.
Με εξαίρεση τον κ. Σόιμπλε, την ελληνική αξιωματική αντιπολίτευση, ορισμένα ΜΜΕ και κάποιους Έλληνες, όλοι οι άλλοι πιστεύουν πως χωρίς την ονομαστική διαγραφή του 50% του δημοσίου χρέους δεν υπάρχει μέλλον για την Ελλάδα – η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων.
.
(Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
Ανάλυση
Όλοι γνωρίζουν πως η οικονομία της Ευρώπης είναι βαθιά διαιρεμένη – οπότε η ΕΕ των πολλών ταχυτήτων αποτελεί μία αναμφίβολη πραγματικότητα. Το πόσο βαθιές όμως είναι οι διαφορές των κρατών μεταξύ τους φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, το οποίο αποτυπώνει τις αλλαγές στο ποσοστό της ανεργίας στις 11 σημαντικότερες χώρες της Ευρωζώνης – λίγο από το ξεκίνημα του ευρώ, το 1998, έως τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 (μπλε στήλες), καθώς επίσης από το 2008 και μετά (πορτοκαλί).
Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, τα πρώτα δέκα χρόνια μειώθηκε η ανεργία σε όλες τις χώρες, με μοναδική εξαίρεση την Πορτογαλία – γεγονός που σημαίνει πως η υιοθέτηση του ευρώ ήταν αρχικά ένα πολύ θετικό γεγονός, αφού δημιούργησε ανάπτυξη, καθώς επίσης θέσεις απασχόλησης. Ειδικά δε σε εκείνα τα κράτη, όπου η ανεργία ήταν υψηλή, περιορίσθηκε σημαντικά – όπως στην Ισπανία από το 13% στο 8%, στη Φινλανδία από το 11% στο 6%, ενώ στην Ελλάδα από το 12% στο 8%.
Μετά την χρηματοπιστωτική κρίση όμως, ιδίως δε μετά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης το 2010, όλα τα κράτη βυθίστηκαν στην ύφεση – με αποτέλεσμα να χαθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Έκτοτε η ανεργία κλιμακώθηκε παντού, με εξαίρεση τη Γερμανία – στην οποία μειώθηκε τόσο πριν από την κρίση, όσο και μετά. Στο αντίθετο άκρο ευρίσκονται η Ελλάδα και η Ισπανία, όπου η απώλεια των θέσεων εργασίας μετά το 2008 ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση τους την προηγούμενη περίοδο – οπότε λογικά θεωρούνται ως οι μεγαλύτεροι χαμένοι της κρίσης.
Στην Ιταλία τόσο η αύξηση των θέσεων εργασίας πριν το 2008, όσο και η μείωση τους μετά, ήταν περίπου στο ίδιο ύψος – ενώ η Ολλανδία και η Αυστρία έχασαν περισσότερο από όσο κέρδισαν. Στην Πορτογαλία η ανεργία αυξανόταν τόσο την πρώτη χρονική περίοδο, όσο και μετά – ενώ, αντίθετα, στη Γερμανία μειωνόταν τόσο πριν, όσο και μετά. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς την αιτία του «γερμανικού θαύματος», με την απάντηση να είναι η εξής εξαιρετικά απλή:
(α) 1998-2008: Η Γερμανία, εφαρμόζοντας την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα και το μισθολογικό dumping το 2000 με την ατζέντα 2010, ένα είδος λιτότητας δηλαδή, περιόρισε την ανεργία – βοηθούμενη σε μεγάλο βαθμό από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης των εταίρων της, ένα μεγάλο ποσοστό του οποίου οφειλόταν στον υπερβολικό δανεισμό τους.
Υιοθέτησε επίσης μία σειρά διαρθρωτικών αλλαγών, οι οποίες ως γνωστόν αποδίδουν μακροπρόθεσμα, ενώ σε βραχυπρόθεσμο χρονικό διάστημα προκαλούν ύφεση – κάτι που όμως, σε αντίθεση με αυτό που απαιτεί η Γερμανία μετά το 2008 από τις χώρες της περιφέρειας, είχε το χρόνο να το αντισταθμίσει, επειδή τα κράτη γύρω της αναπτυσσόταν, ενώ η ίδια δεν ήταν υπερχρεωμένη.
(β) 2008 – 2017: Από το 2008 και μετά, ιδιαίτερα μετά το 2010, η Γερμανία τρέφεται από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους – αφού το ευρώ υποτιμήθηκε διευκολύνοντας τις εξαγωγές της, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν τα πλεονάσματα της στα ύψη, τα επιτόκια δανεισμού της μειώθηκαν περιορίζοντας τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, εισάγει εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό από την περιφέρεια ωφελούμενη με πάνω από 200.000 € ανά άτομο (όσο το κόστος δηλαδή της εκπαίδευσης τους), εξαγοράζει τις επιχειρήσεις των εταίρων της σε εξευτελιστικές τιμές (άρθρο), οι δικές της εταιρείες επεκτείνονται λόγω της δυνατότητας τους να δανείζονται φθηνά (βλ. LIDL), κοκ.
Ως εκ τούτου, εάν περιμένει κανείς πως θα επιλύσει το ελληνικό πρόβλημα, το δαυλό δηλαδή που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να πυροδοτήσει μία νέα κρίση όταν «κοπάζει» η προηγούμενη, κάνει ένα τεράστιο λάθος – αφού αυτό που τη συμφέρει είναι η διατήρηση της Ευρωζώνης σε κρίση, για να μπορεί να απομυζεί τους πάντες.
Στα πλαίσια αυτά είναι ανόητο να νομίζει κανείς ότι, ο στόχος της Γερμανίας είναι η λεηλασία μόνο της Ελλάδας ή ότι μας επιβάλλει άθελα της μέτρα που καταστρέφουν την οικονομία μας – αφού το κάνει συνειδητά και σκόπιμα, εκμεταλλευόμενη τις θλιβερές κυβερνήσεις μας, οι οποίες πιστεύουν στις υποσχέσεις περί διαγραφής χρέους που ποτέ δεν τηρούνται.
Ασφαλώς λοιπόν γνωρίζει πως το κεντρικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος της – λόγω των οποίων έχει χάσει εντελώς την πιστοληπτική της ικανότητα, οπότε είναι αδύνατον να αναπτυχθεί ότι και να κάνει. Το γνωρίζει πολύ καλύτερα από τον καθένα, αφού το έχει βιώσει η ίδια το 1953, έχοντας απαιτήσει (και επιτύχει) τη διαγραφή των χρεών της, ακριβώς για τους συγκεκριμένους λόγους.
Εν τούτοις, δεν τη συμφέρει καθόλου, οπότε δεν πρόκειται να μας το επιτρέψει ποτέ, εκμεταλλευόμενη το φόβο μας να χρεοκοπήσουμε εντός του ευρώ και να μας διώξουν – πόσο μάλλον όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις υιοθετούν η μία μετά την άλλη την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων απέναντι στην καγκελάριο, χωρίς καμία απολύτως ντροπή.
Η ανάγκη ονομαστικής διαγραφής του χρέους
Περαιτέρω, ενώ συνεχίζεται το θρίλερ της αξιολόγησης, όπου ουσιαστικά πρόκειται για μία ακόμη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt επαναφέρει το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους – για το οποίο συγκρούεται ο κ. Σόιμπλε, ως αυθαίρετος εκπρόσωπος των Ευρωπαίων δανειστών, με το ΔΝΤ.
Οφείλει βέβαια να τονίσει κανείς εδώ πως ακόμη και αν κερδίσει η ελληνική κυβέρνηση στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων, περιορίζοντας το ύψος τους από το 3,5% που απαιτεί ο Γερμανός, δεν πρόκειται να βοηθήσει καθόλου την οικονομία μας – αφού οι συνεχείς καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης μειώνουν το ΑΕΠ μας, οπότε τα έσοδα του δημοσίου, επιδεινώνοντας παράλληλα τη θέση των τραπεζών, με αποτέλεσμα να έχουμε χάσει ήδη ποσά που πλησιάζουν το 3,5% του ΑΕΠ.
Η γερμανική εφημερίδα πάντως επικαλείται διεθνείς οικονομολόγους, όπως το γνωστό ως «δόκτορα του σοκ» (ανάλυση) – ο οποίος, στην ερώτηση σχετικά με το εάν αξίζει η Ελλάδα τη διαγραφή του χρέους της, σε συνδυασμό με την παροχή βοήθειας από την ΕΕ, ανέφερε πως θα μπορούσε να απαντήσει κανείς με την εξής άλλη ερώτηση: «το άξιζε η Γερμανία το 1953, αν και είχε καταστρέψει την Ευρώπη;».
Υπενθύμισε δηλαδή τη Συμφωνία του Λονδίνου, με την οποία διαγράφηκε το 50% των χρεών της Γερμανίας, της προσφέρθηκε το Marshall Plan για την επανεκκίνηση της οικονομίας της, ενώ η πληρωμή των υπολοίπων ήταν με ρήτρα εξαγωγών – αν και οι αιτίες του τότε γερμανικού θαύματος ήταν ακόμη περισσότερες (άρθρο).
Ο παραπάνω αμερικανός οικονομολόγος υποστηρίζει πως η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας είναι ανάλογη με εκείνη της μεταπολεμικής Γερμανίας – όπου όλοι σχεδόν οι ιστορικοί της οικονομίας είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι, χωρίς τη διαγραφή χρέους η Γερμανία δεν θα είχε ποτέ ξεφύγει από την κρίση, παρά τα υπόλοιπα πλεονεκτήματα της. Το ίδιο πιστεύει επίσης ο Γερμανός καθηγητής του LSE κ. A. Ritschl, ο οποίος ήδη από το ξεκίνημα της κρίσης είχε γράψει τα εξής:
Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)