Ιταλία και Ελλάδα, βίοι παράλληλοι – The Analyst
ΔΙΕΘΝΗ

Ιταλία και Ελλάδα, βίοι παράλληλοι

Ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, τα κληρονομηθέντα υψηλά δημόσια χρέη από το παρελθόν και η χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων είναι τα κοινά, μεγάλα προβλήματα των δύο χωρών – τα οποία, εάν δεν τα επιλύσουν, είναι αδύνατον να ξεφύγουν απόν τον εφιάλτη που βιώνουν.

.

Ανάλυση

Στη χωρίς κυβέρνηση Ιταλία κέρδισαν τις εκλογές πριν δύο μήνες με 55% κόμματα, τα οποία τοποθετήθηκαν προεκλογικά υπέρ της αύξησης των δαπανών για τη διενέργεια δημοσίων επενδύσεων και για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους. Επί πλέον υπέρ της κατάργησης της μεταρρύθμισης που αφορά το συνταξιοδοτικό, της μείωσης των φόρων, καθώς επίσης της δημοσιονομικής χαλάρωσης – ενάντια στους κανονισμούς της Ευρωζώνης.

Με δημόσιο χρέος βέβαια στο 131,8% του ΑΕΠ ή περί τα 2 τρις €, με μεγάλα τραπεζικά προβλήματα, με οφειλές στο σύστημα Target 2 της ΕΚΤ πάνω από 400 δις €, η οικονομία της είναι εξαιρετικά επισφαλής – ενώ τα επιτόκια δανεισμού της διατηρούνται στο 1,74% τεχνητά (δεκαετή ομόλογα), με τη βοήθεια της ΕΚΤ, όταν τα αμερικανικά αγγίζουν το 3%. Επομένως είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν οι υποσχέσεις των κομμάτων, χωρίς να υπάρξει σύγκρουση με την Ευρώπη – η οποία φυσικά δεν είναι επιθυμητή για τη Γερμανία, αφού θα σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους του ευρώ.

Το θέμα όμως που οφείλει να απασχολεί την Ιταλία είναι η στρατηγική που πρέπει να υιοθετήσει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, όπως πολύ σωστά αναφέρεται από τον J.P. Ferry – λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι, το υψηλό δημόσιο χρέος της δεν είναι το αποτέλεσμα των πρωτογενών ελλειμμάτων της, αφού τα τελευταία είκοσι χρόνια, με εξαίρεση το 2009, είχε πάντοτε πρωτογενή πλεονάσματα (η μοναδική στην Ευρωζώνη).

Ουσιαστικά λοιπόν το πρόβλημα της Ιταλίας, όπως ακριβώς της Ελλάδας (ανάλυση), είναι το υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος που «κληρονόμησε» από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 – σε συνδυασμό με το ότι, δεν έχει σημειώσει σημαντική οικονομική ανάπτυξη μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη. Το πραγματικό ΑΕΠ της (αφαιρουμένου του πληθωρισμού) το 2017 ήταν στα ίδια επίπεδα με το 2003, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της, το οποίο είναι ένα πολύ σημαντικότερο μέγεθος, έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 1999 (γράφημα) – οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να μειωθεί η σχέση Χρέους/ΑΕΠ, λόγω του παρανομαστή της.

Για σύγκριση, εάν η Γαλλία είχε καταγράψει τα ίδια πρωτογενή πλεονάσματα με την Ιταλία από το 1999, το δημόσιο χρέος της θα είχε μειωθεί στο 45% από το 97% που είναι σήμερα – οπότε ο μοναδικός λόγος που η Γαλλία ευρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Ιταλία είναι το ότι, δεν κληρονόμησε μεγάλα χρέη από το παρελθόν (στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν κάτω του 60%, ενώ η Ιταλία είχε υπερβεί το 120% – γράφημα, διακεκομμένη καμπύλη, δεξιά κάθετος).

Συνεχίζοντας, κάτι που είναι ανάλογα σημαντικό για την Ελλάδα σήμερα, η βασική προτεραιότητα της Ιταλίας με κριτήριο τα παραπάνω πρέπει να είναι η ανάπτυξη, η αύξηση του παρανομαστή στη σχέση Χρέος/ΑΕΠ – για την επίτευξη της οποίας όμως δεν υπάρχουν συνταγές (ανάλυση), όταν το ύψος του χρέους είναι τόσο μεγάλο.

Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος της Ιταλίας όσον αφορά την ανάπτυξη, έχει σχέση με την προσφορά και όχι με τη ζήτηση – σύμφωνα με μία πρόσφατη δημοσίευση της κεντρικής της τράπεζας (πηγή), από την οποία τεκμηριώνεται πως η παραγωγικότητα της είναι κάτι περισσότερο από θλιβερή (όπως δυστυχώς επίσης της Ελλάδας).

Ειδικότερα, τα τελευταία είκοσι χρόνια η παραγωγή ανά εργαζόμενο στην Ιταλία μειωνόταν κατά 0,1% ετησίως – έναντι αύξησης της κατά 0,6% στην Ισπανία, 0,7% στη Γερμανία και 0,8% στη Γαλλία. Την ίδια στιγμή ο πληθυσμός της σε ηλικία εργασίας έχει παραμείνει στα ίδια επίπεδα με τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ενώ προβλέπεται να μειωθεί με ετήσιο ρυθμό 0,5% έως 1% τα επόμενα χρόνια – κάτι που, σε συνδυασμό με τις προτάσεις των κομμάτων για μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, θα ήταν ασφαλώς καταστροφικό, αφού τόσο η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, όσο και το ασφαλιστικό, θα επιμεριζόταν σε λιγότερους εργαζόμενους.

Ως εκ τούτου, ο μοναδικός τρόπος για να τα καταφέρει είναι η αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων της είτε εντός, είτε εκτός της Ευρωζώνης – κάτι που ισχύει επίσης για την Ελλάδα, όπου πολύ σωστά λέγεται πως το πρόβλημα δεν είναι τόσο το νόμισμα, όσο η δημιουργία πλούτου. Η Ιταλία όμως έχει ένα αντίστοιχο πρόβλημα με εμάς – τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, στις οποίες η παραγωγικότητα είναι στο 50% σε σχέση με τις μεγάλες, ενώ είναι λιγότερο αποτελεσματικές και πολύ περισσότερες.

Το θέμα αυτό διερευνήθηκε από δύο Ιταλούς οικονομολόγους, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, η μειωμένη παραγωγικότητα δεν οφείλεται ούτε στις κλαδικές εξελίξεις, ούτε στους πιστωτικούς περιορισμούς, ούτε στους κανονισμούς που ισχύουν στην αγορά εργασίας – αλλά στην οικογενειακή διαχείριση των μικρών επιχειρήσεων και στην τάση τους να επιλέγουν, καθώς επίσης να επιβραβεύουν τους εργαζομένους τους, με κριτήριο την αφοσίωση τους και όχι την αξία τους (πηγή).

Υποθέτουμε εδώ πως στην Ελλάδα θα ισχύει κάτι ανάλογο, επί πλέον στα προβλήματα που δημιουργεί το ίδιο το κράτος στις μικρές και αδύναμες επιχειρήσεις – όπως στο θέμα των ΕΣΠΑ, όπου ελάχιστες είναι σε θέση να τα διεκδικήσουν, με οδυνηρά επακόλουθα για την οικονομία της χώρας.

Τεκμηριώνεται δε πολύ εύκολα στον πρωτογενή τομέα, όπου η Ελλάδα διαθέτει μόλις 30.000 στρέμματα θερμοκηπίων, έναντι 680.000 μόνο στην ισπανική Almeria, η έκταση της οποίας είναι λιγότερο από τη μισή Πελοπόννησο – μεταξύ άλλων επειδή οι αγρότες δεν έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν, αφού δεν καταλήγουν ποτέ σε αυτούς τα χρήματα των ΕΣΠΑ.

Εάν σκεφθεί τώρα κανείς πως το 1984 υπήρχαν ήδη 18.000 στρέμματα στην Ελλάδα, έχοντας ελάχιστα αυξηθεί έως σήμερα, θα κατανοήσει πού ακριβώς οφείλεται το ελληνικό πρόβλημα – ενώ η χώρα μας, με την καλύτερη ηλιοφάνεια στην Ευρώπη, θα μπορούσε να ηγείται στις γονιμοποιήσεις και στις γεύσεις των φρούτων & λαχανικών, αρκεί να δημιουργούνταν οι απαραίτητες υποδομές και να εξασφαλίζονταν οι προϋποθέσεις.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, αυτό που πρέπει να απασχολήσει την όποια κυβέρνηση της Ιταλίας αναλάβει την τύχη της χώρας, δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη – χωρίς την οποία δεν θα αποφύγει τη χρεοκοπία, όσο και αν μειώσει τις δημόσιες δαπάνες ή/και αυξήσει τους φόρους. Επομένως δεν πρέπει να την ενδιαφέρουν ούτε τα πρωτογενή πλεονάσματα, ούτε οτιδήποτε άλλο – εκτός εάν πετύχει τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των χρεών της.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει για την Ελλάδα, στην οποία όμως οι δανειστές έχουν δυστυχώς επιβάλλει πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2060, καθώς επίσης μέτρα που δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη της – ενώ καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν είχε ένα δικό της σχέδιο για τη χώρα, το οποίο να στηρίζεται στους βασικούς πυλώνες της οικονομίας της, καταπολεμώντας πριν από όλα το πελατειακό κράτος που κυριολεκτικά στραγγαλίζει όλες τις προοπτικές της.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading