Η μη συνεννόηση των κομμάτων μεταξύ τους και η δημιουργία ενός πολωτικού κλίματος εμφυλίου πολέμου, οδηγούν την Ελλάδα στο χάος – από το οποίο, εάν συμβεί, δεν θα υπάρξει επιστροφή, αφού βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή της ιστορίας της
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
“Οι δύο οντότητες (τα κόμματα εν προκειμένω) μπορούν να κερδίσουν σημαντικά οφέλη από τη συνεργασία ή να υποστούν την αποτυχία εάν το πράξουν, αλλά θεωρούν αδύνατο ή δαπανηρό να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους, για την επίτευξη της συνεργασίας” (το συμπέρασμα του «διλήμματος του φυλακισμένου», από τη θεωρία των παιγνίων).
.
Άρθρο
Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πλέον καθαρά πολιτικό, οπότε απαιτείται μία εκ βάθρων ανανέωση ολόκληρου του «κομματικού σκηνικού» – αφού αδυνατεί να κατανοήσει πως τίποτα δεν έχει μείνει στη θέση του, τίποτα δεν λειτουργεί όπως στο παρελθόν, ενώ το οικονομικό τοπίο, εντός και εκτός τη χώρας, έχει αλλάξει εντελώς.
Δυστυχώς, η πατρίδα μας δεν έχει μόνο μία πολύ κακή κυβέρνηση, απογοητευτικά στελεχωμένη αλλά, επίσης, μία αντίστοιχα κακή αντιπολίτευση – η οποία είτε είναι απελπιστικά αδαής, είτε ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την άνοδο της στην εξουσία, έστω και για μία μόνο ημέρα.
Διαφορετικά δεν εξηγείται η επιμονή της σε μία «μονομερή διαπραγμάτευση» του χρέους, η οποία θα ήταν μοναδική στην ιστορία – αφού θα ζητούσε την υποχρεωτική διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών της χώρας, ταυτόχρονα με την απαίτηση νέου δανεισμού της από αυτούς που θα ζημίωνε!
Με απλά λόγια, η αντιπολίτευση έχει την εντύπωση πως μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί με έναν ληστή που έχει εισβάλλει στο σπίτι του, έχοντας τοποθετήσει το πιστόλι στον κρόταφο του – πείθοντας τον όχι μόνο να μην τον ληστέψει, χαρίζοντας του τη ζωή, αλλά και να του δώσει δανεικά!
Εύλογα λοιπόν οι Έλληνες δεν την εμπιστεύονται, αφού στην αντίθετη περίπτωση θα είχαν διώξει οι ίδιοι την κυβέρνηση – είτε βγαίνοντας μαζικά στους δρόμους, είτε δίνοντας της 50% στις δημοσκοπήσεις, είτε επιλέγοντας τις πρόωρες εκλογές. Εκλογές όμως δεν επιθυμεί η πλειοψηφία, ακριβώς επειδή διαπιστώνει το τεράστιο πολιτικό κενό στη χώρα: το «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη πλευρά η σημερινή κυβέρνηση, με έναν πρωθυπουργό που αντιμετωπίζει άθλια, κυριολεκτικά σαν σκουπίδι τον αρχηγό της αντιπάλου παράταξης, καθώς επίσης με έναν υπουργό οικονομικών μοναδικό μέχρι σήμερα στα χρονικά της χώρας, έχει την ουτοπική αντίληψη πως η Ελλάδα, συνεχίζοντας να υποκλίνεται, θα λύσει το πρόβλημα του χρέους – όταν δεν μπορεί να μην γνωρίζει πως ακόμη και αν το δημόσιο χρέος ήταν μηδενικό, η κατάσταση στην οποία έχει οδηγηθεί η χώρα είναι αδύνατον να αντιστραφεί, χωρίς μαζικές επενδύσεις του τύπου ενός «σχεδίου Marshall».
