Εάν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να είμαστε όλοι ευτυχείς – όσο περίεργο και αν ακούγεται, μετά από τέσσερα χρόνια καταστροφής, τα οποία μόνο με έναν πόλεμο, με έναν ανελέητο βομβαρδισμό της χώρας μας ίσως, μπορούν να συγκριθούν.
.
Ο απολογισμός της κρίσης της Ελλάδας, μετά την εισβολή του ΔΝΤ, είναι αναμφίβολα τρομακτικός, κάτι περισσότερο από καταστροφικός: περίπου 1.500.000 άνεργοι, δεκάδες χιλιάδες χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, εκατομμύρια Έλληνες με αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων τους, κατακόρυφη πτώση των μισθών και εισοδημάτων, σωρευτική απώλεια του 25% σχεδόν του ΑΕΠ, ραγδαίος περιορισμός του κοινωνικού κράτους (παιδεία, υγεία, συντάξεις), ιλιγγιώδης αύξηση των φόρων, πάνω από το 50% του πληθυσμού στα όρια της εξαθλίωσης, εκτόξευση των τραπεζικών επισφαλειών μετά την πτώχευση τους (2011, PSI), υποθήκευση της Ελλάδας με την έκδοση ομολόγων στο αγγλικό δίκαιο, εξωτερικό χρέος μη μετατρέψιμο σε εθνικό νόμισμα, απώλεια της εθνικής κυριαρχίας κοκ.
Όλα αυτά όμως, διευκολύνουν ενδεχομένως την δυνατότητα εξόφλησης των δανειστών, αλλά δεν έχει ακόμη σχεδόν τίποτα «εκταμιευθεί» από τους ίδιους. Απλούστερα, έχουν δημιουργηθεί μεν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις λεηλασίας της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Ελλήνων από τους εντολείς των τοκογλύφων (εδώ συμπεριλαμβάνουμε και τη σκόπιμη απαξίωση του χρηματιστηρίου), αλλά η τελική διαδικασία δεν έχει ακόμη ξεκινήσει.
Ακόμη πιο απλά, με επιχειρηματικούς όρους, έχουν επενδυθεί τα κεφάλαια (δάνεια) για την προγραμματισμένη λεηλασία, αλλά η αποκόμιση των «λαφύρων» (κερδών) ευρίσκεται ακόμη στην αφετηρία – αφού δεν έχει αρχίσει η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, η εξαγορά ελληνικών εταιρειών ή ακινήτων σε τιμές ευκαιρίας κοκ.
Με τη λέξη «τοκογλύφοι» δεν εννοούμε φυσικά τα κράτη-δανειστές, οι Πολίτες των οποίων ανέλαβαν, «ερήμην» τους φυσικά, τα δημόσια χρέη μας – διευκολύνοντας την εξόφληση των κερδοσκόπων, συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, οι οποίες τοποθετούσαν τα χρήματα τους στη χώρα μας, με πολύ υψηλά επιτόκια.
Εννοούμε αποκλειστικά και μόνο όλους αυτούς που «κρύβονται» κάθε φορά πίσω από το ΔΝΤ, χρησιμοποιώντας το κυριολεκτικά για τη λεηλασία εκείνων των ανόητων χωρών, τα οποία καταλήγουν στα νύχια του – αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν με τη χρηματοδότηση των αναγκών τους και επιλέγοντας τους «συνδίκους του διαβόλου», αντί της χρεοκοπίας.
Στα πλαίσια αυτά, γνωρίζοντας πως η μοναδική εξαίρεση μέχρι στιγμής είναι η Μποτσουάνα (άρθρο), έχοντας παράλληλα την εμπειρία της Ν. Αφρικής, θα μας έκανε τεράστια εντύπωση εάν το ΔΝΤ εγκατέλειπε τα σχέδια του – αποφασίζοντας παραδόξως να μας επιστρέψει, χωρίς καμία σχεδόν «ανταμοιβή», την εθνική μας κυριαρχία.
Εάν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, θα έπρεπε να είμαστε όλοι ευτυχείς – όσο περίεργο και αν ακούγεται, μετά από τέσσερα χρόνια καταστροφής, τα οποία μόνο με τις συνέπειες ενός πολέμου, ενός ανελέητου βομβαρδισμού της χώρας μας ίσως, μπορούν να συγκριθούν.
Αν μη τι άλλο, παρά την οδύνη του παρελθόντος, θα γινόμαστε ξανά ελεύθεροι, χωρίς να χάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας μας – θα ανακτούσαμε την εθνική μας κυριαρχία δηλαδή έναντι ενός αδρού μεν, αλλά όχι θανατηφόρου τιμήματος.
Παρά το ότι λοιπόν θεωρούμε απίθανη την εκδίωξη του ΔΝΤ (εκτός εάν έχει αποφασισθεί η γενικότερη απομάκρυνση του από την ηγεσία της Ευρωζώνης, κάτι που ενδεχομένως συμβαίνει, αφού έχει γίνει επιτέλους κατανοητή η «γεωπολιτική» χρησιμοποίηση του από τις Η.Π.Α.), είναι ίσως η μοναδική ευκαιρία μας να την επιδιώξουμε – έχοντας ορισμένα θετικά μεγέθη στην οικονομία μας (θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και ανάπτυξη 2,9% το 2015, έστω στα χαρτιά), καθώς επίσης μία σχετική «νηνεμία» στις παγκόσμιες αγορές (ανάλυση).
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε βέβαια να εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότηση των μελλοντικών αναγκών μας – οι οποίες, τουλάχιστον κατά την S&P, φτάνουν στα 43 δις € για τους επόμενους δεκαπέντε μήνες. Επίσης, όχι μόνο τη μη λήψη των 11 δις € που μας «οφείλει» το ΔΝΤ, αλλά και τη διαδικασία εξόφλησης των υπολοίπων χρημάτων που μας έχει δανείσει στο παρελθόν – αφού είναι μάλλον απίθανο να φύγει, διακινδυνεύοντας να χάσει τα δάνεια που μας έχει δώσει.
Περαιτέρω, η εξασφάλιση όλων των παραπάνω δεν είναι δυνατόν να επιδιωχθεί με την ανεξάρτητη έξοδο μας στις αγορές, αφού ακόμη και τα σημερινά επιτόκια είναι μη βιώσιμα για την οικονομία μας – αλλά μόνο με τη βοήθεια της ΕΚΤ και της Ευρωζώνης, η οποία θα είναι φυσικά συνδεδεμένη με ανάλογα «μνημόνια».
Τα μνημόνια αυτά θα είναι ενδεχομένως ακόμη αυστηρότερα, όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, αλλά όχι θανατηφόρα, όπως αυτά του ΔΝΤ – αφού η Ευρώπη δεν έχει την πρόθεση να λεηλατήσει τις χώρες-μέλη της, όπως συμβαίνει με τους εντολείς των συνδίκων του διαβόλου.
Εάν δε συνδέαμε τα παραπάνω με μία σκληρή διαπραγμάτευση της Ελλάδας, όσον αφορά την ακόμη μεγαλύτερη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δημοσίων χρεών της, τη μείωση των επιτοκίων, τον «εμπλουτισμό» της πολιτικής λιτότητας με αναπτυξιακά μέτρα κοκ., ίσως καταφέρναμε να δούμε πράγματι φως στην άκρη του τούνελ – ρεαλιστικά, χωρίς τους ανόητους ισχυρισμούς περί μίας μαγικής επιστροφής της χώρας στην ευημερία του παρελθόντος.
Κάτι τέτοιο απαιτεί βέβαια τη συμμετοχή στην όλη διαδικασία και των δύο ισχυρών πολιτικών κομμάτων της χώρας – τη συναίνεση τους, με αντικείμενο την επίτευξη ενός πραγματοποιήσιμου στόχου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα άλλαζαν την ιδεολογία τους. Προφανώς δε τη μη διενέργεια πρόωρων εκλογών οι οποίες, κατά την άποψη μας, θα ήταν καταστροφικές τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Αυτό δεν ερμηνεύεται με το ότι έχουμε ξαφνικά εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση – πόσο μάλλον αφού δεν τήρησε καμία απολύτως προεκλογική δέσμευση της, ενώ δεν χαρακτηρίζεται καθόλου από στελέχη που εμπνέουν έναν ελάχιστο, «διαχειριστικό» έστω, σεβασμό. Η ευκαιρία όμως παρουσιάζεται σήμερα, όπου αυτή η κυβέρνηση ηγείται του κράτους – ενώ ίσως να μην υπάρξει ποτέ ξανά στο μέλλον, το οποίο προβλέπεται ταραχώδες, οπότε δεν έχουμε άλλη επιλογή.
Δύσκολα βέβαια θα ξεπεράσουν τα δύο αυτά πολιτικά κόμματα τις ιδιοτέλειες και τους εγωισμούς τους, προτάσσοντας το εθνικό του κομματικού συμφέροντος. Οφείλουν όμως να γνωρίζουν πως εάν δεν το κάνουν, θα είναι πλέον αυτά υπεύθυνα για οτιδήποτε συμβεί στην πατρίδα μας στο μέλλον – αφού το παρελθόν δεν αλλάζει, ακόμη και αν η Δικαιοσύνη έβρισκε το θάρρος να τιμωρήσει όλους αυτούς που προκάλεσαν την ελληνική τραγωδία, ενώ υπήρχε η δυνατότητα να αποφευχθεί.
Υστερόγραφο: Όπως αναφέρεται στη συνομιλία, αλλά και στην πρόσφατη ανάλυση μας, οι Η.Π.Α. δεν εφαρμόζουν μία «κεϋνσιανή» πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης (αύξηση των μισθών των εργαζομένων, δημόσιες επενδύσεις κλπ.), αντίθετη με την πολιτική λιτότητας της Ευρώπης.
Έχουν υιοθετήσει ουσιαστικά μία νεοφιλελεύθερη, μονεταριστική «πολιτική λιτότητας», με στόχο την αύξηση της προσφοράς (επενδύσεις), η οποία έχει μέχρι στιγμής αποτύχει – επειδή τα νέα χρήματα, με τα οποία έχουν πλημμυρίσει τις αγορές, δεν κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία (με ελάχιστες εξαιρέσεις, Fracking), αλλά στα χρηματιστήρια.
Ακόμη όμως και αν κατευθύνονταν στην πραγματική οικονομία, η υποχωρούσα ζήτηση δεν θα συντελούσε στην καταπολέμηση της κρίσης – γεγονός που γνωρίζει η ΕΚΤ, οπότε εύλογα διαφωνεί με την υιοθέτηση των πληθωριστικών, μονεταριστικών μέτρων που θέλουν να επιβάλλουν τόσο οι Η.Π.Α., όσο και το ΔΝΤ.
Η πολιτική αυτή επετύγχανε σε κάποιο βαθμό στο παρελθόν, επειδή οι εργαζόμενοι συμπλήρωναν τους χαμηλούς μισθούς τους με δάνεια – οπότε αυξανόταν η ζήτηση, η κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Σήμερα όμως τα νοικοκυριά είτε δεν είναι πρόθυμα να δανεισθούν, είτε δεν τα δανείζουν οι τράπεζες – οπότε δεν υπάρχει καμία πιθανότητα επιτυχίας, αφού οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν όταν μπορούν απλά να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους αλλά, κυρίως, όταν αυξάνεται η ζήτηση για τα προϊόντα τους
Η Γερμανία βέβαια δεν συμφωνεί ούτε με την «κευνσιανή» πολιτική, ούτε με τη μονεταριστική – προφανώς επειδή τρέφεται από την κρίση, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Η μοναδική λύση τώρα που διαφαίνεται στον ορίζοντα, με δεδομένη την υπερχρέωση της Δύσης, δεν είναι άλλη από την ήπια πολιτική λιτότητας, «εμπλουτισμένης» με αναπτυξιακά μέτρα, σε συνδυασμό με την αποχώρηση της Γερμανίας – πριν ξεσπάσει η επόμενη κρίση, η οποία είναι μάλλον νομοτελειακή (ανάλυση).
.
Ακολουθεί η συζήτηση του κ. Βιλιάρδου με το δημοσιογράφο κ. Σαχίνη, στο ράδιο 98,4 (Νέα Κήτη).
.