάλες ποσότητες δανειακών κεφαλαίων.

Η αιτία είναι το ότι οι τράπεζες, για να δανείσουν τα χρήματα τους, οφείλουν να είναι σε κάποιο βαθμό σίγουρες για την επιστροφή τους – να αναλαμβάνουν δηλαδή ρίσκα, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως φυσιολογικά, «διαχειρίσημα». Άλλωστε δεν είναι μόνο υπεύθυνες απέναντι στους μετόχους, αλλά και στους καταθέτες τους – από κάθε πλευρά (τα περί εγγυητικών κεφαλαίων για τις καταθέσεις, είναι εκτός πραγματικότητας).

Στα πλαίσια αυτά, καμία τράπεζα δεν δανείζει χρήματα σε υφιστάμενους ή μελλοντικούς ανέργους – σε πολίτες που υπερφορολογούνται, οπότε μειώνονται δραματικά τα εισοδήματα τους, σε επιχειρήσεις που πουλούν όλο και λιγότερα προϊόντα, λόγω μειωμένης κατανάλωσης, σε εταιρείες, οι πελάτες των οποίων αντιμετωπίζουν δυσκολίες πληρωμής των λογαριασμών τους, σε κράτη στα πρόθυρα της χρεοκοπίας κοκ.

Εκτός αυτού, όταν οι ενυπόθηκες εγγυήσεις των τραπεζών χάνουν συνεχώς σε αξία αφού, για παράδειγμα, οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα καταρρέουν, αφενός μεν αναγκάζονται να περιορίσουν τα υφιστάμενα δάνεια τους, λόγω μειωμένων εγγυήσεων, αφετέρου τα καινούργια που τυχόν δίνουν είναι πολύ χαμηλότερα – προσαρμοσμένα στις νέες αξίες των εγγυήσεων τους.

Επομένως, για εκείνο το χρονικό διάστημα που δεν αποκαθίσταται ο ρυθμός ανάπτυξης μίας οικονομίας, επικρατεί, εκτός των άλλων, μία πιστωτική ασφυξία, η οποία ανατροφοδοτεί με τη σειρά της την ύφεση, τον αποπληθωρισμό και την ανεργία – με αποτέλεσμα να μην μπορεί η πληγείσα χώρα να ξεφύγει από την παγίδα, οδηγούμενη νομοτελειακά στη χρεοκοπία.

.

Καταθέσεις και χορηγήσεις

Περαιτέρω, είναι γνωστό πως οι καταθέσεις δεν έχουν καμία σχέση με τις χορηγήσεις – με τα δάνεια δηλαδή που δίνουν οι τράπεζες. Ουσιαστικά, για κάθε 100 € που δανείζουν οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ως εγγύηση στην ΕΚΤ μόλις 1 € – οπότε τα 99 € είναι στην πραγματικότητα «αέρας». Ακριβώς για το λόγο αυτό έχουμε πολλές φορές τονίσει ότι, τα επιτόκια των τραπεζών σε σχέση με τα δικά τους χρήματα, με το 1 € δηλαδή, είναι κάτι παραπάνω από τοκογλυφικά.

Εν τούτοις, η σχέση των καταθέσεων με τα δάνεια είναι πάντοτε σημαντική για τον τραπεζικό κλάδο, επειδή καθορίζει το πόσο υγιής είναι. Όταν η σχέση αυτή είναι κάτω από τη μονάδα, όταν δηλαδή για κάθε 1 € καταθέσεις οι τράπεζες δανείζουν λιγότερα από 1 €, τότε θεωρείται πως ευρίσκονται σε καλή κατάσταση – ενώ στην αντίθετη περίπτωση τείνουν να έχουν πρόβλημα.

Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading