“Ο Ισολογισμός της Ελλάδας, όπου στη μία πλευρά του (Παθητικό) είναι το δημόσιο χρέος, ενώ στην άλλη (Ενεργητικό) η τεράστια ακίνητη περιουσία του δημοσίου, οι κρατικές επιχειρήσεις, ο υπόγειος πλούτος και οι γερμανικές επανορθώσεις, είναι πολύ περισσότερο «πλεονασματικός», από όλες τις άλλες χώρες – αρκεί φυσικά να υπάρξει μία υπερήφανη πολιτική ηγεσία, η οποία να έχει την ικανότητα και την επάρκεια να τον απεικονίσει σωστά, διαπραγματευόμενη θαρραλέα και ορθολογικά με τους δανειστές της.
Από την άλλη πλευρά, έχοντας (ακόμη) ένα από τα μικρότερα συνολικά χρέη (δημόσιο και ιδιωτικό) στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με όλες τις υποχρεώσεις της – αφού το δημόσιο χρέος, αντίθετα με το ιδιωτικό, είναι πολύ εύκολα διαχειρίσιμο, όπως έχουμε συχνά τεκμηριώσει (αρκεί φυσικά να μην οδηγηθεί η χώρα στην πυρά, καταδικαζόμενη από τους δανειστές της στην ύφεση, με στόχο τη λεηλασία της – σε μία οδύνη δηλαδή χωρίς τέλος).
Η λύση είναι προφανώς η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δημοσίων χρεών, με ένα χαμηλό επιτόκιο, χωρίς νέο δανεισμό και σε συνδυασμό με ένα σχέδιο ανάπτυξης της οικονομίας της – έτσι ώστε να κατανεμηθεί σωστά το συνολικό χρέος της Ελλάδας, μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, καθώς επίσης να υπάρξει «κάθαρση» του ευρύτερου πολιτικού σκηνικού. Φυσικά οφείλει να συσταθεί άμεσα μία επιτροπή, για να ελεγχθεί λογιστικά το δημόσιο χρέος – με στόχο να γνωρίζουν ακριβώς οι Πολίτες της τι χρωστάει η πατρίδα τους, με ποια επιτόκια δανείσθηκε και που χρησιμοποιήθηκαν τα δάνεια, τα οποία πήραν διαχρονικά οι κυβερνήσεις τους”.
.
Ανάλυση
Ο Ισημερινός (Ecuador), με κριτήριο το κατά κεφαλήν εισόδημα στη βάση της αγοραστικής δύναμης, ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής – ενώ διακρινόταν ανέκαθεν από μεγάλες οικονομικές ανισότητες, μεταξύ πλουσίων και φτωχών (το ανώτερο 20% κατείχε το 58% του εθνικού εισοδήματος, όταν το κατώτερο 40% του πληθυσμού μόλις το 11%).
Έχει πληθυσμό 14 εκ. ατόμων, με μέση ηλικία τα 23 έτη, όπου το 40% είναι κάτω των 15 ετών (μόλις το 5% έχει ηλικία άνω των 65 ετών, λόγω της μεγάλης θνησιμότητας). Οι συνολικές εξαγωγές της χώρας είναι σήμερα περίπου 23,54 δις $, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος αφορά το πετρέλαιο. Το εξωτερικό χρέος του Ισημερινού υπολογίζεται στα 19,62 δις $ (εκτιμήσεις 2011), με κυριότερο δανειστή, μετά την πρόσφατη ανεξέλεγκτη χρεοκοπία του (2008), την Κίνα.
.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1998
Μετά από μία σειρά διαδοχικών οικονομικών σοκ (πόλεμος με το Περού το 1995, El Nino το 1997, ρωσική και ασιατική κρίση το 1997-98), καθώς επίσης μετά από τις πολύ χαμηλές τιμές του πετρελαίου, το εξωτερικό χρέος του Ισημερινού διαμορφώθηκε στα 13 δις $ – ένα αρνητικό ρεκόρ για τη Λατινική Αμερική, αφού ήταν πάνω από το 66% επί του τότε ΑΕΠ. Αμέσως μετά (1998) ακολούθησε μία μεγάλη τραπεζική και συναλλαγματική κρίση, αρκετά ιδρύματα χρεοκόπησαν, ενώ η κεντρική τράπεζα αύξησε (τύπωσε) την ποσότητα χρήματος, για να μπορέσει να σταθεροποιήσει κάπως το χρηματοπιστωτικό σύστημα – με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μία τεράστια υποτίμηση του νομίσματος (Sucre).
Στη συνέχεια η κεντρική τράπεζα προσπάθησε, με εκτεταμένες συναλλαγματικές παρεμβάσεις, να περιορίσει την υποτίμηση του νομίσματος – αφενός μεν χωρίς επιτυχία, αφετέρου χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Ως εκ τούτου, ο Ισημερινός βυθίστηκε για δύο χρόνια σε ένα απίστευτο οικονομικό χάος – με τον πληθωρισμό να υπερβαίνει το 60% το 1999, πλησιάζοντας σχεδόν στο 100% το 2000. Το εθνικό νόμισμα της χώρας υποτιμήθηκε κατά 30% το 1998, καθώς επίσης 67% το επόμενο έτος, χάθηκε η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δανεισμού, ενώ στο εσωτερικό αναγκάσθηκε η κυβέρνηση να παγώσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς, για να στηρίξει τις τράπεζες, οι οποίες κατέρρεαν.
Τελικά η κεντρική τράπεζα έχασε τον έλεγχο σε όλα τα μέτωπα – στον πληθωρισμό, στην ισοτιμία του νομίσματος και στην ποσότητα χρήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσει δραματικά το ΑΕΠ, από τα 20 δις $ το 1998 στα 14 δις $ το 1999 (-30%) σε όρους δολαρίου (με κριτήριο το εθνικό νόμισμα, κατά -6,2%). Ο αριθμός των φτωχών διπλασιάστηκε, από 34% στο 71%, ενώ ο αριθμός των υπερβολικά φτωχών σχεδόν τριπλασιάστηκε (από 12% στο 31%). Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ,μετανάστευσαν περίπου 200.000 Πολίτες μεταξύ των ετών 1998 και 2000, κυρίως στις Η.Π.Α., στην Ιταλία και στην Ισπανία, ενώ το δολάριο έγινε το de facto σημαντικότερο νόμισμα της χώρας.
Η υποτίμηση του νομίσματος επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό τους καταναλωτές, αφού τα εισαγόμενα προϊόντα έγιναν υπερβολικά ακριβά, οι δημόσιες υπηρεσίες κατέρρευσαν, ενώ οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία, για την υγεία, για την κατασκευή εργατικών κατοικιών κλπ. σχεδόν μηδενίσθηκαν.
.
Στις 9 Ιανουαρίου του 2000 ο πρόεδρος της χώρας ανακοίνωσε τη δολαριοποίηση – με τη συμφωνία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Δώδεκα ημέρες αργότερα αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από την εξουσία, μετά από μία κοινωνική εξέγερση, με τη συμμετοχή ενός μέρους του στρατού. Εν τούτοις, δεν άλλαξε τίποτα στον τρόπο διαχείρισης της κρίσης, τον οποίο είχε επιλέξει ο ίδιος, αφού ο αντικαταστάτης του (ο τότε αντιπρόεδρος και βασικός «ανταγωνιστής» του στις εκλογές του 1998), ανακοίνωσε τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής λιτότητας ως είχε.
Ο Ισημερινός λοιπόν, πάντοτε με τη βοήθεια του ΔΝΤ, κατέθεσε μία πρόταση διαγραφής προς τους ξένους δανειστές του, από συνολικά έξι μέρη (tranches), με ομόλογα λήξης μεταξύ των ετών 2002 και 2025. Αφορούσε 6,51 δις $ (το 47% περίπου του τότε ΑΕΠ ή το 50% του εξωτερικού χρέους), με διαγραφές μεταξύ 19% και 47% (κατά μέσον όρο 27,4%) – ενώ έγινε αποδεκτή από το 98% των οφειλετών του.
