ΧΡΕΗ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΧΡΕΗ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

Διδάγματα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι κίνδυνοι συναλλαγματικών μαχών, ανάπτυξη και εθνικό νόμισμα, οι τέσσερις πυλώνες του ΑΕΠ, καθώς επίσης η λύση του μερικού παγώματος δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, σε περιβάλλον ελεγχόμενου πληθωρισμού
.
(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)

.

Αργά ή γρήγορα, τα υπερβολικά χρέη «δυναμιτίζουν» την ανάπτυξη, «υπονομεύουν» τις επενδύσεις, «παράγουν» ανεργία και «αδυνατίζουν» επικίνδυνα τα νομίσματα – τα μέσα ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών δηλαδή. Όπως έλεγε όμως ο J.M.Keynes: Ο Lenin είχε ασφαλώς δίκιο. Δεν υπάρχει πιο ύπουλο, πιο σίγουρο, πιο ισχυρό μέσον ανατροπής της υπάρχουσας βάσης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του πολιτεύματος της, από τη διάβρωση του νομίσματος της. Η διαδικασία επιστρατεύει όλες τις κρυφές δυνάμεις του οικονομικού νόμου, προς την κατεύθυνση της καταστροφής – κάτι που ούτε ένας άνθρωπος στο εκατομμύριο δεν μπορεί να διαγνώσει”.

.

Ανάλυση

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δεν τελείωσε με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, αλλά με μία παύση των εχθροπραξιών – με μία από κοινού απόφαση δηλαδή να σταματήσουν οι μάχες, έτσι ώστε να υπάρξει χρόνος διαπραγμάτευσης μίας συμφωνίας ειρήνης, η οποία να ικανοποιεί τόσο τους αναμφίβολους νικητές (Μ. Βρετανία, Γαλλία), όσο και τους ηττημένους (Γερμανία, Αυστρία).

Σκοπός των έντονων συζητήσεων που ακολούθησαν στο Παρίσι δεν ήταν μόνο ο καθορισμός των πολεμικών αποζημιώσεων, τις οποίες θα έπρεπε να πληρώσουν υποχρεωτικά οι Γερμανοί στις συμμαχικές δυνάμεις αλλά, κυρίως, τα τεράστια στην κυριολεξία χρέη που είχαν συσσωρευτεί μεταξύ των συμμάχων – τα οποία εμπόδιζαν τη βιομηχανία, το εμπόριο, καθώς επίσης το χρηματοπιστωτικό σύστημα να λειτουργήσει.

Η μία δυνατότητα, η οποία δεν ερευνήθηκε αρκετά, ήταν η διαγραφή των συνολικών πολεμικών χρεών, έτσι ώστε να ξεκινήσει το «σύστημα» από την αρχή. Στα πλαίσια αυτά, αν και η Γαλλία, καθώς επίσης η Μ. Βρετανία, δεν ήταν πρόθυμες να διαγράψουν τις οφειλές της Γερμανίας απέναντι τους, η προοπτική να «αποσβεσθούν» και οι δικές τους υποχρεώσεις (η Μ. Βρετανία όφειλε 4,7 δις $ στις Η.Π.Α., ενώ η Γαλλία 3 δις $ στη Μ. Βρετανία και 4 δις $ στις Η.Π.Α.), «συνηγορούσε» υπέρ αυτής της λύσης – πόσο μάλλον όταν οι υπερβολικά μεγάλες απαιτήσεις και των δύο χωρών, απέναντι στην επαναστατημένη πλέον Ρωσία, ήταν αδύνατον να εξοφληθούν (η χρεοκοπημένη Ιταλία δεν μπορούσε επίσης να ανταπεξέλθει με τα δάνεια που είχε λάβει).

Η άλλη δυνατότητα, η οποία δυστυχώς επιλέχθηκε τελικά, ήταν η προσπάθεια επίλυσης της κρίσης χρέους, μέσω της εξόφλησης των πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας – όπου οι Βρετανοί, οι Βέλγοι και οι Γάλλοι απαίτησαν τεράστια ποσά, παρά το ότι οι Η.Π.Α. (όπως επίσης ο Keynes) ήταν αντίθετες, επιθυμώντας πολύ λογικά να ληφθούν υπ’ όψιν οι ρεαλιστικές δυνατότητες της Γερμανίας να πληρώσει.

Η θλιβερή, η οδυνηρή καλύτερα συνέχεια, είναι σε όλους μας γνωστή: η προσπάθεια πληθωριστικής αντιμετώπισης του προβλήματος της υπερχρέωσης, ο υπερπληθωρισμός στη Γερμανία, η Μεγάλη Ύφεση στις Η.Π.Α., η άνοδος του ναζισμού στην Ευρώπη, ο πρώτος συναλλαγματικός πόλεμος (1921-1937) και ο δεύτερος παγκόσμιος.

Ειδικά όσον αφορά τους συναλλαγματικούς πολέμους (όπως φαίνεται, σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με τον τρίτο κατά σειρά– ο δεύτερος τοποθετείται μεταξύ 1967 και 1987), οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, συνήθως ξεκινούν σε εποχές μειωμένης εσωτερικής ζήτησης από χώρες, οι οποίες πλήττονται από υψηλή ανεργία, ασθενική ανάπτυξη ή ύφεση, καταπονημένο χρηματοπιστωτικό κλάδο και ελλειμματικά ισοζύγια.

Κάτω από αυτές τις (αντίξοες) συνθήκες, είναι αδύνατον να επιτευχθεί ανάπτυξη μέσω παρεμβάσεων στην εσωτερική αγορά – με αποτέλεσμα να απομένει ως μοναδική λύση η άνοδος της οικονομίας μέσα από την αύξηση των εξαγωγών, με τη βοήθεια της υποτίμησης του εκάστοτε εθνικού νομίσματος.

Σήμερα, οι χώρες που έχουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία προκάλεσαν τον τρίτο συναλλαγματικό πόλεμο (ξεκίνησε ουσιαστικά μετά το 2000, με τη ραγδαία υποτίμηση του δολαρίου απέναντι στο ευρώ, το δεύτερο αποθεματικό πλέον νόμισμα στον πλανήτη), είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία – ολόκληρη η Δύση λοιπόν, με την Ιαπωνία να ευρίσκεται σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία καταστροφική, αλυσιδωτή πυρηνική έκρηξη, με εξαιρετικά επικίνδυνες παγκόσμιες επιπτώσεις.

Ειδικότερα, η αυξανόμενη εκτύπωση χρημάτων, η οποία συνεχίζεται εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, με στόχο την καταπολέμηση της υπερεικοσαετούς ύφεσης, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει στην κατάρρευση της χώρας, το δημόσιο χρέος της οποίας ξεπερνάει το 230% του ΑΕΠ της – μέσα από την σταδιακή αύξηση των μηδενικών σχεδόν σήμερα επιτοκίων δανεισμού της, η οποία φαίνεται από την κλιμάκωση της απόδοσης των δεκαετών ομολόγων τις τελευταίες ημέρες.

Με το γεν σε ελεύθερη πτώση, πολλοί υποθέτουν πως οι επενδυτές, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της Ιαπωνίας, θα χάσουν σύντομα την εμπιστοσύνη τους στη φερεγγυότητα της κυβέρνησης. Η ενδεχόμενη τότε μαζική απόδραση από τα ομόλογα του δημοσίου θα πίεζε ακόμη περισσότερο το γεν – με αποτέλεσμα να βυθιστεί η χώρα σε μία συναλλαγματική κρίση τέτοιου μεγέθους, ικανού να συμπαρασύρει ολόκληρο τον πλανήτη.

.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

Αρκετοί θεωρούν ότι, η ενδεχόμενη επιστροφή μίας υπερχρεωμένης χώρας της Ευρωζώνης στο εθνικό της νόμισμα, θα μπορούσε να υποβοηθήσει την ανάπτυξη της – κυρίως μέσω της υποτίμησης και των αυξημένων εξαγωγών που θα προκαλούσε, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού. Φυσικά συνοδεύουν την τοποθέτηση τους αυτή με την, μονομερή  στην ανάγκη, διαγραφή των επαχθών χρεών – αυτών δηλαδή που προήλθαν είτε από τη διαφθορά των κυβερνώντων, είτε από τα «τοκογλυφικά» επιτόκια δανεισμού, είτε από τη μη χρησιμοποίηση των δανείων, προς όφελος του συνόλου των πολιτών.

Αν και δεν θα επεκταθούμε στο θέμα του επαχθούς χρέους, αφού το έχουμε ήδη αναλύσει στο άρθρο μας για τον Ισημερινό, είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι, το δημόσιο εξωτερικό χρέος, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι πλέον σε μη μετατρέψιμα ευρώ, μετά την υπογραφή του PSI – ενώ, εκτός από το δημόσιο εξωτερικό, υπάρχει και το ιδιωτικό εξωτερικό (τράπεζες, ασφάλειες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), το οποίο δεν θα ήταν προφανώς καθόλου εύκολο να διαγραφεί (πόσο μάλλον να πληρωθεί).

Οφείλουμε επίσης να υπενθυμίσουμε πως, όταν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο υπήρξαν αμφιβολίες, σχετικά με τις δυνατότητες της Γερμανίας να εξοφλήσει τα χρέη της, οι Γάλλοι εισέβαλλαν στρατιωτικά στα εδάφη της – κατάσχοντας τις βιομηχανίες και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία των περιοχών, στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Δυστυχώς, κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα, με την οικονομική «κατάληψη» των υπουργείων, καθώς επίσης άλλων δημοσίων υπηρεσιών, να έχει πάρει τη θέση της στρατιωτικής εισβολής.

Όσον αφορά τώρα την ενδεχόμενη υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος και την ανάπτυξη που προκαλεί, μέσω των εξαγωγών, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι μία χώρα, η οποία υποτιμάει το νόμισμα της, περπατάει κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού – αφού οι τιμές των εξαγομένων προϊόντων της φθηναίνουν μεν αλλά, ταυτόχρονα, ακριβαίνουν οι τιμές των εισαγομένων.

Στο σημείο αυτό εάν κατανοήσουμε ότι, η παραγωγή των περισσοτέρων εγχώριων προϊόντων απαιτεί σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενες πρώτες ύλες (πετρέλαιο, ορυκτά, μέταλλα κλπ.), καθώς επίσης μηχανήματα ή άλλα βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία πληρώνονται με συνάλλαγμα (συνήθως δολάριο), τότε θα διαπιστώσουμε πως η υποτίμηση δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα – αλλά κάποια ανάλογα με την εσωτερική υποτίμηση (μειώσεις μισθών), η οποία επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, κατ’ εντολή του ΔΝΤ.

Η μοναδική διαφορά είναι ίσως το ότι, η μείωση των πραγματικών μισθών μέσω της υποτίμησης του νομίσματος(πληθωρισμός, περιορισμός της αγοραστικής αξίας), είναι ευκολότερο να επιβληθεί σε μία κοινωνία – σε αντίθεση με τη μείωση των ονομαστικών αμοιβών (εσωτερική υποτίμηση), η οποία συνήθως συνοδεύεται από μεγάλες αντιδράσεις των εργαζομένων.

Ακόμη και αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η «επιστροφή» μίας χώρας στο εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης η υποτίμηση του δεν θα προκαλούσε υπερπληθωρισμό (τον οποίο συνήθως ακολουθεί η απορρύθμιση, η κατάρρευση και τα πάσης φύσεως πραξικοπήματα), όλα τα παραπάνω είναι, στην καλύτερη περίπτωση, καλοπροαίρετες μεν, αλλά ανόητες και ανώριμες «ασκήσεις επί χάρτου» – ευχολόγια ίσως. Στη χειρότερη περίπτωση δε, πολιτική δημαγωγία, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και διασπορά ψευδών ελπίδων – είτε με απώτερο στόχο τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Πολιτών, είτε την υπεξαίρεση της ψήφου τους.

.

To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading