Εκλογές ή προεδρολογία; – The Analyst
ΑΠΟΨΕΙΣ & ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

Εκλογές ή προεδρολογία;

Εκλογές-και-μάχη

Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με την προεδρολογία, ενώ κανείς Έλληνας δεν ενδιαφέρεται για το πρόσωπο του προέδρου. Θα έπρεπε να συζητάμε μια νέα διαπραγμάτευση για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση, με στήριξη κατ αρχήν ή και αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις.

(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

 Από τις 17 Νοεμβρίου γράφαμε, από αυτές εδώ τις στήλες με τον τίτλο Αλήθειες και ψέματα: «Tις πρόωρες εκλογές τις έχει αποφασίσει ο Σαμαράς, αλλά παριστάνει το αντίθετο. Η τρόικα μπορεί να είναι ένα εμπόδιο που χαλάει την προεκλογική σούπα και τα συνθήματα περί εξόδου από το μνημόνιο και άλλους τέτοιους «αισιόδοξους» ισχυρισμούς, αλλά μόλις ο Σαμαράς αισθανθεί ότι η κατάσταση δεν βελτιώνεται αλλά κάθε μέρα χειροτερεύει για το κόμμα του, θα επισπεύσει τις διαδικασίες. Η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, οι υπουργοί κλείνουν τα ρουσφέτια τους και το πελατειακό κράτος, δουλεύει σαν να μην υπάρχει αύριο.» Η υπενθύμιση δεν γίνεται για να δρέψουμε τις δάφνες της έγκυρης πρόβλεψης, των ελιγμών του Αντώνη Σαμαρά, αλλά για λόγους μεθοδολογίας. Αν η ανάλυσή μας ήταν έγκυρη  στο ένα σημείο, δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο έγκυρη και στα υπόλοιπα σημεία που συνδέονται.

Στις 8 Οκτωβρίου, γράφαμε από αυτή τη θέση και τα εξής: «Η κατάσταση αυτή δεν έχει διαλάθει της προσοχής της Μέρκελ ή του ΔΝΤ, γιατί έχουν εδώ τους ανθρώπους τους και παρακολουθούν απευθείας την Ελλάδα. Δεν στηρίζονται στην «ενημέρωση» του Αντώνη Σαμαρά. Ορθολογικά, ακόμα κι αν ήθελε να κάνει υποχωρήσεις για να θεραπεύσει έστω την ανθρωπιστική κρίση στη χώρα, δεν θα το κάνει για να διασώσει το καμένο χαρτί του Σαμαρά και του Βενιζέλου οι οποίοι δεν εκφράζουν κάποιο πλειοψηφικό ρεύμα στη χώρα. Πολύ περισσότερο που οι τραπεζίτες διαβεβαιώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά απειλή για το κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς».

Στο ίδιο άρθρο αναλύοντας τις επιδιώξεις του Αντώνη Σαμαρά, γράφαμε ότι έχει τρείς στόχους κυρίως επικοινωνιακού χαρακτήρα:

  1. Το τέλος του μνημονίου
  2. Την θεσμοθέτηση φοροαπαλλαγών
  3. Την εξεύρεση αναπτυξιακών κονδυλίων.

Από τους τρείς αυτούς στόχους, οι οποίοι θα του επέτρεπαν να διεκδικήσει μια αξιοπρεπή ήττα, δεν πέτυχε κανέναν. Γιατί μόλις οι δανειστές και κυρίως ο Σόϊμπλε που χαράζει την πορεία και καθοδηγεί από μακριά τις διαπραγματεύσεις, κατάλαβαν ότι ο Σαμαράς δεν μπορεί να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, δεν του παραχώρησαν, όχι μόνον αναπτυξιακά κονδύλια, όχι χαλάρωση της λιτότητας, αλλά ούτε τη ρητορική του τέλους του μνημονίου. Με άλλα λόγια Σαμαράς και Βενιζέλος αντιμετωπίζονται πλέον ως στημένες λεμονόκουπες από τη γερμανική ηγεμονία, γιατί έχασαν την ικανότητα να σέρνουν τον ελληνικό λαό από τη μύτη, και να νομιμοποιούν τις αποφάσεις τους.

