Λέγεται πως ο «λαός», όταν δεν τον ικανοποιεί η πολιτική ηγεσία του, την αλλάζει – κάτι που δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθεί παράλογο, αφού είναι «το ύψιστο δημοκρατικό του δικαίωμα».
Άλλωστε αυτό έκανε ο ελληνικός «λαός» το 2009, όταν δεν του άρεσαν οι προεκλογικές εξαγγελίες της τότε κυβέρνησης: την άλλαξε, επιλέγοντας τις κενές υποσχέσεις της επόμενης, με τις οποίες οδηγήθηκε σκόπιμα στη χρεοκοπία – στα νύχια του ΔΝΤ, στα επαναλαμβανόμενα μνημόνια και στην εξαθλίωση.
Συμπεραίνεται λοιπόν, κρίνοντας αντικειμενικά, πως η πράγματι λογικότατη, καθώς επίσης δημοκρατικότατη επιλογή της αλλαγής, δεν έλυσε τα προβλήματα του «λαού» – μάλλον τα επιδείνωσε.
Η σημερινή τώρα κυβέρνηση, ξανά εκ των πραγμάτων, αφενός μεν δεν τήρησε ούτε στο ελάχιστο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αφετέρου απέτυχε παταγωδώς – αφού η Ελλάδα συνεχίζει να εξαθλιώνεται, λόγω της πολιτικής που εφαρμόζεται, η οποία όμως είναι «κοινό μυστικό» πως δεν έχει αποφασιστεί από την κυβέρνηση, αλλά από τους δανειστές της χώρας.
Ο «λαός» τώρα θα αλλάξει σύντομα την πολιτική του ηγεσία, επιλέγοντας αυτήν που του υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον – πολύ σωστά, αν και μάλλον ατεκμηρίωτα, όπως συνέβη και το 2009.
Υπάρχει όμως ένα επί πλέον σοβαρό ζήτημα σήμερα, το οποίο δεν υπήρχε το 2009: το γεγονός πως η Ελλάδα, χάνοντας την εθνική της ανεξαρτησία, έχει πάψει να κυβερνάται από αυτούς που εκάστοτε εκλέγει. Στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις λαμβάνονται από μία «σκιώδη εξουσία» στο παρασκήνιο (Γερμανία, ΔΝΤ κλπ.) – απέναντι στην οποία υποκλίνεται ανάλογα και το κόμμα που διεκδικεί την εξουσία, πιθανολογούμε πως είτε το θέλει, είτε δεν το θέλει.
Το γεγονός αυτό έχει επιβεβαιωθεί πρόσφατα από τη γερμανική ηγεσία, η οποία ανέφερε επί λέξει πως δεν θεωρεί πια «μπαμπούλα» την ελληνική «αριστερά» – δεν θα λέγαμε προς τιμήν της.
Επομένως, ο «λαός» σήμερα μπορεί μεν να αλλάξει αυτούς που εκλέγει, αλλά όχι αυτούς που στην πραγματικότητα τον κυβερνούν – εν γνώσει του πλέον, μετά από την επώδυνη εμπειρία τόσων χρόνων.
Αυτό λοιπόν που θα κάνει, όταν προκηρυχθούν εκλογές, θα είναι απλά η εξασφάλιση μίας προσοδοφόρας επαγγελματικής στέγης σε κάποιους νέους πολιτικούς – παράλληλα με την αφαίρεση αυτών των πλουσιοπάροχων θέσεων (ανεύθυνων ουσιαστικά, αφού δεν πληρώνουν για τις λανθασμένες επιλογές, τα ψέματα ή τις παραλείψεις τους), από τους προηγούμενους.
Το γεγονός αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως ο «λαός» θα επιδιώξει μία αλλαγή, με όλα τα προβλήματα που φυσιολογικά συνοδεύουν πάντοτε τις αλλαγές (αυξημένες δημόσιες δαπάνες, αναβολή τυχόν επενδυτικών σχεδίων, πτώση των χρηματιστηρίων, τραπεζικοί φόβοι κλπ.), απλά και μόνο για την αλλαγή.
Με την ελπίδα βέβαια, πως το καινούργιο πολιτικό κόμμα, εάν υποθέσουμε πως θα αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (εάν όχι, είναι νωπή η οδυνηρή εμπειρία του εκλογικού «μεσοδιαστήματος» του 2012), θα έχει τις ικανότητες να εφαρμόσει αυτά που διακηρύσσει, όπως συνέβη και το 2009, το 2012 κοκ.
Φυσικά δεν μπορεί κανείς να κακολογήσει το «λαό». Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να τον κοροϊδεύει, μη ενημερώνοντας τον ρεαλιστικά για τις επιλογές που έχει στη διάθεση του – οι οποίες, κατά την άποψη μας, είναι ανύπαρκτες αφού, εάν θεωρήσουμε αυθαίρετα πως το σύστημα στο παρελθόν παρήγαγε σκουπίδια, θάβοντας κυριολεκτικά τα χιλιάδες διαμάντια που διαθέτει η πατρίδα μας, σήμερα παράγει κάτι πολύ χειρότερο.
Εάν δεν αλλάξει λοιπόν το ίδιο το σύστημα, εν πρώτοις οι βασικοί κανόνες που το διέπουν (παραδειγματική τιμωρία των πολιτικών που δεν τηρούν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις κλπ.), θα είμαστε στο διηνεκές «θεατές στο ίδιο έργο» – φυσικά, με άλλους κάθε φορά πρωταγωνιστές οι οποίοι, με βάση την ιστορική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, είναι «κάθε πέρυσι και καλύτεροι».
Μπορεί να είναι βέβαια λανθασμένοι οι συλλογισμοί και οι «συνεπαγωγές» μας. Γνωρίζοντας όμως πως απευθυνόμαστε σε Πολίτες που ασφαλώς ωρίμασαν από τις τεράστιες δοκιμασίες, στις οποίες υποβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια, είμαστε πεπεισμένοι πως θα διορθώσουν τις όποιες εσφαλμένες σκέψεις μας – οπότε δεν διστάζουμε να τις αναφέρουμε.
Υστερόγραφο: Είναι λυπηρό να προσπαθεί μία κυβέρνηση να παραμείνει στην εξουσία με τη χρήση απειλών – για παράδειγμα, όσον αφορά το τι θα συνέβαινε με τις τραπεζικές καταθέσεις, εάν εκλεγόταν ένα άλλο κόμμα στη θέση της.
Ανάλογα λυπηρό, εάν όχι ανόητο, είναι το να θεωρείται «προσόν» της αντιπολίτευσης το ότι δεν έχει κυβερνήσει, οπότε δεν έχει προξενήσει καμία ζημία στη χώρα! Καμία επιχείρηση δεν θα προσλάμβανε στη κεντρική διοίκηση της κάποιον, ο οποίος δεν θα είχε προηγούμενη και μάλιστα επιτυχημένη εμπειρία, έστω σε κάποια κατώτερη θέση – πόσο μάλλον ένα προβληματικό κράτος, η διακυβέρνηση του οποίου δεν αποτελεί ασφαλώς χώρο εκπαίδευσης και πειραμάτων.
Κατά την άποψη δε της πλειοψηφία των Ελλήνων (66% στις δημοσκοπήσεις), τόσο η στελέχωση, όσο και τα μέχρι σήμερα «δείγματα γραφής» της αντιπολίτευσης, από τη συγκεκριμένη της θέση, δεν μπορούν να θεωρηθούν επιτυχημένα – οπότε δεν εμπνέουν εκείνη τη σιγουριά, με βάση την οποία θα μπορούσε ο «λαός» να της εμπιστευθεί, έχοντας ήσυχη τη συνείδηση του, τη «μονοκομματική διακυβέρνηση» της χώρας του.