Ουτοπικές προσδοκίες (α) – The Analyst
Χωρίς κατηγορία

Ουτοπικές προσδοκίες (α)

Ουτοπία λύσης στη κρίση χρέους 2.

Η καταπολέμηση της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης είναι αδύνατη, χωρίς μεγάλες διαγραφές απαιτήσεων, πτωχεύσεις ή/και αναδιαρθρώσεις δανείων – μέτρα που οφείλουν να υιοθετηθούν, προτού ξεσπάσουν αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις

Η οικονομική κατάσταση της Ισπανίας, παρά το πλήθος των διαρθρωτικών μέτρων που εφαρμόσθηκαν, παραμένει δραματική – ενώ η μία ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη, μεταξύ των οποίων η Φιλανδία και η Ολλανδία, βυθίζονται στην κρίση.

 

Εν τούτοις, η ευρωπαϊκή κρίση χρέους παρουσιάζεται δημόσια ως επιλυθείσα, κυρίως από την πολιτική ηγεσία – ενώ το ΔΝΤ, στην πρόσφατη έκθεση του για την Ευρωζώνη, διαπιστώνει ένα είδος κούρασης, όσον αφορά την εφαρμογή των διαρθρωτικών μέτρων.

 

Για τη χώρα του βέβαια, για τις εφιαλτικά υπερχρεωμένες Η.Π.Α., δεν προτείνει ανάλογες κινήσεις – με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η παγκόσμια ειρήνη σε μεγάλο βαθμό, καθώς επίσης η εσωτερική σταθερότητα της υπερδύναμης” (άρθρο).

Ανάλυση

Η σχετική ησυχία που επικρατεί στην Ευρώπη, οφείλεται σε έναν και μοναδικό θεσμό, στην ΕΚΤ – αρχικά μέσω της υπόσχεσης της να στηρίξει το ευρώ με κάθε θυσία, ενώ στη συνέχεια με την πρόθεση της να αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων των υπερχρεωμένων κρατών (ΟΜΤ πρόγραμμα), λόγω της οποίας μειώθηκαν δραματικά τα επιτόκια δανεισμού (αποδόσεις) των ομολόγων.

Έκτοτε βέβαια προσπαθεί, μέσω μίας συνεχώς διευρυμένης επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, να εμποδίσει την αύξηση των επιτοκίων – η οποία θα οδηγούσε την πραγματική οικονομία σε μία επόμενη κρίση, με τελική κατάληξη τις χρηματαγορές. Ουσιαστικά βέβαια, η ΕΚΤ κρατάει την άκρη της λεπτής κλωστής, από την οποία κρέμεται η Ευρωζώνη – αφού μόνη της δεν μπορεί να επιτύχει μία πραγματική σταθερότητα.

Οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής της ΕΚΤ το γνωρίζουν φυσικά, ανακοινώνοντας το συνεχώς – ενώ οι αγορές κατανοούν πως αφενός μεν είναι αδύνατον να σταματήσει τις επεκτατικές νομισματικές της κινήσεις, αφετέρου ότι δεν πρόκειται να αφήσει τη λεπτή κλωστή από τα χέρια της. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη συνάντηση των κεντρικών τραπεζιτών στις Η.Π.Α. – όπου, μεταξύ άλλων, ο διοικητής της ΕΚΤ αναφέρθηκε παραδόξως στην ανάγκη περιορισμού της πολιτικής λιτότητας.

Συνεχίζοντας, οι περισσότεροι οικονομολόγοι είναι της άποψης ότι, η καταπολέμηση της κρίσης δεν είναι δυνατή, χωρίς «γενναιόδωρες» διαγραφές απαιτήσεων, χρεοκοπίες ή/και αναδιαρθρώσεις δανείων – ενώ η άρνηση της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ να εξετάσει σοβαρά ένα τέτοιο σενάριο, αποτελεί μία τεράστια επιβάρυνση για την ΕΚΤ.

Απλούστερα, εάν θέλει κανείς να είναι ρεαλιστής, οι οικονομικές κρίσεις αυτής της έκτασης δεν είναι εφικτό να επιλυθούν, χωρίς τις χρεοκοπίες κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών. Αυτό σημαίνει βέβαια πως οι δανειστές θα χάσουν πολλά χρήματα – κάτι μάλλον αναπόφευκτο, αφού τόσο το ιδιωτικό, όσο και το δημόσιο χρέος των χωρών της Ευρωζώνης συνεχίζει να αυξάνεται ως προς το ΑΕΠ, έξι ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Όπως λέγεται δε, “σε γενικές γραμμές δεν μπορεί να βοηθήσει τις υπερχρεωμένες χώρες ούτε μία καθαρή πολιτική λιτότητας, ούτε μία κεϋνσιανή, η οποία θα προσπαθούσε μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών να αναθερμάνει την οικονομία – αφού, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, έχουν βοηθήσει σε αντίστοιχες καταστάσεις μόνο μέτρα όπως ο πληθωρισμός, η επιβολή φόρων επί της ιδιωτικής περιουσίας, ή η χρηματοπιστωτική καταστολή. Επομένως, η αντιμετώπιση της κρίσης με διαρθρωτικά μέτρα είναι αδύνατη“.

Ο τρόπος μείωσης των δημοσίων χρεών

Στο σημείο αυτό οφείλει να αναρωτηθεί κανείς για ποιό λόγο δεν μπορεί να καταπολεμηθεί η κρίση, με τη βοήθεια των παραπάνω μέτρων. Ειδικά επειδή διαπιστώνεται πως χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία, έχουν δρομολογήσει τόσα διαρθρωτικά μέτρα, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο ποτέ μέχρι σήμερα στην ιστορία τους – χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για τις οικονομίες τους.

Για την εύρεση της σωστής απάντησης όμως, είναι απαραίτητη η γνώση του τρόπου, με τον οποίο μειώνονται τα δημόσια χρέη – με ένα θέμα που θα ασχοληθούμε εδώ, αφήνοντας το τεράστιο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους για το μέλλον. Ειδικότερα τα εξής:

Δημόσιο χρέος (t)         Δημόσιο χρέος (t-1)

­­­______________    –  ________________ = { (πραγματικό επιτόκιο – ρυθμός ανάπτυξης) Χ

     ΑΕΠ (t)                         ΑΕΠ (t-1)

Δημόσιο χρέος (t-1)  }   +     { (Δημόσιες δαπάνες t –  Δημόσια έσοδα t )  }

­­­______________                  _________________________________

     ΑΕΠ (t-1)                                               ΑΕΠ (t)

Στον παραπάνω μαθηματικό τύπο, ο οποίος είναι συνεχής και όχι σε δύο γραμμές, με το γράμμα (t) αναφερόμαστε στο παρόν έτος, ενώ με το (t-1) στο αμέσως προηγούμενο. Ο τύπος υποδηλώνει ότι, η αλλαγή στο δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ εντός ενός έτους (πρώτο μέρος του τύπου), εξαρτάται:

(α)  αφενός μεν από το πρωτογενές αποτέλεσμα, δηλαδή από τις δημόσιες δαπάνες μείον τα δημόσια έσοδα (τρίτο μέρος του τύπου),

(β)  αφετέρου από τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού επιτοκίου επί των χρεών και του ρυθμού ανάπτυξης (δεύτερο μέρος του τύπου).

Η αιτία είναι το ότι, το πραγματικό επιτόκιο υποδηλώνει την ετήσια αύξηση των υφισταμένων χρεών, ανεξάρτητα από το πρωτογενές αποτέλεσμα (πλεόνασμα ή έλλειμμα).

