Ασύμμετρες συνέπειες
Περαιτέρω, εάν το πρόβλημα της VW μεγεθυνθεί, πόσο μάλλον εάν διευρυνθεί και στις υπόλοιπες γερμανικές βιομηχανίες αυτοκινήτων, δεν είναι απίθανο να συμπαρασύρει πολλές τράπεζες της χώρας, όπως συνέβη με τη Lehman Brothers.
Με δεδομένο δε το τεράστιο μέγεθος του κρατικού τραπεζικού τομέα της Γερμανίας, ο οποίος ουσιαστικά επιβιώνει με τις εγγυήσεις της κυβέρνησης, οι συνέπειες για τη χώρα δεν είναι καθόλου εύκολο να υπολογισθούν – υπενθυμίζοντας πως το ενεργητικό των 8 περιφερειακών τραπεζών της Γερμανίας είναι της τάξης του 1,1 τρις € (απασχολούν περίπου 40.000 εργαζομένους), ενώ των δύο κρατικών αναπτυξιακών, καθώς επίσης των 16 τοπικών πλησιάζει το 1 τρις €, με 14.000 υπαλλήλους.
Συνολικά οι κρατικές αυτές τράπεζες έχουν ενεργητικό ίσο με το 75% του γερμανικού ΑΕΠ, με πολλαπλάσιες εγγυήσεις – ενώ έχουμε επιστήσει πολλές φορές την προσοχή στα τεράστια προβλήματα της Deutsche Bank, χωρίς να υποτιμούμε τα αντίστοιχα της Commerzbank.
Στα πλαίσια αυτά η δήλωση της ΕΚΤ, η οποία ανέκαθεν στήριζε τα βρώμικα παιχνίδια της Γερμανίας (ανάλυση), σύμφωνα με την οποία δεν θα δημοσιοποιεί στο μέλλον τα ποσά έκτακτης ρευστότητας που εγκρίνει στις τράπεζες (ELA), αποκτά ιδιαίτερη σημασία – πόσο μάλλον όταν, κατά το ΔΝΤ, τα κόκκινα δάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών υπερβαίνουν πλέον το 1 τρις €.
Λογικά βέβαια, στους κινδύνους που απειλούν τη Γερμανία θα έπρεπε να προστεθεί το Target II (άρθρο) – αφού η κεντρική της τράπεζα είναι ο βασικότερος χρηματοδότης του, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
.
.
Ειδικά εάν ακολουθήσει η διάλυση της Ευρωζώνης, την οποία δυστυχώς η ίδια η Γερμανία προωθεί με την πολιτική λιτότητας που επιβάλλει – χωρίς να υπολογίζει τις αντιδράσεις των Πολιτών της Ιταλίας και της Γαλλίας, οι οποίοι κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσουν πως οι μελλοντικές προοπτικές των χωρών τους είναι πολύ καλύτερες, με ένα εθνικό νόμισμα.
.
Φράγκο και Γεν
Με προβλεπόμενη την αναζωπύρωση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, μεταξύ άλλων ως επακόλουθο της παραπάνω ευρύτερης, καθώς επίσης του μεταναστευτικού προβλήματος, πολλοί αναζητούν ξανά ένα ασφαλέστερο νομισματικό λιμάνι – έχοντας την άποψη πως το δολάριο είναι περιστασιακά μόνο ισχυρό, λόγω των προβλημάτων της υπερδύναμης (δίδυμα ελλείμματα, χρέη, αδυναμία αύξησης των επιτοκίων από τη Fed, ενδεχόμενο τέταρτο QE), το ευρώ είναι θνησιγενές (άρθρο), ενώ η σημερινή ανάκαμψη των χρηματιστηρίων μάλλον περιστασιακή.
Στα πλαίσια αυτά, είναι ενδιαφέρουσα η εξέλιξη του ελβετικού φράγκου, σε σχέση με το ιαπωνικό γεν, αφού και τα δύο νομίσματα βρισκόταν «στην ίδια βάρκα» στο παρελθόν – λόγω του ότι είναι μηδενικού επιπέδου επιτοκίων, οπότε ιδανικά για τους carry traders, στις δύο συναλλαγματικές περιοχές δεν έχει σημειωθεί πληθωρισμός για πολλές δεκαετίες, ενώ και οι δύο διαθέτουν πολύ υψηλά περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό.
Ως εκ τούτου, οι ισοτιμίες τους συντονίζονταν μεταξύ τους για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα – με ορισμένες εξαιρέσεις βέβαια, όπως το 1999/2000. Εν τούτοις, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία πέντε χρόνια, αφού το γεν (χωρίς τον πληθωρισμό – REER), έχει υποτιμηθεί κατά περίπου 30%, ενώ το φράγκο έχει ανατιμηθεί κατά 65%, με αποτέλεσμα η μεταξύ τους απόσταση να είναι τεράστια (γράφημα).
.
.
Συνεχίζοντας, σύμφωνα με τους ειδικούς συναλλάγματος, τα δύο παραπάνω νομίσματα ανατιμιόταν παραδοσιακά, όταν αυξάνονταν τα ρίσκα στις χρηματοπιστωτικές αγορές – κάτι που συνέβη για τελευταία φορά το Σεπτέμβρη του 2008, όταν χρεοκόπησε η Lehman Brothers, όπου ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Η ωφέλεια τους αυτή από το χρηματοπιστωτικό σοκ οφειλόταν στο ότι, ακολούθησαν μεγάλες εισροές συναλλάγματος και στις δύο χώρες – μεταξύ άλλων επειδή τόσο στην Ελβετία, όσο και στην Ιαπωνία, «επαναπατρίσθηκαν» τα επενδυμένα κεφάλαια στο εξωτερικό, αυξάνοντας προφανώς τις ισοτιμίες των νομισμάτων.
Το 2010 όμως, όπου ξέσπασε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους με αφετηρία την Ελλάδα (Μάιος), το ελβετικό φράγκο επηρεάστηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, συγκριτικά με το γεν – επειδή οι Ελβετοί είχαν επενδύσει πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια στην Ευρώπη, σε σχέση με τους Ιάπωνες.
Ως εκ τούτου, ο επαναπατρισμός των ελβετικών κεφαλαίων ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν των ιαπωνικών, οπότε το φράγκο ανατιμήθηκε περισσότερο – ενώ, όταν η Ιαπωνία ξεκίνησε τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, το γεν άρχισε να υποτιμάται με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό.
Επί πλέον, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας κατάφερε αφενός μεν να περιορίσει τους επενδυτές στο γεν, αφετέρου να μετατρέψουν τις βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις τους με δανειακά γεν σε άλλα συναλλάγματα, σε μακροπρόθεσμες – με αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμη περισσότερο η ισοτιμία του νομίσματος.
Ολοκληρώνοντας, ανάλογα προσπαθεί να αντιδράσει σήμερα και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, διαπιστώνοντας πως μειώθηκαν σημαντικά οι εξαγωγές της χώρας – εν πρώτοις με την υιοθέτηση των αρνητικών επιτοκίων. Οι ενέργειες της όμως αυτές θα έχουν τότε μόνο επιτυχία, όταν επικρατήσουν στην Ελβετία ανάλογες συνθήκες με την Ιαπωνία – κάτι που προφανώς δεν μπορεί να προβλέψει κανένας, εκτός του ότι απαιτείται αρκετός χρόνος.
.