Στην ΑΜΚ των 4 συστημικών τραπεζών της Ελλάδας υπάρχει ένα οξύμωρο που πρέπει να ελεγχθεί. Σύμφωνα με τον εμπορικό Νόμο η ΑΜΚ δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της τραπεζικής αγοράς.
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
ΑΜΚ σύμφωνα με το εμπορικό δίκαιο συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις:
α) όταν μια εταιρεία έχει ζημίες στον ισολογισμό της, κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί
β) όταν προβλέπει μια μεγάλη επένδυση (δαπάνη) και απαιτεί νέα κεφάλαια που δεν αντλεί δανειακά (έστω και από δάνεια μετόχων της) και χρειάζεται χρήματα για τις νέες προβλεπόμενες δαπάνες.
Στην ΑΜΚ των 4 συστημικών τραπεζών της Ελλάδας υπάρχει ένα οξύμωρο που πρέπει να ελεγχθεί. Οι Τράπεζες αυτές δεν εμφανίζουν αρνητικούς ισολογισμούς, οι περισσότερες μάλιστα αυτά δίνουν οριακά κερδοφόρες χρήσεις, άρα σύμφωνα με τον εμπορικό Νόμο η ΑΜΚ δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της τραπεζικής αγοράς.
.
Σύντομη παρουσίαση του προβλήματος των Τραπεζών
Κεφαλαιακή επάρκεια = χαμηλή σχέση καταθέσεων (δυνητικά ταμειακά υπόλοιπα) προς χορηγήσεις (δυνητικές απαιτήσεις από τρίτους).
Όταν το σύστημα βρίσκεται σε ισορροπία, οι καταθέτες αφήνουν τα χρήματά τους στις τράπεζες οι οποίες τα δίνουν υπό μορφή χορηγήσεων σε οφειλέτες που σταδιακά τα επιστρέφουν, η κερδοφορία της τράπεζας αντλείται από τις διαφορές επιτοκίων χορήγησης-καταθέσεων και τις διάφορες τραπεζικές χρεώσεις.
Συνεπώς οι τράπεζες διαμορφώνουν τους ισολογισμούς τους με βάση τα οικονομικά ως άνω δεδομένα, κρατώντας χωριστά ταμεία για τις δικές τους χρεωπιστώσεις στους πελάτες τους (που αφορούν τις δαπάνες λειτουργίας της ίδιας της τράπεζας και τα κέρδη της από τραπεζικές εργασίες) και χωριστούς πίνακες για τα χρήματα που ανήκουν σε καταθέτες και που έχουν δοθεί υπό μορφή χορηγήσεων στην αγορά.
Θεωρητικά και με βάση τις αρχές της λογιστικής τα δύο αυτά λογιστικά συστήματα πρέπει να έχουν απόλυτη αυτοτέλεια.
Επειδή υπό φυσιολογικές συνθήκες οι τράπεζες έχουν φτάσει στο σημείο να έχουν χορηγήσει (πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα) δάνεια πολλαπλάσια των καταθέσεων που έχουν, υφίσταται μια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ της λογιστικής στήλης του χρήματος που «οφείλουν» στους καταθέτες τους και σε αυτό που δυνητικά μπορούν να απαιτήσουν από τους οφειλέτες τους (αυτούς που έχουν πάρει δάνεια), αλλά και πάλι στο τραπεζικό σύστημα, επειδή δεν συμβαίνει (εκτός περιόδου κρίσεων) να ζητούν όλοι οι καταθέτες ταυτόχρονα την επιστροφή των χρημάτων τους, πάλι η ανισορροπία αυτή δεν γίνεται ορατή στον μέσο άνθρωπο.
Το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα σημαίνει ότι η Τράπεζα δύναται, λόγω της προς τούτο «κάλυψης» της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και ειδικά στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας, να θέτει σε κυκλοφορία υπερβάλλον νόμισμα (σε ηλεκτρονική-άυλη μορφή κατά την συντριπτική του πλειοψηφία) από αυτό που εκάστοτε διαθέτει στα ταμεία της. Δεν είναι κάτι παράνομο, ούτε μεμπτό στην καπιταλιστική οικονομία, αντίθετα σύμφωνα με τις αρχές της οικονομικής επιστήμης, αποτελεί τούτο το μοχλό ανάπτυξης των οικονομιών (leverage). Το μόνο τρωτό σημείο όμως είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη και η νομισματική επέκταση λειτουργεί μόνον σε αναπτυσσόμενες οικονομίες, ή κατ’ ελάχιστον σε αυτές που παρουσιάζουν στιγμιαία και μόνον ύφεση.
Σε οικονομίες που είναι ή βαθιά υφεσιακές, ή παρουσιάζουν μακροχρόνια ύφεση, ή και τα δύο όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, η «μόχλευση» αυτή δεν λειτουργεί, αντιθέτως μάλιστα, δημιουργεί περαιτέρω ύφεση, αφού στερεί την οικονομία από ρευστό, το οποίο κατευθύνεται αλλού (φορολογικούς παράδεισους, κάλυψη χρεών, στρώματα κτλ.)
Σε συνθήκες ανάπτυξης, επειδή σε γενικές γραμμές εξυπηρετούνται οι χορηγήσεις και υπάρχει (θετική) ροή χρήματος στις Τράπεζες, δεν γίνονται ορατές οι περιπτώσεις δανείων, τα οποία είτε με δόλο, είτε από κακό υπολογισμό ή από έκτακτες συνθήκες που αφορούν τους δανειολήπτες, δεν αποπληρώνονται ή αποπληρώνονται μερικά ή και με μεγάλες καθυστερήσεις.
Ένας παράγοντας όμως που εντείνει τα μέγιστα αυτό το καθεστώς ανισορροπίας είναι τα NPL’s ή άλλως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η δημιουργία «κόκκινων» ζωνών στις τράπεζες και η ανάγκη διαγραφών ενεργητικού από τους ισολογισμούς τους.
Τα δάνεια αυτά, που ονομάζονται «κόκκινα» δάνεια, κατηγοριοποιούνται στους ισολογισμούς των Τραπεζών πρίν γίνουν κόκκινα ως ενεργητικό, δηλαδή ως μελλοντικές εισπράξεις, οι οποίες ισοσκελίζουν το παθητικό, δηλαδή τις καταθέσεις. Τονίζω σε αυτό το σημείο, ότι σύμφωνα με τους κανόνες της λογιστικής, οι λογαριασμοί χρήσεων των Τραπεζών, ακριβώς επειδή υπάρχει σε αυτές η νομικά αναγνωρισμένη ιδιότητα του εντολοδόχου διαχείρισης ξένου χρήματος, είναι χωριστοί ως προς το σκέλος καταθέσεις-χορηγήσεις και έξοδα-έσοδα εκ της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δεν πρέπει θεωρητικά να συμμειγνύονται λογιστικώς.
Όταν συνεπώς έχουμε λόγω ύφεσης στην οικονομία, μια μεγάλη αύξηση της επιβράδυνσης ροής χρήματος και αρχίζουν οι δανειολήπτες να μην εξυπηρετούν συστηματικά τα δάνειά τους, έχουμε αφ’ ενός την επιβράδυνση της ροής επιστροφών χρήματος προς τις Τράπεζες, αφ’ ετέρου όμως και συνεπακόλουθα της ύφεσης γίνονται αυξημένες σε σχέση με το «φυσιολογικό» αναλήψεις από καταθετικούς λογαριασμούς για κάλυψη α) συναλλαγματικών κινδύνων (αναλήψεις για να μην υπάρχει κίνδυνος απώλειας κεφαλαίου από υποτιμήσεις ή έκτακτες καταστάσεις), β) αυξημένες βιοτικές ανάγκες των καταθετών, αφού λόγω έλλειψης εισοδήματος αναλώνουν από τα κεφάλαιά τους και γ) αυξημένες ανάγκες για κάλυψη φόρων και τελών προς το Δημόσιο.
Οι Τράπεζες λοιπόν βρίσκονται στην θέση, επειδή δανείσανε πολύ περισσότερα από τα όσα είχανε πραγματικά (και όχι λογιστικά-εικονικά), να πρέπει να βρουν επειγόντως χρήματα για να καλύψουν την ψαλίδα μεταξύ αναγκών για επιστροφή χρημάτων στους καταθέτες που τα απαιτούν και των δανειοληπτών που δεν επιστρέφουν τα οφειλόμενα.
Η εύκολη λύση των Τραπεζών που εφήρμοσαν όλα αυτά τα χρόνια είναι ο δανεισμός. Κάθε φορά που οι Τράπεζες στην Ελλάδα διαπιστώνανε ότι η ανωτέρω ψαλίδα άνοιγε και τους λείπανε περισσότερα χρήματα αντλούσαν δανειακά κεφάλαια, με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς. Τα δανειακά αυτά κεφάλαια τα καλύπτανε αρχικά με ομολογιακά δάνεια, δηλαδή προβαίνανε σε έκδοση ομολογιών που άλλοτε και άλλοτε όχι ήσαν μετατρέψιμες σε μετοχές κατά την λήξη τους και εφ’ όσον δεν πληρωνόντουσαν. Όταν δυσκόλεψε αυτή η επιλογή επειδή οι αγορές καταλαβαίνανε ότι οι Τράπεζες δύσκολα θα εξοφλούσαν αυτά τα ποσά κατά την ωρίμανσή τους, τότε απευθύνθηκαν στην ΕΚΤ ως δανειστή τελευταίας ευκαιρίας και αρχίσανε και αντλούσανε ρευστότητα από το σύστημα ELA, όμως με μεγάλα επιτόκια και με ενεχυρίαση στοιχείων του ενεργητικού τους (δηλαδή παραδίνανε στην ΕΚΤ είτε ομόλογα –συνήθως Ελληνικού Δημοσίου που κατείχαν- ή με ενεχυρίαση πακέτων δανείων που είχανε στην κατοχή τους, είτε με τιτλοποίηση (περίπτωση Eurobank) είτε με οιονεί δέσμευση πακέτων ενεργητικού τους, ως θα αναλυθεί κατωτέρω.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να σκεφτούμε τι συμβαίνει με μια δανειακή σύμβαση όταν αυτή σταματήσει να αποδίδει ρευστότητα στον δανειστή. Όταν σταματήσει να φέρνει ταμειακές ροές στον δανειστή, το δάνειο αυτό σύμφωνα με το λογιστικό σύστημα που εφαρμόζεται στις τράπεζες κατ’ αρχάς μεταφέρεται λογιστικά στις επισφάλειες και όταν οριστικά παύει να εξυπηρετείται εντάσσεται στον ισολογισμό των Τραπεζών με τον ψευδεπίγραφο τίτλο ως «προβλέψεις μελλοντικών εισπράξεων». Όταν τελικά χαρακτηριστεί η απαίτηση αυτή ως ανείσπρακτη αφαιρείται από το ενεργητικό του κυκλοφορούντος χρήματος της Τράπεζας και χαρακτηρίζεται ως ζημιά.
Περιγράφοντας τη διάσταση του προβλήματος, στελέχη τραπεζών αναφέρουν ότι αν το ήμισυ των δανείων των τραπεζών βρίσκεται ήδη σε καθυστέρηση, δηλαδή δάνεια της τάξεως των 100 δισ. ευρώ, και από αυτά καλύπτονται με προβλέψεις τα 70 δισ. ευρώ, απομένουν δάνεια 30 δισ. ευρώ εκ των οποίων είναι άγνωστο πόσα τελικώς δεν θα εξυπηρετηθούν. Και σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα νέα επισφαλή δάνεια που φαίνονται στον ορίζοντα, αφού πλέον έχει πέσει σημαντικά ο πήχης για την ανάπτυξη το 2015.