Θέλει να μας πείσει δε πως η οικονομία έχει εξυγιανθεί, αφού εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα, όταν γνωρίζει πως τα πλεονάσματα αυτά στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στην υπερβολική αύξηση των φόρων, ενώ είναι πλασματικά – αφού δεν θα υπήρχαν, εάν η Ελλάδα δεν δανειζόταν από την Τρόικα με μέσο επιτόκιο 2% (0,8% από την Ευρώπη), αλλά με ένα σχετικά φυσιολογικό της τάξης του 5%.
Απλούστερα, εάν το ετήσιο κόστος του χρέους (τόκοι) δεν ήταν 6 δις €, λόγω της υπαγωγής της χώρας στα μνημόνια, αλλά το λιγότερο 16 δις €, σύμφωνα με τα ελάχιστα επιτόκια που θα μπορούσαμε να πάρουμε από την ελεύθερη αγορά, η Ελλάδα δεν θα είχε πρωτογενές πλεόνασμα 2 δις € – αλλά πρωτογενές έλλειμμα 8 δις €, μόνο από τη διαφορά των τόκων.
Πως είναι δυνατόν λοιπόν να ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός ότι μπορούμε να φύγουμε από τα μνημόνια, άρα να επιστρέψουμε στις αγορές, τουλάχιστον για την ανακύκλωση των παλαιών χρεών (ομολόγων) και να μην χρεοκοπήσουμε, όταν η Ελλάδα είναι αδύνατον να «αφομοιώσει» τη διαφορά των επιτοκίων;
Περαιτέρω είναι σωστό το ότι, το χρέος της Ελλάδας θα μπορούσε να θεωρηθεί στο 65% του ΑΕΠ της, με κριτήριο το κόστος εξυπηρέτησης του – αφού, εάν δανειζόταν με τα κανονικά επιτόκια (5%), το δημόσιο χρέος θα έπρεπε να είναι της τάξης των 120 δις €, για να είναι ο τόκος στα σημερινά 6 δις €.
Πρόκειται όμως για μία «εξόφθαλμα στατική» αντιμετώπιση της κατάστασης, η οποία ισχύει μόνο για το χρονικό διάστημα που η χώρα παραμένει στον ορό της Τρόικα – αφού με την έξοδο της στις αγορές τα επιτόκια θα αυξάνονταν, οπότε το θεωρητικό χρέος των 120 δις € (με κριτήριο το κόστος του), θα αυξανόταν σταδιακά, φτάνοντας γρήγορα στα σημερινά επίπεδα.
Όσον αφορά τώρα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο είναι πράγματι θετικό, το γεγονός ότι βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στον τουρισμό σημαίνει ότι, δεν εξασφαλίζεται η χώρα από τυχόν απρόοπτα – αφού η πτώση στον τουριστικό κλάδο, η οποία δεν μπορεί να αποκλεισθεί, θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την οικονομία της. Αυτό συμπεραίνεται από το εμπορικό ισοζύγιο (γράφημα), το οποίο συνεχίζει την καθοδική του πορεία – τεκμηριώνοντας πως έχει απογυμνωθεί εντελώς ο παραγωγικός ιστός της χώρας.
.
.
Στα πλαίσια αυτά, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ο υπουργός οικονομικών πως το πρόβλημα είναι η μειωμένη προσφορά και όχι η καταρρέουσα ζήτηση – αφού χωρίς την αύξηση της ζήτησης, κανένας λογικός άνθρωπος δεν επενδύει, για να υπάρξει ικανή προσφορά.
Ο «κατά φαντασία» επικριτής λοιπόν του Keynes, άρα οπαδός της ανώτερης γερμανικής «λογικής», ο οποίος νομίζει πως θα μπορούσαν να διενεργηθούν επενδύσεις σε περιβάλλον πτωτικής ζήτησης, αδυνατεί να κατανοήσει πως η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία – οπότε δεν μπορεί να λειτουργήσει «μερκαντιλιστικά», αναζητώντας την αυξημένη ζήτηση στις άλλες χώρες και στις εξαγωγές.
Με κριτήριο τώρα όλα τα παραπάνω, εγώ τουλάχιστον θεωρώ εξαιρετικά επικίνδυνο το πολιτικό κενό που διαπιστώνεται στην Ελλάδα. Ειδικότερα τα εξής: