Τραπεζικοί παραλογισμοί – The Analyst
Χωρίς κατηγορία

Τραπεζικοί παραλογισμοί

DeutscheBank

Η εγκληματική συνταγή που σταμάτησε δραστικά την κεφαλαιακή «αιμορραγία» των τραπεζών, αυξάνοντας ως δια μαγείας την κερδοφορία τους, καθώς επίσης η Deutsche Bank – η βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της Γερμανίας και της Ευρωζώνης

(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν (2009), αμέσως μετά την επιστροφή στην κερδοφορία αρκετών αμερικανικών τραπεζών, φάνηκε να «ανακάμπτει» η δημιουργικότητα στη Wall Street – με τα γνωστά μας δομημένα επενδυτικά προϊόντα («τοξικά ομόλογα») να επανέρχονται δριμύτερα στο προσκήνιο, «εξελιγμένα» και πιο επιθετικά.

Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος «ανασκεύασε» εκ νέου τα πολύπλοκα προϊόντα του και αναθέρμανε την «καταπονημένη» αγορά – μέσα από έναν «μαγικό τύπο», ο οποίος ονομάσθηκε «Re-Remic» (resecuritization of existing residential mortgage backed securities).

Το «μυστικό», η συνταγή καλύτερα, ήταν ο προσεκτικός «τεμαχισμός» των προηγουμένων ομολόγων (στεγαστικά μειωμένης εξασφάλισης κ.α.), ο διαχωρισμός τους ανάλογα με την επικινδυνότητα εκάστου, καθώς επίσης η «ανασυσκευασία» τους σε καινούργια – ένα μεγάλο μέρος των οποίων διαθέτει ξανά πολύ καλύτερες αξιολογήσεις εκ μέρους των τριών αδελφών (ανάλυση), από αυτές που «δικαιούται».

Αναλυτικότερα, όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, η χρηματοοικονομική κρίση προήλθε κυρίως από δύο «εκρηκτικά» προϊόντα, τα οποία δημιούργησαν δύο παράλληλες «φούσκες» (εκ των οποίων η μία μόνο έχει «εκραγεί», με τα γνωστά μας αποτελέσματα), χωριστές μεταξύ τους αλλά και αναπόσπαστα συνδεδεμένες.

Το ένα χρηματοοικονομικό προϊόν (το δεύτερο είναι τα CDS, τα οποία ασφαλίζουν δάνεια και διάφορα άλλα επενδυτικά προϊόντα, με κύριο ασφαλιστή την AIG και όγκο πάνω από 30 τρις $), είναι τα ενυπόθηκα δάνεια, κυρίως χαμηλής εξασφάλισης (subprimes), τα οποία «τιτλοποιήθηκαν» (Collateralized Dept Obligation – CDOs, CDOs από CDOs, τα RMBS κ.α.) και πουλήθηκαν ως εξής:

(α) Από τα χρέη έγιναν αξιόγραφα και οι πιστώσεις πουλήθηκαν: Η τράπεζα δηλαδή πουλάει τα ενυπόθηκα δάνεια της σε μία εταιρεία, η οποία ιδρύεται για αυτόν ακριβώς το λόγο. Η εταιρεία αυτή «τιτλοποιεί» τα δάνεια χιλιάδων πελατών της τράπεζας και τα μετατρέπει σε διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα (ομολογίες) – στα «Asset-Backed Securities» (ABS).

Τη μέθοδο αυτή έχουν ακολουθήσει επίσης ορισμένες ελληνικές τράπεζες – ένα πρόβλημα που θα εμφανισθεί όταν επιτραπούν οι μαζικές κατασχέσεις, όπου Έλληνες ιδιοκτήτες θα βρεθούν ξαφνικά αντιμέτωποι με εταιρείες-δανειστές τους, που ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξη τους.

(β) Τα αξιόγραφα αυτά κατηγοριοποιούνται από τις διεθνείς εταιρείες αξιολόγησης, ανάλογα με τις δυνατότητες αποπληρωμής τους. Όσο μεγαλύτερη είναι η αξιολόγηση που τους παρέχει το χρηματοπιστωτικό «ΚΤΕΟ» (Moody’s κλπ), τόσο πιο σίγουρη είναι η ρευστοποίηση τους και τόσο χαμηλότερη η απόδοση τους στους επενδυτές. Αντίθετα, όσο μικρότερη, τόσο αυξάνεται το επιτόκιο του ρίσκου (υψηλότερη απόδοση στους επενδυτές).

(γ) Στη συνέχεια, τα αξιόγραφα αυτά μεταβιβάζονται σε εταιρείες που έχουν συσταθεί για αυτόν ακριβώς το σκοπό και κατηγοριοποιούνται (ομαδοποιούνται, συγκεντρώνονται), με κριτήριο τον πιστωτικό τους κίνδυνο, όπως αυτός βαθμολογήθηκε πριν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.

Έτσι δημιουργούνται τα CDOs, τα οποία συγκεντρώνουν ομάδες πιστώσεων με κοινό ρίσκο. Ανάλογα με το ρίσκο διαμορφώνεται και η απόδοση τους για τους επενδυτές – εξ αυτής η τιμή πώλησης τους. Επίσης, η υποχρέωση των τραπεζών που ενδεχομένως τα αγοράζουν, να κατέχουν τα απαιτούμενα από το νόμο Ίδια «εγγυητικά» Κεφάλαια. Η απόσταση τώρα μεταξύ του αρχικού δανείου και του πραγματικού δανειστή αυξάνεται.

(δ) Μεγάλοι επενδυτές (τράπεζες, κράτη, hedge funds κ.α.), από ολόκληρο τον κόσμο, αγοράζουν τα σύνθετα αυτά προϊόντα (CDOs), συχνά εν αγνοία των κινδύνων τους. Κάποιοι φυσικά πουλούν «υποδιαιρέσεις» τους στους τελικούς καταναλωτές – ιδιώτες επενδυτές (όπως τα γνωστά προϊόντα δήθεν εγγυημένου Κεφαλαίου της Lehmann Brothers από τη Citi Bank κ.α.)

Αργότερα, υπήρξε πρόβλημα με τους Οίκους Αξιολόγησης, οι οποίοι «βαθμολόγησαν» λανθασμένα τα προϊόντα αυτά, ιδίως τη «δεύτερη γενιά» τους – τα CDOs δηλαδή που προέρχονται από διάφορα «επιλεγμένα» CDO, τα οποία αγοράζονται χωριστά και πουλιούνται μαζί σε ένα καινούργιο προϊόν (CDOs από CDOs).

Περαιτέρω, μετά την εκκωφαντική «έκρηξη» της παραπάνω αγοράς, τα ίδια αυτά προϊόντα «έσπασαν» ξανά, διαχωρίστηκαν όσα είχαν χαμηλότερο ρίσκο (θεωρητικά – ουσιαστικά λαμβάνουν καλύτερη αξιολόγηση) και πωλήθηκαν εκ νέου, με καινούργιους όρους.

Μέσω αυτής της μαγικής συνταγής, αφενός μεν αναβίωσε δριμύτερη η κερδοσκοπική αγορά των «δομημένων προϊόντων», αφετέρου δε οι τράπεζες δέσμευαν λιγότερα ίδια κεφάλαια για τα subprimes που διατηρούσαν στα χαρτοφυλάκια τους (ταυτόχρονα αναδιαμόρφωσαν θετικά τις αποσβέσεις τους στους Ισολογισμούς τους), από ότι στο πρόσφατο παρελθόν.

Για παράδειγμα, μία τράπεζα υποχρεούται να δεσμεύει, για ένα «δομημένο» προϊόν συνολικής αξίας 100 εκ. $ με αξιολόγηση ΑΑΑ, 2% δικά της Κεφάλαια, συνολικού ύψους 2 εκ. $. Όταν όμως το προϊόν αυτό χάσει την αρχική αξιολόγηση του και «υποτιμηθεί» σε BB-, τότε η τράπεζα υποχρεούται να δεσμεύσει 35% ίδια κεφάλαια, συνολικού ύψους 35 εκ. $ (αντί 2 εκ. $). Εάν δε η αξιολόγηση του «ομολόγου» γίνει CCC, τότε η υποχρέωση της τράπεζας αυξάνεται στο 100% – στα 100 εκ. $ δηλαδή.

Σε ένα σύγχρονο όμως προϊόν «reremic», το 75% σχεδόν του προηγουμένου (του CDO δηλαδή), διαχωρίζεται και αξιολογείται με ΑΑΑ (με αποτέλεσμα η τράπεζα να υποχρεούται να κατέχει 2% ίδια κεφάλαια για την αγορά του, συνολικού ύψους 1,5 εκ. $), ενώ το υπόλοιπο 25%, που επίσης διαχωρίζεται, αξιολογείται με CCC (οπότε η τράπεζα υποχρεούται να κατέχει 100% ίδια κεφάλαια, ύψους 25 εκ. $).

Συνολικά λοιπόν, μετά το διαχωρισμό, η τράπεζα υποχρεούται να κατέχει ίδια κεφάλαια 26,5 εκ. $ για το ίδιο ουσιαστικά προϊόν που η προηγούμενη υποχρέωση της ήταν 100 εκ. $. Την ίδια στιγμή «ωραιοποιεί» επί πλέον τον ισολογισμό της, αφού αντί να αποσβέσει 100 εκ. $, διαγράφει μόλις 25 εκ. $ (CCC αξιολόγηση) και εμφανίζει ως δια μαγείας κέρδη 75 εκ. $ (έναντι προηγούμενων αντίστοιχων ζημιών).

Κάποιες φορές βέβαια, οι τράπεζες απλά πουλούν αυτά τα «σάπια» ομόλογα (junior-trance είναι η καινούργια τους ονομασία), σε εξευτελιστικές τιμές που προσφέρονται από επενδυτές υψηλού ρίσκου – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας.

To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading