Το γεγονός ότι στα λόγια έσωσαν τη χώρα από την έξοδο από το ευρώ και από τη «χρεοκοπία», δεν έχει καμιά αξία, αφού την σώζουν τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
Η τιμή, όπως και η πολιτική στρατηγική, τιμή δεν έχει και χαρά σ’τον που την έχει. Όλοι οι πολιτικοί αναλυτές της χώρας, έπεσαν σε βαθιά περισυλλογή για να καταλάβουν ποια πολιτική στρατηγική κρύβεται πίσω από την μεγαλοφυή ιδέα του Βαγγέλη Βενιζέλου να ζητήσει η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, ώστε να σταθεροποιηθεί η κυβέρνηση από την αποσάρθρωση και αυτοδιάλυση που την έχει χτυπήσει.
Μερικοί εμβριθείς αναλυτές ιδίως της Αριστεράς, ψάχνουν να τεκμηριώσουν κάποια νέα επιθετική κίνηση του κεφαλαίου εναντίον του εργαζόμενου λαού.
Πρόκειται για από-ιδεολογικοποιημένη και από-πολιτικοποιημένη καταστροφική διαχείριση της Ελλάδας. Το να ακολουθείς την τακτική που ακολούθησαν άλλοι πριν από σένα με επιτυχία, δεν σου εξασφαλίζει και σένα την επιτυχία.
Μπορεί ο Καραμανλής να ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης και 2,5 μήνες μετά να πήγε σε εκλογές το 2009 από όπου έβγαλε το κόμμα του με 33%, μπορεί ο Γιώργος Παπανδρέου να πήρε ψήφο εμπιστοσύνης και μέσα σε μία εβδομάδα να παρέδωσε την κυβέρνηση στον Παπαδήμο, τον οποίο διόρισαν οι τραπεζίτες και η τρόϊκα, αλλά την ίδια «επιτυχία» δεν είναι σίγουρο ότι θα έχει κι όποιος ακολουθήσει την ίδια συνταγή.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου πράγματι χρησιμοποιούσε την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης για να ανακατέψει εκ νέου την τράπουλα. Αλλά είχε στα χέρια του την τράπουλα. Όποιος το έκανε έκτοτε, μιμούμενος τη διαδικασία, κατέληξε στα χειρότερα.
Ο Μάο Τσε Τούνγκ και ο Τσάνγκ Κάϊ Σέκ, έπεφταν να κοιμηθούν κάθε βράδυ, διαβάζοντας λίγες σελίδες από το βιβλίου «Περί πολέμου» του Κινέζου στρατηγού Σου Τζού. Και ο Μέγας Αλέξανδρος πριν κοιμηθεί διάβαζε λίγες σελίδες από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες της εποχής του. Αυτό δεν σημαίνει πως όποιος ακολουθεί μια «μέθοδο» θα έχει και θετικά αποτελέσματα.
Μάλιστα στην περίπτωση του Μάο και του Τσάνγκ Κάϊ Σέκ, δεν μπορούσαν να νικήσουν και οι δύο, αφού ήταν αντίπαλοι. Το ανάλογο ισχύει και με τον Βενιζέλο, με τον Καραμανλή ή με τον Γιωργάκη Παπανδρέου. Μιμούμενοι τον Ανδρέα Παπανδρέου απλώς δείχνουν πόσο μικροί είναι όταν φοράνε τα «παπούτσια» του.
Συνεχίζοντας την καταστροφική διαχείριση της ελληνικής κρίσης με τον ίδιο φανατισμό που έδειξαν από την αρχή, με τον αποπληθωρισμό, με την καταστροφή της κυριαρχίας της χώρας και των πολιτών, με την καταστροφή του εισοδήματος όλων των Ελλήνων με την ανεργία στο ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού, με τους νέους και μορφωμένους να σπρώχνονται στη μετανάστευση, με την εξαχρείωση του πολιτικού συστήματος που ψηφίζει φωτογραφικές διατάξεις για να ωφεληθούν κάποια μέλη της ελίτ, με τη λεηλασία και απαξίωση της ιδιωτικής περιουσίας μετά από τη δημόσια περιουσία, δεν πρόκειται να διασωθούν επειδή σκέφτηκαν για επικοινωνιακούς λόγους να ζητήσουν την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Γιατί το ζήτημα είναι η δυσαρμονία της Βουλής με τον ελληνικό λαό.
Η δυσαρμονία υπήρχε από την πρώτη μέρα αυτής της Βουλής και μόνον η συμμετοχή της «αντιμνημονιακής» ΔΗΜΑΡ νομιμοποίησε τα μνημονιακά κόμματα να σχηματίσουν κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την αναποφασιστικότητα και απειρία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν είχε τα κότσια να κάνει ότι ο Γέρος Παπανδρέου το 1963: Σχημάτισε κυβέρνηση ανοχής για τρείς μήνες, υλοποίησε τις προεκλογικές του υποσχέσεις και οδήγησε τη χώρα σε νέες εκλογές, αποκομίζοντας την υποστήριξη των πολιτών.
Το ίδιο σενάριο υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσει τώρα, αν του δοθεί η δεύτερη ευκαιρία, δηλαδή να σχηματίσει κυβέρνηση ανοχής με καθυστέρηση τριών ετών. Με τη σπανιότητα πολιτικών ανδρών που να είναι στοιχειωδώς ικανοί να διαχειρίζονται μια κρίση, είμαστε υποχρεωμένοι να κατεβάσουμε τον πήχη τόσο χαμηλά, σε τόσο κρίσιμες στιγμές.
Στον αντίποδα του ΣΥΡΙΖΑ και των πιθανών συμμάχων του, η συγκυβέρνηση επιμένει ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι μονόδρομος, αν και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ως το 2012, οπότε είδε το φώς το αληθινό, μόλις του ένευσε ο Μπαρόζο εκ μέρους της Μέρκελ και του Σαρκοζύ, έλεγε το ακριβώς αντίθετο.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική του μνημονίου απέτυχε ολοσχερώς αν κριθεί εκ του αποτελέσματος, όπως όλες οι εφαρμοζόμενες πολιτικές. Δημιούργησε ύφεση πάνω από 25% σε καιρό ειρήνης, πράγμα που αποτελεί πανευρωπαϊκό (ίσως και παγκόσμιο) ρεκόρ, αύξησε την επίσημη ανεργία στο 28% (η πραγματική άνω του 30% και η ανεργία των νέων στο 65%) και αντί για ανάπτυξη και νέες επενδύσεις έχουμε αποεπένδυση παλαιότερων επενδύσεων.
Επομένως η ιδέα ότι το να λάβεις ψήφο εμπιστοσύνης από το δεδομένο σώμα των βουλευτών της σημερινής Βουλής, θα δικαιολογήσει την παραμονή της κυβέρνησης για άλλο ένα εξάμηνο, αν και είναι συνταγματικά σωστό, δεν στέκει πολιτικά όπως δεν έστεκε και στις προαναφερόμενες περιπτώσεις του Κώστα Καραμανλή το 2009 και του Γιώργου Παπανδρέου το 2012, οι οποίοι αναγκάστηκαν να πάνε σε εκλογές αν και πήραν άνετα την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.
Η δυσκολία της σημερινής κυβέρνησης να κυβερνήσει, φαίνεται ανάγλυφα στην αδυναμία της να εισπράξει τα προϋπολογισθέντα έσοδα. Και πώς να τα εισπράξει, αφού δεν έχει μεταβάλει την λαθεμένη πολιτική του μνημονίου η οποία προκάλεσε τη σημερινή καταστροφή της οικονομίας;
Η επιδίωξη πρωτογενούς πλεονάσματος σημαίνει πολύ απλά, ότι το δημόσιο δίνει πόρους στους ιδιώτες, μετά τον συμψηφισμό εσόδων και δαπανών. Κι αυτό τίθεται ως θετική προϋπόθεση και εξέλιξη πριν από κάθε άλλη σκέψη για ανάπτυξη ή για κούρεμα του χρέους. Ενώ το ορθό, είναι το αντίθετο όπως επιβεβαιώνει η ιστορία και οι προηγούμενες πετυχημένες προσπάθειες να ξεπεραστεί η κρίση, από τις ΗΠΑ ή από την Κίνα ή από άλλες χώρες.
To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)