Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ξανά ότι, η χρεοκοπία μίας χώρας δεν οφείλεται αποκλειστικά στη σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της. Ένα κράτος μπορεί να πτωχεύσει, έχοντας χαμηλότερο του 50% χρέος προς το ΑΕΠ του, εάν απλά δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του – κατ’ επέκταση, εάν δεν έχει τη δυνατότητα σύναψης δανείων, η οποία προϋποθέτει την εμπιστοσύνη των δανειστών (κάτι που πολύ σύντομα θα επιδεινωθεί περαιτέρω.
Συνεχίζοντας, ειδικά όσον αφορά τον προβληματισμό «δημόσιο χρέος-συνολικό χρέος», είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε ότι κατά κανόνα, στο «βαθμό χρέωσης» ενός κράτους, δεν υπολογίζονται καθόλου τα περιουσιακά στοιχεία ή οι απαιτήσεις του έναντι τρίτων – αλλά μόνο ο δανεισμός του, σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν (ΑΕΠ). Δηλαδή, όσον αφορά το ποσοστό δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, «δείκτης» με τον οποίο «αξιολογούνται» τα κράτη, έχουμε το παρακάτω «παράδοξο» γεγονός (Πίνακας ΙΙ):
.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Παράδειγμα αξιολόγησης κρατών
Κράτος |
ΑΕΠ |
Χρέος |
Χρέος/ΑΕΠ |
Πάγια |
Αξιολόγηση |
Χώρα Α |
300 |
300 |
100% |
300,00 |
Μέτρια |
Χώρα Β |
300 |
300 |
100% |
0,00 |
Μέτρια |
Χώρα Γ |
300 |
200 |
66% |
0,00 |
Εξαιρετική |
Χώρα Δ |
300 |
200 |
66% |
300,00 |
Εξαιρετική |
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
.
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ, οι χώρες Α και Β αντιμετωπίζονται εξ ίσου, σε σχέση με το βαθμό χρέωσης τους, παρά το ότι η πρώτη διαθέτει πάγια περιουσία ύψους 300 δις, ενώ η δεύτερη καθόλου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χώρες Γ και Δ, αν και διακρίνουμε μία τεράστια διαφορά στα πάγια περιουσιακά στοιχεία τους. Πολλές φορές μάλιστα τα περιουσιακά στοιχεία μίας υπερχρεωμένης χώρας, όχι μόνο δεν συνιστούν «ελαφρυντικά» του χρέους της αλλά, αντίθετα, προσελκύουν «επιθετικά» δανειστές (τοκογλύφους), οι οποίοι επιθυμούν να τα αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές – λεηλατώντας στην κυριολεξία το ανήμπορο να αντισταθεί κράτος.
Μία αντίστοιχα «παράδοξη» αντιμετώπιση, διαπιστώνεται όσον αφορά το συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, γεγονός που φαίνεται από τον κατωτέρω Πίνακα ΙΙΙ:
.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό – Προβλέψεις 2010
Χώρα |
Συνολικό Χρέος* |
Δημόσιο Χρέος** |
Ιδιωτικό Χρέος |
Ελλάδα |
252% |
128,90 |
123,1% |
Γερμανία |
285% |
76,70 |
208,3% |
Ιταλία |
315% |
116,70 |
198,3% |
Γαλλία |
323% |
82,50 |
240,5% |
Πορτογαλία |
323% |
84,60 |
238,4% |
Μ. Βρετανία |
466% |
80,00 |
386,0% |
Πηγή: Συνδυασμός στοιχείων από Κομισιόν, McKinsey Global Institute και μελέτη της Deutsche Bank, σύμφωνα με την οποία το ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας είναι 123% του ΑΕΠ, ενώ της Πορτογαλίας 239%
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Δημόσιο και ιδιωτικό, εσωτερικό και εξωτερικό
** Πρόβλεψη 2010
.
Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα ΙIΙ, το προβλεπόμενο συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) της Ελλάδας, θα παραμείνει πολύ χαμηλότερο, από το αντίστοιχο των υπολοίπων επιλεγμένων κρατών – τα οποία όμως έχουν καλύτερη αξιολόγηση από τη χώρα μας. Η «διαστρέβλωση» αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στη Μ. Βρετανία (αξιολόγηση ΑΑΑ), το συνολικό χρέος της οποίας υπολογίζεται στο 466% του ΑΕΠ, ενώ ταυτόχρονα η δημόσια περιουσία της είναι σχεδόν μηδενική.
Η Ελλάδα, συγκριτικά, έχοντας συνολικό χρέος 252% του ΑΕΠ της, καθώς επίσης δημόσια περιουσία (ακίνητα, επιχειρήσεις) που πλησιάζει τα 350 δις € (145% του ΑΕΠ), ευρίσκεται σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση. Εν τούτοις, η πρόσφατη αξιολόγηση της ήταν ΒΒ+, γεγονός που σημαίνει ότι τοποθετείται 10 ολόκληρες θέσεις χαμηλότερα από τη Βρετανία.
Συμπερασματικά λοιπόν, ο δείκτης του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, δεν είναι αξιόπιστος – τουλάχιστον όσον αφορά τις συγκρίσεις των κρατών μεταξύ τους, καθώς επίσης τον πραγματικό (όχι «διαχειριστικό») κίνδυνο χρεοκοπίας τους. Ακριβώς για το λόγο αυτό το χρέος, σε σχέση με το ΑΕΠ, «συμπληρώνεται» στις αξιολογήσεις από το «δείκτη» των ετήσιων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Τα ελλείμματα αυτά, οι ζημίες δηλαδή, υποδηλώνουν ουσιαστικά την αδυναμία των «παγίων» περιουσιακών στοιχείων μίας χώρας (δημόσιες επιχειρήσεις, λιμάνια, αεροδρόμια κλπ) να λειτουργήσουν κερδοφόρα – όχι υποχρεωτικά, αλλά λόγω της ανεπάρκειας αυτών που τα διαχειρίζονται (management).
Εν τούτοις, θα έπρεπε να συνυπολογίζεται στις αξιολογήσεις και ο δείκτης του ιδιωτικού χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, εάν θα θέλαμε να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα των μεγεθών ενός κράτους. Επίσης, τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία δαπανήθηκαν πόροι του κρατικού προϋπολογισμού, επί σειρά ετών – ενώ θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κερδοφόρα, κάτω από άλλες διοικήσεις.
Πιθανολογούμε βέβαια ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται, επειδή φαίνεται να αντιτίθεται στην απαίτηση του διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου, για πλήρες άνοιγμα και ιδιωτικοποίηση των πάντων, καθώς επίσης για ολοκληρωτική υποταγή στις δέκα εντολές του «συστήματος». Διαφορετικά δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε το λόγο, για τον οποίο δεν εφαρμόζεται στο δημόσιο τομέα ή ίδια μέθοδος, με αυτήν του ιδιωτικού – δηλαδή, αξιολόγηση στηριζόμενη σε ετήσιους κρατικούς Ισολογισμούς, στους οποίους θα καταγράφεται αναλυτικά τόσο το ενεργητικό, όσο και το παθητικό μίας χώρας, με αποσβέσεις παγίων κλπ.
Για όσο χρονικό διάστημα κάτι τέτοιο δεν γίνεται, όταν δηλαδή δεν καταρτίζονται Ισολογισμοί κρατών, οι συγκρίσεις μεταξύ τους δεν είναι σε καμία περίπτωση «αξιόπιστες». Για παράδειγμα, πως είναι δυνατόν να αξιολογήσει κανείς μία χώρα αναπτυσσόμενη, η οποία δεν διαθέτει παρά ελάχιστα έργα υποδομής, με βάση μόνο το δημόσιο χρέος της, σε σχέση με το ΑΕΠ της; Επίσης, πως μπορεί να συγκρίνει κάποιος δύο αναπτυγμένες χώρες, με κριτήριο τον ίδιο «δείκτη», όταν η κρατική διοίκηση της μίας εκ των δύο δεν έχει απλά την ικανότητα να διαχειρισθεί σωστά (κερδοφόρα) τα περιουσιακά της στοιχεία, ενώ η άλλη δεν διαθέτει απολύτως τίποτα ή, έστω, πολύ λιγότερα;
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλύσει σχετικά εύκολα τα προβλήματα της – για παράδειγμα ως εξής:
.
(α) Με τις προβλέψεις 2010 (Πίνακας ΙΙΙ), το δημόσιο χρέος θα είναι περίπου 129% του ΑΕΠ – οπότε το ιδιωτικό 123% του ΑΕΠ (240 δις € ΑΕΠ). Εάν λοιπόν οι Έλληνες επιχειρηματίες (τράπεζες κλπ) επένδυαν το 40% του ΑΕΠ σε κρατικά περιουσιακά στοιχεία (θεωρητικά), τότε το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν στο 89% του ΑΕΠ – ενώ το ιδιωτικό θα αυξανόταν στα 163% του ΑΕΠ (στα επίπεδα του Καναδά). Σε μία τέτοια περίπτωση, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας θα ήταν σχετικά ικανοποιητική, οπότε η πιστοληπτική της ικανότητα (αξιολόγηση) θα επανερχόταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Επομένως, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα δανεισμού ή «εμπλοκής» του ΔΝΤ στα εσωτερικά της – πόσο μάλλον εάν απευθυνόταν για δανεισμό σε νέες «πηγές» (Κίνα, Ρωσία, Αραβία κλπ).
.
(β) Με δημόσιο χρέος στο 89% του ΑΕΠ, απέναντι στο οποίο ευρίσκονται ανάλογα περιουσιακά στοιχεία, η Ελλάδα θα χρειαζόταν δάνεια ύψους 214 δις €. Εάν οι Έλληνες Πολίτες αγόραζαν το 50% αυτών των δανείων (ομόλογα δημοσίου), τότε θα απαιτούνταν μόλις 107 δις € από τις «αγορές» – ενώ οι καταθέσεις τους στις τράπεζες θα συνέχιζαν να είναι ικανοποιητικές (πάνω από 100 δις €), ακόμη και αν έπρεπε να μειωθεί ο υπερβολικός αριθμός των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
.
Φυσικά, η χώρα θα έπρεπε πλέον να λειτουργεί με ελλείμματα κάτω του 3%, έτσι ώστε να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος της – αν όχι να εξοφλείται σταδιακά (πλεονάσματα). Κατά την άποψη μας, υπό προϋποθέσεις, η δυνατότητα αυτή είναι απόλυτα εφικτή – πόσο μάλλον όταν «συνοδευθεί» από μία υγιή φορολογική συνείδηση, με βάση την οποία θα αυξανόταν τα δημόσια έσοδα.
Κλείνοντας, είναι μάλλον σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, το τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας επισημαίνεται ακόμη και από τον διεθνή Τύπο. Σύμφωνα με αυτόν: «Η Ελλάδα, σε αντίθεση με την Ισπανία, ευρίσκεται αντιμέτωπη μόνο με ένα υπερχρεωμένο δημόσιο – ενώ όλοι οι άλλοι οικονομικοί «συντελεστές» της είναι ελάχιστα δανεισμένοι. Το συνολικό χρέος της Ελλάδας, ανερχόμενο στο 230% του ΑΕΠ της, είναι χαμηλότερο ακόμη και από αυτό της Γερμανίας (274%). Θεωρητικά, θα μπορούσε η χώρα να διασωθεί πολύ εύκολα, από τους επιχειρηματίες και τους Πολίτες της. Όμως, πόσο μεγάλη θα είναι η διάθεση τους για νέες επενδύσεις, όταν τους έχουν επιβληθεί τέτοια αντιαναπτυξιακά μέτρα εξοικονόμησης πόρων και υψηλής φορολόγησης;»
.