«Υπάρχει ελπίδα, έστω με πολύ μεγάλες θυσίες εκ μέρους μας, να μηδενίσουμε τα τεράστια ελλείμματα, να ξεφύγουμε από την παγίδα του δημοσίου χρέους, να μην ξεπουλήσουμε τη δημόσια περιουσία, να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία την ύφεση, να καταπολεμήσουμε την ανεργία και να αναδιανέμουμε ορθολογικά τα εισοδήματα; Μπορούμε να ανεξαρτητοποιηθούμε από το ΔΝΤ, να επανακτήσουμε την Εθνική μας κυριαρχία, να μην υποταχθούμε στις οδηγίες του Καρτέλ, να μην «αποικιοκρατηθούμε» από κανέναν ισχυρό (Η.Π.Α., Γερμανία, Κίνα κλπ), καθώς επίσης να επιλύσουμε όλες τις υπόλοιπες «χρόνιες ασθένειες» της Ελλάδας, οι οποίες δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά επίσης πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές;» (άρθρο μας: η έξοδος από την κρίση).
Δυστυχώς παρά το ότι (όπως αναλύσαμε, απαντώντας στα ερωτήματα), υπάρχουν δυνατότητες για να αποφύγουμε το «μοιραίο», τίποτα το ουσιαστικό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Όπως φάνηκε δε από την πρόσφατη σύνοδο (Eurogroup–Ecofin), η Ευρώπη συνεχίζει να λειτουργεί στη βάση του πρώτου σεναρίου (άρθρο μας) – σύμφωνα με το οποίο «όλα παραμένουν ως έχουν, αφού πάντοτε προκύπτει, έστω και την τελευταία στιγμή, μία κάποια λύση στα προβλήματα που εμφανίζονται». Εν τούτοις, έχοντας την άποψη ότι, οι «δυσλειτουργίες» του συστήματος αυξάνονται, όσο δεν λαμβάνονται ριζικές αποφάσεις, θεωρούμε ότι θα επανέλθει ξανά το θέμα των τραπεζών – κατ’ επέκταση των κρατών, ενδυναμωμένο, «ζοφερό» και εξαιρετικά επικίνδυνο, μέσα από τη διαφαινόμενη «παγίδα των ομολόγων».
Ειδικότερα οι ευρωπαϊκές τράπεζες, πόσο μάλλον οι Ελληνικές, απειλούνται από μία νέα «κεφαλαιακή ανεπάρκεια» – αφού οι «επόπτες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος ερευνούν σοβαρά το ενδεχόμενο, να απαγορεύσουν την καταχώρηση των ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών, με τον τρόπο που συνέβαινε μέχρι σήμερα. Δηλαδή, τα ομόλογα του δημοσίου δεν θα εκλαμβάνονται πλέον σαν «χωρίς ρίσκο τοποθετήσεις», οι οποίες δεν απαιτούσαν τη διατήρηση ελαχίστων αποθεματικών – με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών η οποία, σε συνδυασμό με τις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ, θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε την άποψη ότι, είτε αποφασισθεί τελικά κάτι τέτοιο, είτε όχι, οι αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης θα το λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν – υποβαθμίζοντας ανάλογα τις ευρωπαϊκές τράπεζες (τα κράτη επίσης), με βάση τα συγκεκριμένα κριτήρια (ρίσκο ομολόγων).
Φυσικά η αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών, η οποία βέβαια κοστίζει, δεν είναι υποχρεωτική – αφού θα μπορούσαν κάλλιστα να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, μειώνοντας την έκθεση τους σε ομόλογα. Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να πουλήσουν αυτά που ήδη διαθέτουν, αποφεύγοντας προφανώς να αγοράσουν καινούργια. Κάτι τέτοιο όμως θα «αναζωπύρωνε» και θα επιτάχυνε την κρίση χρέους των μελών της Ευρωζώνης, γεγονός που θα λειτουργούσε όχι μόνο αρνητικά για τη ζώνη του Ευρώ, αλλά και για τις ίδιες τις τράπεζες – αφού θα αύξανε περαιτέρω το «ρίσκο» των τοποθετήσεων τους και επομένως την ανάγκη υψηλότερων ελαχίστων αποθεματικών. Πρόκειται λοιπόν για μία επικίνδυνη παγίδα, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπισθεί υπό τις παρούσες συγκυρίες – με τις τράπεζες ή τα κράτη να κινδυνεύουν τόσο από τη Σκύλλα, όσο και από τη Χάρυβδη.
.
Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΣΚΟΥ
Συνεχίζοντας, η «υποτίμηση» του ρίσκου των ομολόγων δημοσίου των χωρών της Ευρωζώνης, συνιστά ένα «ιδρυτικό σφάλμα» της – προερχόμενο από το ότι, οι τότε υπουργοί οικονομικών συμφώνησαν, αποφάσισαν καλύτερα, πως τα δάνεια των χωρών-μελών ήταν εντελώς ακίνδυνα. Η τοποθέτηση τους αυτή ήταν φυσικά αμοιβαία επωφελής, αφού οι τράπεζες δεν ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν ακριβά «εγγυητικά» κεφάλαια – ενώ τα κράτη μπορούσαν να χρηματοδοτούν τα συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα τους (χρέη), με χαμηλά επιτόκια.
Σήμερα, επανεξετάζοντας τη συγκεκριμένη απόφαση, φαίνεται ότι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της Ευρωζώνης – ενώ συνετέλεσε τα μέγιστα στην παρούσα κρίση. Εάν δηλαδή δεν υπήρχε η αντιμετώπιση αυτή, τότε οι τράπεζες δεν θα είχαν επενδύσει τόσο πολλά χρήματα σε κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης, αφού θα ήταν υποχρεωμένες να υπολογίσουν κάποιο ποσοστό ρίσκου – με έμμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό τουλάχιστον του προβλήματος της αλληλεξάρτησης ευρωπαϊκών τραπεζών και κρατών (συγκοινωνούντα δοχεία). Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Ευρωζώνης δεν θα είχαν τη δυνατότητα του φθηνού, εύκολου δανεισμού τους – οπότε δεν θα είχαν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό τα χρέη τους.
Εκτός αυτού, η «οριζόντια» αντιμετώπιση όλων ανεξαιρέτως των χωρών της Ευρωζώνης, σαν «περιοχές» με μηδενικό ρίσκο, συνετέλεσε στη συσσώρευση ομολόγων «χαμηλής ποιότητας» εκ μέρους των τραπεζών – κάτι ανάλογο δηλαδή με τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. (Subprimes), από τα οποία ξεκίνησε η υφιστάμενη χρηματοπιστωτική κρίση. Αρκεί να συνειδητοποιήσει λοιπόν κανείς ότι, μόνο και μόνο οι γερμανικές τράπεζες έχουν «επενδύσει» περισσότερα από 200 δις € σε ομόλογα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας (σύμφωνα με την τράπεζα διεθνών διακανονισμών), χωρίς τη διατήρηση ελαχίστων αποθεματικών κεφαλαίων, για να καταλάβει το μέγεθος του προβλήματος.
Κατ’ επέκταση, μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών ενός οποιουδήποτε κράτους-μέλους, συνυπολογίζοντας ίσως το θέμα των «πιστωτικών» ασφαλειών (CDS), θα προκαλούσε σίγουρα μία νέα, παγκόσμια τραπεζική κρίση – ενώ το ρίσκο στις ευρωπαϊκές τράπεζες (κυρίως στις γερμανικές και γαλλικές) είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, από όσο μπορούμε να φαντασθούμε.
.
ΤΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Αναλυτικότερα, στα «εμπορικά βιβλία» κάποιων ευρωπαϊκών τραπεζών (ειδικά των γερμανικών), τα ομόλογα αξιολογούνται με τις εκάστοτε τιμές αγοράς – αντίθετα, στα «τραπεζικά βιβλία» τους, υπάρχει μεγαλύτερη «ελευθερία κινήσεων». Μετά από τη χρεοκοπία όμως της Lehman Brothers πολλές τράπεζες, ιδιαίτερα οι γερμανικές, «μετέφεραν» αρκετά ομόλογα, όπως επίσης άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, από τα εμπορικά βιβλία τους στα τραπεζικά. Με τη βοήθεια αυτής της «μεταφοράς» δυστυχώς, η οποία ουσιαστικά τις βοήθησε να «αποκρύψουν» τις αδυναμίες τους, κρίθηκαν οι Ισολογισμοί τους υγιείς, στο πρόσφατο τεστ αντοχής (crash test) – το οποίο «πέρασαν» ακόμη και οι χρεοκοπημένες τράπεζες της Ιρλανδίας.
Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι, οι τράπεζες θα υποχρεωθούν στη διατήρηση υψηλότερων «εγγυητικών κεφαλαίων» (ή χαμηλότερων «αποθεμάτων» σε ομόλογα), για τους «τίτλους» που διατηρούν στα χαρτοφυλάκια τους – παρά το ότι τα αποτελέσματα για την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, πόσο μάλλον για τις «επικίνδυνες» χώρες της, θα είναι εξαιρετικά επώδυνα. Εκτός αυτού, όσο έχουν τη δυνατότητα να καταχωρούν τα ομόλογα στα «τραπεζικά βιβλία» τους και όχι στα εμπορικά, η εκτίμηση της πραγματικής αξίας των μετοχών τους, εκ μέρους των επενδυτών, θα είναι μάλλον αδύνατη.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ διπλασίασε ήδη τα κατατεθειμένα κεφάλαια της, θέλοντας προφανώς να «θωρακισθεί» απέναντι στον κίνδυνο απώλειας δημοσίων ομολόγων κάποιων κρατών – ενώ επιδιώκει τη μεταβίβαση του προβλήματος στο μάλλον «διάτρητο» (όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια), «Ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας» (EFSF). Από την άλλη πλευρά οι γερμανικές τράπεζες (κυρίως η Deutsche Bank), υποστηρίζουν «διακαώς» την εγγύηση ή την αγορά ομολόγων από το «μηχανισμό» (μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων) – έτσι ώστε να μην αναγκασθούν να εγγράψουν λογιστικές ή πραγματικές απώλειες (haircut) στα βιβλία τους. Αντίθετα, οι ελβετικές τράπεζες φαίνεται να έχουν επιλύσει ήδη το πρόβλημα – λαμβάνοντας, κατά το σύνηθες στη χώρα, ριζικές αποφάσεις και «καθαρίζοντας» τους Ισολογισμούς τους.
Υπενθυμίζουμε τα αποτελέσματα από το τελευταίο «τεστ αντοχής» των τραπεζών (Πίνακες Ι και ΙΙ) όπου, στο «μοντέλο» που χρησιμοποιήθηκε, λήφθηκε ως δεδομένη μία πτώση της αξίας των ομολόγων κάποιων κρατών, μέχρι και -30%. Όποιο πιστωτικό ίδρυμα δηλαδή είχε στο χαρτοφυλάκιο του ομόλογα της Ελλάδας, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας, αξιολογούταν δυσμενέστερα, σε σχέση με τα υπόλοιπα:
ΠΙΝΑΚΑΣ I: Αποτελέσματα του «τεστ αντοχής» των Ελληνικών τραπεζών (σε δις €, με κριτήριο αρνητικής κατάταξης την τελευταία στήλη) και με βάση τα παρακάτω σενάρια:
Βασικό σενάριο: Οι «ανοιξιάτικες» προβλέψεις ανάπτυξης της οικονομίας
Σενάριο κρίσης: -3% ύφεση, υποτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης, καθώς επίσης διάφορες άλλες δυσμενείς εξελίξεις.
Σενάριο κραχ: Μεγάλη μείωση της αξίας των ομολόγων δημοσίου
Τράπεζα |
Κεφάλαιο* |
Ρίσκο Ενεργητ. |
Κεφαλ. Επάρκεια |
Βασικό σενάριο |
Σενάριο κρίσης |
Σενάριο κραχ |
ΑΤΕ |
1,3 |
15,1 |
8,4% |
10,7% |
8,9% |
4,4% |
Πειραιώς |
3,4 |
37,4 |
9,1% |
10,9% |
8,3% |
6,0% |
Εθνική |
7,6 |
67,4 |
11,3% |
11,7% |
9,6% |
7,4% |
Eurobank |
5,3 |
47,8 |
11,2% |
11,7% |
10,2% |
8,2% |
Alphabank |
5,9 |
51,1 |
11,6% |
12,3% |
10,9% |
8,2% |
Ταχ.Ταμ. |
1,3 |
7,5 |
17,1% |
17,0% |
15,0% |
10,1% |
* Τα κεφάλαια στο τέλος του 2009, τα σενάρια για το 2011
Πηγή: MM
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος