Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ Η.Π.Α.
Σύμφωνα με τους διοικητές των δώδεκα τοπικών κεντρικών τραπεζών των Η.Π.Α., κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης καλοκαιρινής συνάντησης τους στην έδρα της Fed, ο κίνδυνος αποπληθωρισμού της αμερικανικής οικονομίας, της πτώσης των τιμών δηλαδή, είναι μεγαλύτερος από ποτέ. «Είμαστε πάρα πολύ κοντά σε μία διαρκή κρίση, ανάλογη με αυτήν της Ιαπωνίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπεύθυνος του St. Louis (πηγή: Zeit).
Όπως φαίνεται, τις απόψεις του συμμερίζονται πολλοί επαγγελματίες επενδυτές, οι οποίοι «ασφαλίζουν» ήδη τα χαρτοφυλάκια τους, απέναντι στον κίνδυνο της πτώσης των τιμών. Έτσι λοιπόν, σημαντικοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου – προφανώς επειδή η αξία τους αυξάνεται, στην περίπτωση που η υπερδύναμη οδηγηθεί στον αποπληθωρισμό.
Για τους υπόλοιπους τομείς της Οικονομίας, η κατάσταση σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα είναι καθόλου ευχάριστη – επειδή όταν υποχωρεί σημαντικά, πόσο μάλλον «άτακτα» το επίπεδο των τιμών, αυξάνεται αυτόματα το βάρος των χρεών των επιχειρήσεων. Εισπράττουν δηλαδή όλο και λιγότερα δολάρια για τα προϊόντα τους, ενώ η αξία των δανειακών τους υποχρεώσεων παραμένει αμετάβλητη. Πολλές εταιρείες λοιπόν αναγκάζονται να περιορίσουν τις επενδύσεις τους, κάτι που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις «αποπληθωριστικές πιέσεις». Όπως είναι γνωστό, ο αποπληθωρισμός στην Ιαπωνία, την περίοδο του 1990, την οδήγησε σε μία δεκαετία οικονομικής ύφεσης, από την οποία ουσιαστικά δεν έχει ακόμη συνέλθει (ούτε οι εταιρείες, ούτε και το χρηματιστήριο της).
Φυσικά, οι προβληματισμοί των Η.Π.Α. δεν αφήνουν καθόλου αδιάφορους τους Ευρωπαίους – ιδιαίτερα βέβαια τους Γερμανούς, οι οποίοι θεωρούν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο συνιστά το μεγαλύτερο κίνδυνο για τη δική τους ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, οι Αμερικανοί ενοχοποιούν τους Ευρωπαίους για την ασθενή ανάπτυξη της Οικονομίας τους επειδή, ο φόβος των επενδυτών απέναντι στη χρεοκοπία μίας χώρας της Ευρωζώνης, είχε σαν αποτέλεσμα τη «διαφυγή» τους στο δολάριο – γεγονός που προκάλεσε τη ραγδαία ανατίμηση του, με δυσμενή επακόλουθα για τις αμερικανικές εξαγωγές. Έτσι, το πρώτο εξάμηνο η οικονομία των Η.Π.Α. αυξανόταν με ρυθμό που δεν υπερέβαινε το 0,5% από τρίμηνο σε τρίμηνο – ενώ το δεύτερο εξάμηνο υπολογίζεται να επιβραδυνθεί, λόγω της ολοκλήρωσης των προγραμμάτων ενίσχυσης της κυβέρνησης.
Ο ετήσιος πληθωρισμός είναι μόλις 1,1%, ενώ η κατανάλωση είναι πολύ αδύναμη, αφενός μεν επειδή οι Αμερικανοί δεν έχουν αρκετά χρήματα για αγορές, αφετέρου λόγω του ότι αποταμιεύουν, αντιμέτωποι με τις υπερβολές του παρελθόντος και το φόβο του μέλλοντος. Εάν η κατανάλωση μειωθεί ακόμη περισσότερο, οι τιμές των προϊόντων θα ακολουθήσουν και ο πληθωρισμός θα περιορισθεί σύντομα στο 0,0% – μία τουλάχιστον δυσοίωνη προοπτική για την αμερικανική οικονομία, η οποία θεωρείται από αρκετό καιρό τώρα (μετά την κρίση των μετοχών του διαδικτύου), «εντάσεως ανεργίας», με μία εξαιρετικά «ανισόρροπη» κατανομή εισοδημάτων.