Ο άλλος τρόπος αύξησης της ρευστότητας των Τραπεζών που προτείνεται είναι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ). Διά μέσου αυτής της οδού υποτίθεται ότι συμψηφίζονται οι επισφαλείς προβλέψεις των Τραπεζών με νέο χρήμα, υποτίθεται απαλλαγμένο από δανειακές υποχρεώσεις των τραπεζών προς τρίτους και το οποίο θα εξασφαλίσει την ομαλή ροή χρήματος προς τους καταθέτες, που ολοένα και περισσότερο, απαιτούν για τους τρείς λόγους που προαναφέρθηκαν την ανάληψη χρημάτων.
Μια ΑΜΚ για να είναι σύννομη, πρέπει να συνοδεύεται από καταβολή μετρητών στο ταμείο του φορέα που αιτείται την ΑΜΚ στον χρόνο που ορίζεται (συμπλήρωση βιβλίου εγγραφών) και σημαίνει τα εξής:
α) «νέο» απαλλαγμένο από δανειακές υποχρεώσεις θα κατατεθεί σε «κρουστό νόμισμα» στα ταμεία της Τράπεζας.
β) αυτός που θα καταβάλλει τα χρήματα αυτά θα αποκτήσει νέες μετοχές της Τράπεζας, με αντίστοιχη απομείωση της αξίας των μετοχών των παλαιών μετόχων, αλλά και της εκπροσώπησης των παλαιών μετόχων στην Γενική Συνέλευση της Τράπεζας με αντίστοιχη δυνατότητα των νέων μετόχων να ελέγξουν την διοίκηση της Τράπεζας.
γ) δεν αποκλείεται γενικώς στους παλαιούς μετόχους, αν συνεισφέρουν «κρουστό νόμισμα» στην ΑΜΚ να συμμετάσχουν και αυτοί στην διαδικασία και αν βάλουν όλα τα χρήματα που απαιτούνται από τους όρους της ΑΜΧ, να διατηρήσουν τις παλαιές μετοχικές «ισορροπίες»
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια παρατήρηση: πώς είναι δυνατόν οι νέοι υποψήφιοι στην ΑΜΚ να καταβάλλουν πχ το 1/10 των χρημάτων που απαιτεί η ΑΜΚ, να έχουν παίρνουν πλειοψηφικά πακέτα και τα υπόλοιπα 9/10 των χρημάτων της ΑΜΚ (ίδιο με ανακεφαλαιοποίηση) να καταβάλλονται μέσω του ΤΧΣ από τον Ευρωπαίο και κυρίως Έλληνα φορολογούμενο, ο οποίος για την «συνεισφορά» του αυτή δεν λαμβάνει τίποτα πλήν ενός νέου δανείου για επιστροφή των νέων δανεικών.
Αλλά φεύγοντας από τα όσα είναι ευρέως γνωστά και αυτονόητα, ας κάνουμε μια προσπάθεια να εξηγήσουμε τον ρόλο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην συμπεριφορά Τραπεζών και με την διαβλεπόμενη πρόθεσή τους να τα μεταβιβάσουν ως τιτλοποιημένα πακέτα σε κερδοσκοπικές ομάδες κεφαλαίου, γνωστά και ως «γύπες».
.
Η τιτλοποίηση της απαίτησης
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Νόμου 3156/2003: «Η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι τρόπος χρηματοδότησης ιδιαίτερα διαδεδομένος στην αλλοδαπή. Ο όρος προέρχεται από τον αγγλικό όρο «securitisation». Αρχικά αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1980 κυρίως για απαιτήσεις από ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην Ευρώπη, καθώς και σε άλλες χώρες στο εξωτερικό, καλύπτοντας πλέον πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις. Στην πιο απλή της μορφή η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια εταιρεία, που έχει ως ειδικό σκοπό (στο εξής ΕΕΣ) την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για τον σκοπό αυτό».
Για να κατανοήσουμε τη λειτουργία αυτού του τρόπου χρηματοδότησης παραθέτουμε την ευρεία και τη στενή του έννοια:
Τιτλοποίηση υπό ευρεία έννοια αποτελεί η ενσωμάτωση δικαιωμάτων σε αξιόγραφα με σκοπό την άντληση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων. Βασικό της χαρακτηριστικό αποτελεί η αποδιαμεσολάβηση (disintermediation) και η παράκαμψη της κλασικής ιδιότητας των τραπεζών ως δανειστών, οι οποίες αντικαθίστανται πλέον από τους επενδυτές. Οι επενδυτές, που θα διαθέσουν πρωτογενώς τα κεφάλαιά τους με αντάλλαγμα την απόκτηση τίτλων (ομολογιών) θα προκαλέσουν τις αναγκαίες για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ροές πληρωμών. Λόγω του καθοριστικού τους ρόλου διαμορφώνουν ευθέως και άμεσα τους όρους της συναλλακτικής τους σχέσης με τους δανειζόμενους και αναλαμβάνουν τον κίνδυνο εκ της χρηματοδοτήσεως. Στην πράξη πρόκειται για τη μετατόπιση της χρηματοδότησης από τα κλασσικά δάνεια προς όφελος της έκδοσης χρεογράφων/ αξιογράφων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
Στη διεθνή πρακτική αλλά και στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο δυνάμει του Ν. 3156/2003, όπου γίνεται λόγος για τιτλοποίηση επικρατεί η στενή έννοια αυτής. Συγκεκριμένα, αφορά τη σύναψη ενός είδους ομολογιακού δανείου με σαφή διαφοροποιητικά στοιχεία από τα γνωστά σε όλους μας ομολογιακά δάνεια. Μέσω αυτού μια επιχείρηση επιλέγει να χρηματοδοτηθεί από την κεφαλαιαγορά ρευστοποιώντας ρευστοποιήσιμα αλλά μη ρευστά περιουσιακά της στοιχεία μέσω της έκδοσης ομολογιών. Αν και επί της ουσίας η εν στενή έννοια τιτλοποίηση στηρίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αξιογράφων, που ήδη υπήρχαν στην κεφαλαιαγορά και τη χρηματαγορά κατά την ευρεία έννοια αυτής, διαφέρει ωστόσο από τη τελευταία κατά το εξής: δεν δημιουργεί αξιόγραφα που ενσωματώνουν απαίτηση κατά της πωλήτριας/χρηματοδοτούμενης εταιρείας. Οι κάτοχοι των εν λόγω τίτλων (τιτλούχοι επενδυτές) αποκτούν ενοχικό δικαίωμα κατά της ΕΕΣ, που είναι και η εκδότρια των τίτλων (άρθρο 10§2 του Νόμου 3156/2003).
.
Οι αρχές που διέπουν την τιτλοποίηση
Σε διεθνές επίπεδο έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις για το αν τελικά η τιτλοποίηση είναι νεωτεριστική ως διαδικασία ή ως θεσμός και νομικό μόρφωμα. (βλ. Βενιέρης, Τιτλοποίηση απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν. 3156/2003 υπό το πρίσμα και της διεθνούς πρακτικής, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 14), Έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις περί χαρακτηρισμού της τιτλοποίησης: ειδικότερα δε κατά τον Kumpel τιτλοποίηση είναι ένα «νέο είδος χρηματοδοτικής μεθόδου και τεχνικής», σύμφωνα με τον Ohl «νεωτερισμός της διαδικασίας χρηματοδοτήσεων», κατά τον Bar «κατατάσσεται στη γενικότερη κατηγορία χρηματοδοτήσεων που βασίζονται σε απαιτήσεις επιχειρήσεων».
Στη χώρα μας χαρακτηρίζεται ως «νέος χρηματοδοτικός θεσμός» σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Νόμου. Σε κάθε περίπτωση ξεπερνώντας τον σκόπελο των επιμέρους χαρακτηρισμών παρατίθενται κατωτέρω τα βασικά χαρακτηριστικά της τιτλοποίησης καθώς και οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 10 του Νόμου στις οποίες αυτά αναφέρονται:
α) Η ύπαρξη μιας προβλέψιμης ροής πληρωμών, την οποία θα προκαλέσει το ληξιπρόθεσμο ρευστοποιήσιμων αλλά όχι ρευστών απαιτήσεων. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμα και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές αλλά και απαιτήσεις υπό αίρεση (άρθρο 10§6).
β) Η δημιουργία μιας ΕΕΣ με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για τη τιτλοποίησή τους προς την οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις (άρθρο 10§2).
γ) Θεμελιώδους σημασίας είναι ο διττός ρόλος της ΕΕΣ, που αφενός εκδίδει τις ομολογίες, τις οποίες εν συνεχεία θα διαθέσει στο επενδυτικό κοινό και αφετέρου αποτελεί το μέρος της διαδικασίας, που θα αντλήσει τα κεφάλαια, που απαιτούνται και αντιστοιχούν στο τίμημα πώλησης των απαιτήσεων (άρθρο 10§7).
δ) Η αρχή της αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας της ΕΕΣ από τη μεταβιβάζουσα εταιρεία. Ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής αυτής αποτυπώνονται αφενός στην περίπτωση παροχής εξασφαλίσεων με την παροχή ρευστότητας από τρίτα μέρη (ανεξαρτησία) και αφετέρου μέσω της σύνθεσης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΕΣ μόνο από ονομαστικές μετοχές (άρθρο 10§4 – εν προκειμένω η διαφαινόμενη ένσταση της εικονικότητας των εν προκειμένω τιτλοποιήσεων θα αναπτυχθεί ειδικότερα κατωτέρω).
ε) Η αρχή του οικονομικού και νομικού αποχωρισμού των απαιτήσεων από τη μεταβιβάζουσα εταιρεία (χρηματοδοτούμενη), η οποία βασίζεται στη συμμετοχή της ΕΕΣ στη διαδικασία τιτλοποίησης. Η πρακτική της εφαρμογή συναντάται στην παροχή των εσωτερικών εξασφαλίσεων.
στ) Για την εξυπηρέτηση των σκοπών της τιτλοποίησης, αλλά κυρίως για την εξασφάλιση της πληρωμής των τόκων και του κεφαλαίου στους επενδυτές είναι δυνατόν να συνάπτονται πάσης φύσεως δάνεια ή πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις από την Ε.Ε.Σ (άρθρο 10§7).
.
Η νομική φύση της τιτλοποίησης
Η τιτλοποίηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενιαία νομική πράξη, αφού στην πράξη πρόκειται για μια πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία αποτελείται από αλληλοδιαδεχόμενα στάδια. Αποτελεί ένα σύνθετο συναλλακτικό μόρφωμα, το οποίο συντίθεται από επιμέρους συμβατικές σχέσεις. (Λιάππης, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου ΕΕΤΔΔΚ, σελ. 91).
Για την πλήρη κατανόηση της λειτουργίας αυτού του σχήματος κρίνεται σκόπιμος ο προσδιορισμός της νομικής φύσης αλλά και των βασικών χαρακτηριστικών κάθε επιμέρους σύμβασης – «κρίκου» αυτής της «αλυσίδας αλληλένδετων συμβατικών σχέσεων».
Πρώτον και κύριον καθοριστική σημασία έχει ο προσδιορισμός μιας συμβατικής σχέσης η οποία δεν αποτελεί κρίκο στην ανωτέρω αναφερομένη αλυσίδα συμβατικών σχέσεων αλλά αποτελεί τη «γενεσιουργό της τιτλοποιούμενης απαίτησης σύμβαση». Πρόκειται για τη σύμβαση μεταξύ οφειλέτη και μεταβιβάζοντος από την εκτέλεση των όρων της οποίας έχει ήδη γεννηθεί ή θα γεννηθεί (στο μέλλον) η απαίτηση που στη συνέχεια τιτλοποιείται. Τρία (3) είναι τα χαρακτηριστικά αυτών των συμβάσεων στα οποία θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε σχέση με την προοπτική τιτλοποίησης των απαιτήσεων που απορρέουν από αυτές:
(α) οι δικαιοπραξίες που αποτελούν τον νόμιμο λόγο γέννησης της εκχωρούμενης (τιτλοποιούμενης) απαίτησης μπορεί να υπόκεινται στον τύπο που ορίζει ο νόμος που τις προβλέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 158 ΑΚ («Η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος») ή στον δικαιοπρακτικό τύπο που όρισαν οι συμβαλλόμενοι 159 ΑΚ. Για παράδειγμα οι εκχωρούμενες απαιτήσεις που έχουν ως νόμιμο λόγο γέννησής τους την έκδοση αξιογράφου υπόκεινται σε έγγραφο τύπο ενώ οι εκχωρούμενες απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση έργου δεν υπόκεινται κατ’ αρχήν σε δικαιοπρακτικό τύπο. Επομένως, η προοπτική ένταξής τους στο μηχανισμό της τιτλοποίησης αυτή καθ’ εαυτή δεν αλλάζει τίποτε στον κανόνα του ατύπου αυτών των συμβάσεων.
(β) Σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου (άρθρο 10 §1) οι μεταβιβαζόμενες πρέπει να είναι «επιχειρηματικές απαιτήσεις», δηλ. να προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας της μεταβιβάζουσας εταιρείας. Για παράδειγμα από στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια τραπεζών, από προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών. Ωστόσο, ανακύπτει το ερώτημα αν λόγω της εμπορικής ιδιότητας του μεταβιβάζοντος (άρθρο 10 §2 «ο μεταβιβάζων είναι έμπορος») οι προς τιτλοποίηση πρέπει να είναι απαραιτήτως και εμπορικές. Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων γίνεται δεκτό πως είναι δυνατή η εκχώρηση και άλλων απαιτήσεων, που χωρίς να είναι εμπορικές σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του μεταβιβάζοντος, λ.χ. οι απαιτήσεις από την πώληση παγίων περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος με πίστωση του τιμήματος. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός της επιχειρηματικής απαίτησης όπως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2844/2000 ισχύει και επί τιτλοποίησης.
Επομένως, ο όρος «επιχειρηματικές απαιτήσεις» πρέπει να λαμβάνεται υπό την ευρεία έννοια του, δηλ. περιλαμβάνει όλες τις απαιτήσεις που ανήκουν σε μια επιχείρηση, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του όρου «απαίτηση της επιχείρησης» και αφορά κάθε απαίτηση περιλαμβανόμενη στα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης. Υπό αυτή τη θεώρηση και με βάση το υποκειμενικό κριτήριο γίνεται δεκτό ότι εφόσον ιδιωτική απαίτηση αποκτηθεί από επιχείρηση, η απαίτηση καθίσταται επιχειρηματική.
(γ) ο νομοθέτης παρεμβαίνει και θέτει εκποδών τον συμβατικό όρο για το ανεκχώρητο της απαίτησης (α. 10 παρ.8 α), μεταβίβαση με μόνη την καταχώριση (α. 10 παρ.10 α) και καθιερώνει απόκλιση από τον κανόνα του α.460 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίο θα ήταν απαραίτητη η εξατομικευμένη αναγγελία της μεταβίβασης προς τον οφειλέτη.