Η ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Στην τελευταία σύνοδο κορυφής δημιουργήθηκε ένα ακόμη μέτωπο: αυτό της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ, το οποίο τοποθετήθηκε καθαρά εναντίον της Ευρώπης των Πολιτών και της Δημοκρατίας. Η ευρεία αναθεώρηση της συνθήκης που συμφωνήθηκε, το νέο Μάαστριχτ στην ουσία, παράκαμψε τα «Δημοκρατικά Δίκαια» του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, καθώς επίσης των εθνικών κοινοβουλίων των χωρών-μελών της ΕΕ και των λαών τους, μέσω μίας «ταχείας διαδικασίας», η οποία συμπεριλαμβάνει τις συνολικές αλλαγές σε ένα και μόνο «πρωτόκολλο» – ένα συνοδευτικό έγγραφο που μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τα «πονηρά» πολυνομοσχέδια, με τα οποία «εμπλουτίζονται» τα εκάστοτε μνημόνια στην Ελλάδα.
Με τον τρόπο αυτό, δεν παρακάμπτονται μόνο τα δημοψηφίσματα στις εκάστοτε χώρες, αλλά ακόμη και η ψήφιση της συνθήκης από τα εθνικά κοινοβούλια – μία μεθόδευση εξόχως αντιδημοκρατική, η οποία όμως έγινε αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν των ηγετών της ΕΕ (με φωτεινή εξαίρεση τη Μ. Βρετανία, την Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Σουηδία). Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, ψήφισε ουσιαστικά, ερήμην όλων μας, τη θανατική καταδίκη της – αφού, με κριτήριο τη νέα συνθήκη, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις «απέλασης» της, οι οποίες θα οδηγήσουν σε νέους, πολύ μεγαλύτερους εκβιασμούς και εγκληματικά μνημόνια.
Ολοκληρώνοντας, η Ευρώπη αποφάσισε όπως πάντα, ακολουθώντας τις εντολές της καγκελαρίου, με νομικά και πολιτικά κριτήρια – χωρίς να λάβει καθόλου υπ’ όψη τα οικονομικά. Οι πραγματικοί κίνδυνοι όμως είναι οικονομικοί – ειδικά επειδή ολόκληρος ο Νότος είναι βυθισμένος σε μία ύφεση, η οποία θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το 2013. Όταν λοιπόν αποφασίζει κανείς, μέσα σε αυτήν την ύφεση, να εφαρμόσει μία πολιτική ακόμη μεγαλύτερου περιορισμού ελλειμμάτων και χρεών, την ενισχύει ουσιαστικά – οπότε τα φορολογικά έσοδα καταρρέουν και οι κυβερνήσεις υποχρεώνονται να ψηφίσουν νέα μέτρα λιτότητας και δήμευσης, για να καλύψουν τα κενά που δημιουργούνται στους προϋπολογισμούς τους.
Έτσι οδηγούν τις χώρες τους σε ένα «σπιράλ θανάτου», σε μία διαδικασία μακρόχρονης ύφεσης (deflation), η οποία προκαλεί συνεχείς μειώσεις μισθών και τιμών – κάτι που θα διαρκέσει τουλάχιστον μια δεκαετία. Φυσικά αυτό διευκολύνει τα μέγιστα τις προθέσεις της Γερμανίας η οποία, όπως αναφέραμε, θέλει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανταγωνισμού της Κίνας και στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών – κυρίως με τη βοήθεια των χαμηλών μισθών.
Επίσης διευκολύνει την υποταγή των ευρωπαϊκών κρατών στο «διευθυντήριο των Βρυξελών» (πίσω από το οποίο κρύβεται η Γερμανία, οπότε το Καρτέλ), αφού η πολιτική λιτότητας υποθάλπει την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στις κυβερνήσεις τους, με αποτέλεσμα να «αποθέτουν» τις ελπίδες τους στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση – γεγονός που τεκμηριώνεται πλέον από αρκετές δημοσκοπήσεις. Για παράδειγμα, το 78% των Ελλήνων είναι υπέρ του ευρώ, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση τους είναι ανίκανη να λύσει τα προβλήματα της οικονομίας τους. Κατά μέσον όρο, η εμπιστοσύνη στην Ευρώπη για την επίλυση της κρίσης είναι υψηλότερη (44%), από την εμπιστοσύνη στις εθνικές κυβερνήσεις (38%) – ενώ η αντίστοιχη στο ΔΝΤ είναι μόλις 15% (στις Η.Π.Α. 7%).
Ουσιαστικά λοιπόν η σύνοδος κορυφής της 9ης Δεκεμβρίου θα μείνει στην Ιστορία, ως εκείνη η σύνοδος, η οποία καθιέρωσε τη δικτατορία του Καρτέλ στην Ευρώπη, εκπροσωπούμενου από τους πολιτικούς υπαλλήλους του – επί πλέον αυτή, η οποία«νομιμοποίησε τις εγκληματικές μεθόδους του ΔΝΤ» (πολιτική λιτότητας, με στόχο την είσπραξη των απαιτήσεων των τοκογλύφων δανειστών, παράλληλα με τη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας), τις οποίες υιοθέτησε/ιδιοποιήθηκε έντεχνα η πρωσική Γερμανία, εκμεταλλευομένη τη δραστηριοποίηση του στην Ελλάδα. Πρόκειται λοιπόν για την αντικατάσταση της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» στην Ευρώπη , με μία νέα: με τη «συναίνεση του Βερολίνου», μέσω των Βρυξελών.
Επιθυμώντας τώρα να αναλύσουμε τη μέθοδο, την οποία επινόησε η πρωσική Γερμανία της κυρίας Merkel (μάλλον εγκυμονεί έναν νέο Hitler, όπως έχει γραφτεί στο παρελθόν), για να επιβληθεί στην Ευρώπη, τη σκόπιμη πολιτική λιτότητας δηλαδή, τα παρακάτω:
.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
Τα προβλήματα, τα οποία δημιουργούνται από το δανεισμό, δεν οφείλονται τόσο στο απόλυτο μέγεθος του χρέους αλλά, κυρίως, στη δυνατότητα ή μη της εξυπηρέτησης του – στο εάν δηλαδή μπορεί ένα κράτος (μία επιχείρηση, ένας ιδιώτης), να εξοφλήσει τους ληξιπρόθεσμους τόκους και τα χρεολύσια (δόσεις), με βάση τη δανειακή συμφωνία που έχει υπογραφεί. Ακριβώς για το λόγο αυτό οι αποφάσεις δανειοδότησης ή μη εκ μέρους των τραπεζών, δεν βασίζονται τόσο στις παρεχόμενες εμπράγματες εγγυήσεις, όσο στις δυνατότητες αποπληρωμής του αιτουμένου δανείου.
Η μείωση των δαπανών, η αύξηση των εσόδων, το ύψος του επιτοκίου, καθώς επίσης ο χρόνος αποπληρωμής, από τον οποίο εξαρτώνται οι εκάστοτε δόσεις, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους – ενώ η αύξηση των εσόδων μπορεί να προέλθει είτε από υψηλότερους φόρους (τιμές πώλησης για μία επιχείρηση), είτε από τη μεγαλύτερη ανάπτυξη (τζίρος για μία επιχείρηση). Σε γενικές γραμμές δε, με δεδομένα τα έσοδα και τις δαπάνες, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ (τζίρου), υποθέτοντας δηλαδή ότι είναι σταθερά, ο ρυθμός ανάπτυξης πρέπει να ξεπερνάει το ύψος του επιτοκίου – έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ποσοστιαία επί του ΑΕΠ μείωση του χρέους.
Από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί, τεκμηριώνεται το γεγονός ότι, το χρέος της Ελλάδας θα ήταν πολύ καλύτερα διαχειρίσιμο, εάν το επιτόκιο διαμορφωνόταν στο 1,25% (1% είναι το σημερινό βασικό της ΕΚΤ) – χωρίς καμία διαγραφή χρέους και με δόσεις εξόφλησης 40 ετών.
.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Αποπληρωμή του χρέους σε 40 ετήσιες δόσεις (α) χωρίς διαγραφή (360 δις €) και (β) με διαγραφή 100 δις € (260 δις €)
Δημόσιο Χρέος |
Τόκοι |
Χρεολύσια |
Σύνολο |
360 δις € με 1,25% |
4,50 |
9,00 |
13,50 |
260 δις € με 8,00% |
20,80 |
6,50 |
27,30 |
Σημείωση: Για διευκόλυνση, δεν συνυπολογίζουμε τη συνεχή μείωση των ετησίων τόκων, λόγω της αποπληρωμής των δόσεων του χρέους. Το 1,25% είναι το επιτόκιο, με το οποίο δανείζει σήμερα η ΕΚΤ τις τράπεζες.
.
Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα Ι, η ετήσια επιβάρυνση (τοκοχρεολύσια), χωρίς διαγραφή χρέους και με 1,25% επιτόκιο θα ήταν της τάξης των 13,5 δις € – ενώ με διαγραφή 100 δις € και με επιτόκιο 8% θα ήταν 27,3 δις €. Επομένως, η μη διαγραφή και η επιβάρυνση μας με χαμηλό επιτόκιο, θα ήταν μία πολύ πιο συμφέρουσα λύση για την Ελλάδα – παράλληλα, η λύση αυτή θα ήταν σχετικά εφικτή στην επίτευξη της, καθώς επίσης απόλυτα έντιμη, ενώ δεν θα υποχρέωνε τις τράπεζες μας να «ξεπουληθούν» στους ξένους εισβολείς.
Περαιτέρω οι υψηλότεροι φόροι, όπως και η αύξηση των τιμών μίας επιχείρησης, μειώνουν συνήθως το ρυθμό ανάπτυξης – οδηγώντας τις περισσότερες φορές στην ύφεση (περιορισμός του τζίρου για μία επιχείρηση, μείωση του ΑΕΠ για ένα κράτος). Η ύφεση με τη σειρά της περιορίζει τα έσοδα, παρά την αύξηση των συντελεστών (φόρων για ένα κράτος, ποσοστών κέρδους για μία επιχείρηση), οπότε το αποτέλεσμα των ενεργειών μας είναι αρνητικό.