Η ανεργία όμως, η οποία επίσημα υπολογίζεται στο 9,5% (τεράστιο ποσοστό για τη συγκεκριμένη χώρα), ενώ ανεπίσημα πλησιάζει το 20%, έχει ακόμη ένα δυσμενές επακόλουθο: Για πολλές επιχειρήσεις οι μισθοί αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα κόστους. Όταν λοιπόν οι μισθοί αυξάνονται, «στηρίζουν» ουσιαστικά τις τιμές των προϊόντων ενώ, όταν μειώνονται (ένα από τα αποτελέσματα της ανεργίας), οι τιμές των εμπορευμάτων ακολουθούν, με την Οικονομία να εισέρχεται σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο, χωρίς ουσιαστικές δυνατότητες αντιστροφής της τάσης.
Περαιτέρω, τα μέσα που έχει σήμερα στη διάθεση της η Fed για τη διαχείριση της κρίσης, είναι σχεδόν αμελητέα – αφού τα βασικά επιτόκια αγγίζουν πλέον το 0%. Επομένως, απαιτούνται «μη συμβατικές» ενέργειες, όπως για παράδειγμα η εκτύπωση νέων χρημάτων, για να συνεχίσουν οι αγορές ομολόγων του δημοσίου. Εν τούτοις, η αποτελεσματικότητα μίας τέτοιας «θεραπείας» είναι αμφιλεγόμενη, επειδή η επί πλέον ποσότητα χρήματος θα μπορούσε να σταματήσει την πτώση των τιμών μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα οδηγούταν στην κατανάλωση, στις επενδύσεις ή στις δημόσιες δαπάνες. Εν μέσω όμως μία τόσο μεγάλης κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε, ο κίνδυνος να παραμείνουν τα χρήματα «ανέπαφα» στους τραπεζικούς λογαριασμούς είναι πολύ μεγάλος. Κάτι ανάλογο είχε κάνει άλλωστε και η τράπεζα της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1990, χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Αυτό που απομένει λοιπόν είναι η «δημοσιονομική» πολιτική. Σύμφωνα όμως με την υπεύθυνη υπηρεσία του Κογκρέσου, η μείωση της ζήτησης τα τελευταία δύο χρόνια της κρίσης, ήταν της τάξης των 2.100 δις $, ενώ τα κυβερνητικά προγράμματα αναθέρμανσης της Οικονομίας ήταν μόλις τα μισά. Έτσι, αρκετοί οικονομολόγοι (J.Stieglitz: Η αμερικανική οικονομία βιώνει μία αναιμική ανάκαμψη και χρειάζεται επιπλέον στήριξη – η κυβέρνηση πήρε ένα μεγάλο ρίσκο, το οποίο δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να αποδίδει), συμβουλεύουν την αμερικανική κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες, αποδεχόμενη ένα ετήσιο έλλειμμα τουλάχιστον της τάξης του 10% για τα επόμενα χρόνια – κάτι όμως που δεν βρίσκει σύμφωνους τους αμερικανούς Πολίτες, οι οποίοι νοιώθουν ανασφάλεια, προβλέποντας την εκτόξευση του δημοσίου χρέους της χώρας τους. Εύλογα αναρωτιέται λοιπόν κανείς εάν είναι πράγματι πιθανόν να έχει χρεοκοπήσει το αμερικανικό μοντέλο – χωρίς βέβαια να είναι εύκολη η απάντηση.
–
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Προφανώς η Ευρώπη δεν μπορεί να αυτονομηθεί από τις εξελίξεις στις Η.Π.Α., καθώς επίσης από αυτές στις άλλες σημαντικές περιοχές του πλανήτη – ποτέ δεν τα κατάφερε. Οι καλοί ευρωπαϊκοί «αριθμοί», τους οποίους σήμερα βλέπουμε, είναι ανάλογοι με τους αμερικανικούς των προηγουμένων μηνών, οι οποίοι οδήγησαν μεταξύ άλλων στην ανατίμηση του δολαρίου. Πιθανολογούμε λοιπόν ότι, οι δυσοίωνες σημερινές αμερικανικές εξελίξεις, θα «απασχολήσουν» την Ευρώπη αντίστοιχα περί τα τέλη του έτους.