Η «δολαριοποίηση» τώρα, έτσι όπως εφαρμόσθηκε, δεν σήμαινε για τον Ισημερινό τη σύνδεση του νομίσματος του με το δολάριο, όπως είχε κάνει η Αργεντινή το 1991, αλλά την εισαγωγή του ίδιου του δολαρίου, ως επισήμου νομίσματος της χώρας. Στα καταστήματα δηλαδή οι τιμές ήταν στο τοπικό νόμισμα, αλλά οι κάτοικοι πλήρωναν με δολάρια – ενώ η υιοθέτηση του δολαρίου συνδέθηκε με μία επόμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 1998, το ένα δολάριο αντιστοιχούσε με 5.000 Sucres (1:5.000), ενώ τον Ιανουάριο του 2000 η ισοτιμία διαμορφώθηκε στο ένα δολάριο ανά 25.000 Sucres (1:25.000). Εν τούτοις, ο πληθωρισμός δεν καταπολεμήθηκε αμέσως, αφού ανήλθε στο 91%, παρά τη δολαριοποίηση (αργότερα σταθεροποιήθηκε στο 5,7% μεταξύ των ετών 2002 και 2006, ενώ στο 2,6% τον Ιούλιο του 2007).
Τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής ήταν καταστροφικά για τους Πολίτες της χώρας – αφού το 2001 μία πενταμελής οικογένεια χρειαζόταν 253 $ μηνιαία για να επιβιώσει, ενώ οι μηνιαίες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα ήταν μόλις 97 $, οι χαμηλότερες συντάξεις στα 18 $ και οι μισθοί στο δημόσιο τομέα 40 $. Αν και η ανεργία διαμορφώθηκε χαμηλά (από 14% έως 16%), η υποαπασχόληση εκτοξεύθηκε στο 58,2%, με τρομακτικά επώδυνες συνέπειες για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Στις αρχές του 2001 αυξήθηκαν σημαντικά οι τιμές της βενζίνης (75%), των μέσων μαζικής μεταφοράς (100%), καθώς επίσης του προπανίου (40%), το οποίο χρησιμοποιούταν για τις οικιακές ανάγκες από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι αυξήσεις αυτές αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας της κυβέρνησης με το ΔΝΤ, η οποία είχε γίνει αποδεκτή μετά από διαπραγματεύσεις, ο οποίες διήρκησαν περίπου 18 μήνες.
Ακολούθησαν εκτεταμένες κοινωνικές αναταραχές και διαδηλώσεις εναντίον των μέτρων λιτότητας της κυβέρνησης και του ΔΝΤ, στις οποίες συμμετείχαν κυρίως μαθητές και φοιτητές – οι οποίοι υπέφεραν από τις αυξήσεις των μέσων μεταφοράς, καθώς επίσης από την έλλειψη μελλοντικών προοπτικών. Αντίθετα, τα εργατικά συνδικάτα παρέμειναν σχετικά αδρανή, αφού δεν μπορούσαν να κινητοποιηθούν από τους ηγέτες τους (ενδεχομένως επειδή οι συνδικαλιστές είχαν χρηματισθεί από τους εισβολείς).
Η υιοθέτηση του δολαρίου ως επισήμου νομίσματος της χώρας, παράλληλα με τα διαρθρωτικά μέτρα, με τη φτωχοποίηση και με τη μετανάστευση, σταθεροποίησε τελικά την οικονομία της χώρας – με αποτέλεσμα να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης, η οποία όμως στηρίχθηκε στην αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου (όπως η Ρωσία). Μεταξύ των ετών 2002 και 2006 ό μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 5,2% – στο υψηλότερο σημείο δηλαδή των προηγουμένων 25 ετών (εύλογα, αφού προηγουμένως είχε καταρρεύσει).
Μετά από μία σχετική αναπροσαρμογή το 2007, ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 7,2% το 2008 – κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, καθώς επίσης των υψηλών δημοσίων επενδύσεων. Φυσικά οι ασθενέστερες τάξεις συμμετείχαν πολύ λιγότερο στα οφέλη της ανάπτυξης – όπως ακριβώς συνέβη στη Βραζιλία, στην Τουρκία και όπου αλλού δραστηριοποιήθηκε το ΔΝΤ, το οποίο συνεργάζεται και αμείβει την εκάστοτε τοπική ελίτ, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των (διατεταγμένων) ΜΜΕ.