Με τον ίδιο τρόπο, αντιμετώπισαν τον Γιώργο Παπανδρέου στη Σύνοδο Κορυφής των Καννών, όταν τους ανακοίνωσε την αδυναμία του να κυβερνά πλέον και την ανάγκη να καταφύγει σε δημοψήφισμα, είτε για να νομιμοποιηθούν οι ως τότε αποφάσεις που είχαν ληφθεί ερήμην του ελληνικού λαού, είτε για να αποδοκιμαστούν και να γίνει νέα διαπραγμάτευση. Αυτό σήμαινε, (αν το αποδέχονταν) ότι δεν είναι μονόδρομος η διάσωση των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων και ότι υπάρχει και άλλος δρόμος, η διαγραφή των χρεών με πολιτική απόφαση, γιατί το χρέος είναι πολιτικό μέγεθος. Και ο Παπανδρέου και ο Σαμαράς, έκαναν το ίδιο λάθος εκτίμησης. Υπέθεσαν ότι οι δανειστές θα προτιμούσαν το «μικρότερο κακό» κατά την κρίση τους. Να συνεχίσουν την αφαίμαξη της Ελλάδας, με αργότερους ρυθμούς, ώστε να αντέξει η κοινωνία και να μην προκληθεί κοινωνική εξέγερση. Για τους δανειστές όμως δεν ήταν αυτό το μικρότερο κακό. Τυχόν παραδοχή εκ μέρους τους ότι το χρέος συνιστά πολιτικό μέγεθος, θα τους υποχρέωνε να ακολουθήσουν την ίδια πολιτική και στο εσωτερικό των χωρών τους. Εκεί μπορεί οι ρυθμοί αφαίμαξης του εισοδήματος των πολιτών μέσω του κράτους να είναι μικρότεροι σε σύγκριση με της Ελλάδας, αλλά πάντως είναι μεγάλοι και κυρίως όλα αυτά τα χρήματα καταλήγουν στις τράπεζες και κόβονται από το κοινωνικό κράτος.

Για παράδειγμα στη Γερμανία, τα έσοδα του δημοσίου ήταν (το 2009) περίπου 270 δις ευρώ, και το σύνολο των δαπανών που επιστρέφουν με κάποια μορφή στους πολίτες ήταν 230 δις ευρώ. Η διαφορά των 40 δις ευρώ καταλήγει στις τράπεζες μέσω των τόκων που πληρώνονται για δάνεια που λαμβάνει από τις τράπεζες και που την ίδια χρονιά ήταν μόνον 10 δις ευρώ. Αυτά τα ποσά μπορεί να είναι μικρά ως ποσοστά του γερμανικού ΑΕΠ, αλλά είναι μεγάλα ως απόλυτα νούμερα και αποφέρουν ανάλογα κέρδη στις τράπεζες οι οποίες χορηγούν αυτά τα δάνεια στο γερμανικό δημόσιο με «γερμανικά» επιτόκια. Στη Γερμανία αυτά είναι τα δάνεια μόνον της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, γιατί υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα, είτε από τα ομόσπονδα κρατίδια, είτε από τους δήμους, είτε από την KFW την κεντρική αναπτυξιακή τράπεζα, η οποία ασκεί όλη την χρηματοδοτική πολιτική του κράτους, όπως στην Ελλάδα το κάνει η κεντρική κυβέρνηση. Μιλάμε δηλαδή για τεράστιες ποσότητες χρήματος κάθε χρόνο, οι οποίες δεν βγαίνουν από κανένα θηραυροφυλάκιο, αλλά κόβονται από αέρα κοπανιστό και αποδίδουν πραγματικό πλούτο στους τραπεζίτες. Κι επειδή κανείς πολίτης δεν θα έδινε εθελοντικά τα χρήματά του στους τραπεζίτες, παρεμβαίνει το κράτος και τα εισπράττει ως φόρους από τους πολίτες και τα αποδίδει ως τόκους στους τραπεζίτες.

Το γερμανικό κράτος βρίσκεται σε αρμονική συνεργασία με τους Γερμανούς τραπεζίτες, γιατί οι μεν τραπεζίτες έχουν την υποστήριξη του κράτους στις δουλειές τους, αλλά και επιστρέφουν ισχύ στο κράτος τους, χρησιμοποιώντας τα οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής, για να βοηθήσουν το κράτος να πετύχει τους στρατηγικούς του στόχους για ηγεμονία στην Ευρώπη. Η συνέχιση της κερδοφορίας των τραπεζών είναι το μείζον γι αυτούς, και φυσικά η μη αμφισβήτηση της θέσης που έχουν μέσα στην οικονομία και της δυνατότητας να αποκομίζουν ιδιωτικά κέρδη από την εκμετάλλευση της τραπεζικής πίστης η οποία είναι συλλογικό αγαθό και οφείλεται κυρίως στις καταθέσεις των πολιτών και στην εγγύηση του κράτους.

Επομένως το «μικρότερο κακό» για τον Παπανδρέου και για τον Σαμαρά, είναι το «μείζον κακό» για τους τραπεζίτες και για την κυβέρνηση της Γερμανίας. Αυτό είναι ολοφάνερο, αν σκεφτούμε ότι το συμφέρον του δανειστή είναι ακριβώς το αντίθετο από το συμφέρον του δανειζόμενου. Ο δανειστής θέλει να ανταλλάξει τη φούσκα του χρέους (στη δημιουργία του οποίου κατέχει το μονοπώλιο) με πραγματικό πλούτο που είναι είτε ακίνητα, είτε μετοχές επιχειρήσεων είτε η εργασία και η περιουσία την οποία έχουν στα χέρια τους οι πολίτες. Ο δανειζόμενος, έχει συμφέρον από τον πληθωρισμό του χρήματος γιατί έτσι ελαφραίνει το χρέους του κατά το ποσοστό του πληθωρισμού, δηλαδή δίνει μικρότερη ποσότητα πραγματικού πλούτου (εργασίας ή περιουσίας) για την εξόφληση της φούσκας του χρέους.

Η μικρή αυτή «παρεξήγηση» εξηγεί το άδειασμα του στενού άμεσου συνεργάτη της Μέρκελ και του Σόϊμπλε (και έμμεσου στενού συνεργάτη των τραπεζιτών) αμέσως μόλις εκείνος αδυνατεί να εξυπηρετήσει πλέον τα συμφέροντά τους. Τους είναι πλέον άχρηστος. Γιατί οι τραπεζίτες έχουν ανάγκη την νομιμοποίηση των ενεργειών τους από μια νόμιμη κυβέρνηση. Ακόμα δεν αποφάσισαν να εισβάλουν με τα τάνκς και να επιβάλουν τα συμφέροντά τους με ωμό τρόπο, όπως στη δεκαετία του 1940. Ποιος κατέχει το κλειδί της νομιμοποίησης των περαιτέρω ενεργειών τους; Ο φερόμενος ως νικητής των επόμενων εκλογών, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Τσίπρας το έχει καταλάβει και το είπε δημοσίως, ότι η τρόϊκα ήδη διαπραγματεύεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος αποτελούν παρελθόν και πλέον η μοναδική τους χρησιμότητα για τους δανειστές είναι να μειώσουν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, σπέρνοντας τον φόβο και επαναλαμβάνοντας στο εσωτερικό τα δικά τους επιχειρήματα. Δεν θα ήταν κομψό να αναμιχθούν άμεσα στην εσωτερική πολιτική οι ξένοι πολιτικοί. Και ενδεχομένως να προκαλούσαν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εγκαταλείπουν λοιπόν τον Σαμαρά και περιμένουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τον Τσίπρα για να του δείξουν τα δόντια τους.

Απέσυραν από το τραπέζι και την υπόσχεση ελάφρυνσης του χρέους που είχαν λάβει στο Συμβούλιο Κορυφής του Δεκεμβρίου 2014 ώστε να το εξαργυρώσουν με αντίστοιχες υποχωρήσεις της Ελλάδας, δηλαδή του Τσίπρα ο οποίος θα την εκπροσωπεί. Τα όπλα των δανειστών με τα οποία κατέβαλαν τον Παπανδρέου και τον Σαμαρά, είναι διαθέσιμα στο τραπέζι και μάλιστα ισχυρότερα. Για παράδειγμα ισχύει το αγγλικό δίκαιο έναντι του ελληνικού. Κάτοχοι του χρέους είναι τα κράτη και όχι ιδιωτικές τράπεζες. Κατά βάση όμως η διαπραγμάτευση παραμένει η ίδια με τη Γερμανία να είναι η χώρα η οποία αντιδρά σε οποιαδήποτε πολιτική λύση του προβλήματος του χρέους.

To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.