Εκτός αυτού, υπάρχει αναμφίβολα και ένα καθαρά ευρωπαϊκό πρόβλημα, επί πλέον του προηγουμένου. Η κρίση χρέους, η «κρίση των κρίσεων» δηλαδή, την οποία έχουμε βιώσει στο κοντινό παρελθόν με διάφορες εξάρσεις και η οποία, παρά το ότι δεν εμφανίζεται στους τίτλους των ειδήσεων, δεν έχει σε καμία περίπτωση επιλυθεί. Οι αγορές παραμένουν εκτός ελέγχου, η απόβαση στην Ευρώπη δεν έχει αντιμετωπισθεί και η παγκόσμια ασυμμετρία, μέρος της οποίας είναι η εσωτερική ευρωπαϊκή, δεν προδιαθέτουν σε καμία περίπτωση θετικά. Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί, είναι αρκετά χαρακτηριστικός, αναδεικνύοντας την υπερχρέωση τόσο της «δύσης», όσο και της Ευρώπης – τουλάχιστον συγκριτικά με τις τελευταίες έξι ανερχόμενες Οικονομίες:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξωτερικό χρέος επιλεγμένων κρατών
Χώρα |
Ημερομηνία |
Χρέος σε δις $ |
Χρέος προς ΑΕΠ |
Πλανήτης |
31.12.2009 |
56.900 |
98% |
Η.Π.Α. |
30.06.2009 |
13.450 |
94% |
Μ. Βρετανία |
30.06.2009 |
9.088 |
416% |
Γερμανία |
30.06.2009 |
5.208 |
155% |
Γαλλία |
30.06.2009 |
5.021 |
188% |
Ολλανδία |
31.12.2009 |
3.733 |
470% |
Ισπανία |
30.06.2009 |
2.410 |
165% |
Ιταλία |
31.12.2008 |
2.328 |
101% |
Ιρλανδία |
30.09.2009 |
2.287 |
1.004% |
Ιαπωνία |
30.06.2009 |
2.132 |
205% |
Βέλγιο |
31.12.2008 |
1.354 |
267% |
Ελβετία |
30.06.2009 |
1.339 |
271% |
Ελλάδα |
30.06.2009 |
553 |
167% |
Πορτογαλία |
30.06.2009 |
507 |
223% |
Ρωσία |
31.12.2009 |
369 |
30% |
Κίνα |
31.12.2009 |
347 |
7% |
Ν. Κορέα |
31.12.2009 |
334 |
40% |
Ινδία |
31.12.2009 |
224 |
18% |
Βραζιλία |
31.12.2009 |
216 |
14% |
Ν. Αφρική |
30.06.2009 |
74 |
26% |
Πηγή: CIA Factbook
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, με εξαίρεση την Πορτογαλία, δεν έχουν μεγάλο εξωτερικό χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ – το κοινό πρόβλημα τους είναι αποκλειστικά και μόνο το δημόσιο χρέος, γεγονός που αποδεικνύει την έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών τους στα κράτη τους.
Ολοκληρώνοντας, τα μέτρα εξοικονόμησης των κυβερνήσεων δεν φαίνεται ακόμη να επηρεάζουν τη διάθεση των καταναλωτών, ενώ οι τράπεζες παραμένουν εξαιρετικά προσεκτικές, αποφεύγοντας την πιστωτική τους επέκταση. Επίσης, η εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν έχει ανακτηθεί, γεγονός που διαπιστώνεται από το τριμηνιαίο Euribor, με το οποίο τα ευρωπαϊκά ινστιτούτα δανείζουν με τρίμηνη διάρκεια. Το ύψος του, στο 0,899%, είναι το μεγαλύτερο από τον Αύγουστο του 2009. Επομένως, η ανάκαμψη των χρηματοπιστωτικών αγορών μάλλον δεν θα έχει διάρκεια – χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ύφεση.