Αντίθετα, ανάλογα με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, μειώνεται το υφιστάμενο χρέος, επίσης όμως ανεξάρτητα από το πρωτογενές αποτέλεσμα – όπως συμβαίνει με κάποιον, τα εισοδήματα του οποίου αυξάνονται, οπότε μπορεί να μειώνει τα χρέη του (εκτός εάν αυξήσει ανάλογα τα έξοδα του – πρωτογενές αποτέλεσμα).

Όταν το πραγματικό επιτόκιο είναι υψηλότερο από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, τότε είναι απαραίτητο ένα πρωτογενές πλεόνασμα – για να καλύπτεται η διαφορά και να παραμένουν σταθερά τα χρέη. Στον παραπάνω μαθηματικό τύπο λοιπόν, τα δημόσια έσοδα πρέπει να υπερβαίνουν τις δημόσιες δαπάνες ανάλογα, έτσι ώστε να δημιουργείται πρωτογενές πλεόνασμα. Ισχύει εδώ ο κατωτέρω τύπος:

Πρωτογενές πλεόνασμα > = (πραγματικό επιτόκιο – ρυθμό ανάπτυξης) Χ Δημόσιο χρέος

Απλούστερα, για να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος είναι απαραίτητο το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι μεγαλύτερο ή ίσο, σε σχέση με τη διαφορά του πραγματικού επιτοκίου πλην το ρυθμό ανάπτυξης, επί το δημόσιο χρέος (τόσο το πρωτογενές πλεόνασμα, όσο και το δημόσιο χρέος, ως ποσοστά εδώ επί του ΑΕΠ).

Η αδυναμία καταπολέμησης της κρίσης

Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, ερευνήθηκε στο παράδειγμα της Ισπανίας, της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης (11% του ΑΕΠ της), πόσο βοηθήθηκε από την έντονη μείωση των επιτοκίων της με τη βοήθεια της ΕΚΤ – αφού, όπως γνωρίζουμε, η έκρηξη των επιτοκίων δανεισμού της το 2011, οφειλόταν στη μη κάλυψη της από μία ανεξάρτητη τράπεζα και όχι στο ύψος των δημοσίων χρεών της, τα οποία είναι συγκριτικά χαμηλά (γράφημα).

Ισπανία – κρατικό χρέος προς ΑΕΠ (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ).

Αν και σχεδόν τριπλασιάστηκαν, όπως φαίνεται στο παραπάνω γράφημα, η έρευνα επικεντρώθηκε στην εξέλιξη των επιτοκίων της Ισπανίας, συγκριτικά με αυτήν της Μ. Βρετανίας – η οποία στηρίζεται από μία δική της κεντρική τράπεζα.

Όπως φαίνεται δε από το γράφημα που ακολουθεί, ενώ η διαφορά στην αρχή ήταν τεράστια, στη συνέχεια ομαλοποιήθηκε – με τα επιτόκια της Ισπανίας σήμερα να είναι λίγο υψηλότερα από αυτά της Μ. Βρετανίας.

Η εξέλιξη των επιτοκίων των 10-ετή ομολόγων της Ισπανίας (μπλε) και του Ηνωμένου Βασιλείου (κόκκινο).

Η αιτία ήταν, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η κάλυψη, την οποία παρείχε η ΕΚΤ στις χώρες της Ευρωζώνης – τα επιτόκια των οποίων, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, μειώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η μείωση των δημοσίων χρεών, τα οποία αυξήθηκαν, ξεπερνώντας ήδη αυτά της Μ. Βρετανίας (γράφημα).

Η εξέλιξη του δείκτη κρατικού χρέους προς ΑΕΠ της Ισπανίας (μπλε) και του Ηνωμένου Βασιλείου (κόκκινο).

 

Περαιτέρω, παρά το ότι η μείωση των επιτοκίων συνέβαλλε σημαντικά στον περιορισμό της αύξησης των χρεών της Ισπανίας, παραμένοντας κανείς στο παράδειγμα των δύο χωρών, οφείλει να εξετάσει επί πλέον το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ τους – έτσι ώστε να διαπιστώσει πόσο επέδρασε, με κριτήριο το μαθηματικό τύπο του κειμένου μας.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, στο μαθηματικό τύπο που χρησιμοποιήσαμε αναφερόμαστε σε πραγματικές αξίες – σε ονομαστικές δηλαδή, αφαιρουμένου του εκάστοτε πληθωρισμού.

Επειδή όλως τα επιτόκια είναι πάντοτε ονομαστικά, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν την ανάπτυξη, η οποία συνήθως καταγράφεται ως πραγματική (αφαιρουμένου του πληθωρισμού), επίσης ως ονομαστική – δηλαδή μαζί με τον πληθωρισμό.

Στα πλαίσια αυτά, έχουμε το παρακάτω γράφημα, το οποίο αναφέρεται στην ονομαστική ανάπτυξη των δύο χωρών – έτσι ώστε να έχουμε συγκρίσιμα μεγέθη, με βάση το μαθηματικό τύπο του κειμένου μας.

Η εξέλιξη του ονομαστικού ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου (μπλε) και της Ισπανίας.

Στο σημείο αυτό φαίνεται η δυσμενέστερη θέση της Ισπανίας, συγκριτικά με τη Μ. Βρετανία – ανεξάρτητα βέβαια από τα προβλήματα της τελευταίας, τα οποία δεν είναι καθόλου μικρά (ανάλυση). Η σύγκριση είναι εις βάρος της Ισπανίας, κυρίως για τις εξής δύο αιτίες:

(α)  Οι Βρετανοί έχουν το δικό τους νόμισμα, τη στερλίνα, την οποία υποτίμησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης σημαντικά – αυξάνοντας τις εξαγωγές τους και ενισχύοντας την ανάπτυξη (ΑΕΠ, δημόσια έσοδα κλπ.). Η Ισπανία, ως μέλος της Ευρωζώνης, δεν είχε αυτή τη δυνατότητα.

(β)  Οι Βρετανοί, έχοντας δική τους κεντρική τράπεζα, διατήρησαν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού τους – ενώ δεν υιοθέτησαν τα μέτρα λιτότητας στο βαθμό που το έκανε η Ισπανία, οπότε δεν «υπέφερε» η οικονομική τους ανάπτυξη.

Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, η μείωση των επιτοκίων της Ισπανίας που ακολούθησε, δεν ήταν αρκετή για να διατηρηθεί το δημόσιο χρέος της σε σταθερό ύψος – κυρίως δε, επειδή η ανάπτυξη παρέμεινε εξαιρετικά χαμηλή.

Επίλογος

Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης μας, θα ασχοληθούμε με τους επόμενους συγκριτικούς πίνακες της Ισπανίας με τη Μ. Βρετανία – μέσω των οποίων θα τεκμηριωθεί η αδυναμία επίλυσης της κρίσης της Ευρωζώνης, χωρίς μεγάλες διάγραφες χρεών, αναδιαρθρώσεις των υπολοίπων κοκ.

Θα αναφερθούμε επίσης στην Ελλάδα – η οποία βυθίστηκε στην ύφεση και στον αποπληθωρισμό, με αποτέλεσμα τα σχετικά χαμηλά ονομαστικά της επιτόκια σήμερα να είναι ουσιαστικά τεράστια, σε πραγματικές αξίες.

Απαιτούνται δε πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 7% για να διατηρηθεί σταθερό το χρέος – κάτι μάλλον αδύνατον να συμβεί, οπότε θα συνεχιστεί η λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, χωρίς ενδεχομένως να αποφευχθεί η επόμενη χρεοκοπία, εν μέσω συνθηκών εξαθλίωσης.

Βιβλιογραφία: K. Rogoff, Paul de Grauwe, M. Meier, F&W


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading