.
Συλλογή μικρών κειμένων: Η τραπεζική ληστεία κλιμακώνεται, Τα Ολιγοπώλια και ο «πληθωρισμός», Τα επιδόματα της ντροπής, Η δημογραφική απειλή, Η σημασία μίας υγιούς μεσαίας τάξης, Η οικονομική ψευδαίσθηση και Η παγίδα του τουρισμού
.
Η τραπεζική ληστεία κλιμακώνεται
Τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών μόνο από τόκους το πρώτο τρίμηνο του 2023, διαμορφώθηκαν στο 1,65 δις € – ενώ για ολόκληρο το 2023 εκτιμώνται στα 7 δις €. Με δεδομένη δε τη νέα αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, θα είναι υψηλότερα – υπερβαίνοντας πιθανότατα τα 8 δις € το 2024.
Όλα αυτά τα έσοδα είναι προφανώς εις βάρος των δανειοληπτών που πλήττονται ήδη από τα ανοδικά επιτόκια – επίσης εις βάρος των αποταμιευτών που έχασαν περί τα 18 δις € σε όρους αγοραστικής αξίας, από τις καταθέσεις τους.
Γιατί; Απλούστατα, λόγω του πληθωρισμού και των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων καταθέσεων, όταν τα επιτόκια χορηγήσεων είναι στα ύψη – ενώ ελάχιστες συγκριτικά επιχειρήσεις, περί τις 30.000-40.000, έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.
Τα Ολιγοπώλια και ο «πληθωρισμός»
Η βασική διαφορά μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων είναι το ότι, οι επιχειρήσεις μπορούν να αποφασίσουν να αυξήσουν τα κέρδη τους (αν και σε περιορισμένο βαθμό), ενώ οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αποφασίσουν μόνοι τους να αυξήσουν τους μισθούς τους – εκτός ίσως μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων ή απεργιών. Η συγκεκριμένη δε «ανισορροπία ισχύος», έχει γίνει πλέον ορατή σε όλους, μέσω του πληθωρισμού – όπου οι μεγάλες εταιρίες φαίνεται πως μπορούν πια να αυξάνουν τις τιμές τους κατά βούληση.
Στην Ευρώπη συνολικά, πάνω από το 50% της ανόδου του πληθωρισμού οφειλόταν στο 2ο εξάμηνο του 2022, στην αύξηση των εταιρικών κερδών – ενώ στην Ολλανδία, για ολόκληρο το 2022, τα υπερβάλλοντα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν υπεύθυνα για το 1/5 περίπου του πληθωρισμού. Σύμφωνα δε με στοιχεία της ολλανδικής στατιστικής υπηρεσίας (CBS), ο λόγος των μισθών προς τα κέρδη των ολλανδικών εισηγμένων εταιριών, μειώθηκε κατά 30% μεταξύ των ετών 1995 και 2020 – γεγονός που σημαίνει πως εάν μία εταιρία είχε υποθετικά το 1995 κέρδη 100 € και μισθούς 100 €, το 2020 με κέρδη ξανά στα 100 €, οι μισθοί μειώθηκαν στα 70 €.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο τώρα, ο αριθμός των ωρών εργασίας στην Ολλανδία αυξήθηκε κατά 33% περίπου – οπότε οι εργαζόμενοι δουλεύουν πια περισσότερο, με ακόμη πιο χαμηλούς μισθούς ανά ώρα εργασίας, με την υπεραξία που προέκυψε από την επί πλέον εργασία να έχει εισρεύσει σε υψηλότερα εταιρικά κέρδη. Εκτός αυτού, τα κέρδη των ολλανδικών εισηγμένων εταιριών αυξήθηκαν τρεις φορές πιο γρήγορα από το κόστος εργασίας, κατά την περίοδο 2019/2022 – κατά 36%, έναντι 12%.
Επί πλέον, τα μερίσματα τους είναι πια πέντε φορές υψηλότερα σήμερα (+500%), σε σχέση με το 2000, ενώ οι μισθοί μισή φορά (+50%) – με 4 στους 10 εργαζόμενους να απασχολούνται σε «ευέλικτες» θέσεις εργασίας. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το 25% των ολλανδικών νοικοκυριών έχει ανεπαρκείς αποταμιεύσεις ασφαλείας, το 33% ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι πελάτες των συσσιτίων αυξήθηκαν κατά 30% το 2022 και ο αριθμός των φτωχών θα αυξηθεί στους 915.000 έως το 2024 – όταν ο αριθμός των μη κερδοφόρων εταιριών αυξήθηκε μόλις στο 22%, από 20% το 2019.
Συμπερασματικά λοιπόν, ένα σημαντικό μέρος του πληθωρισμού οφείλεται στην (κερδοσκοπική) ισχύ των μεγάλων επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού με τις ιδιωτικοποιήσεις των πάντων – ενώ οι εισοδηματικές ανισότητες, όπως επίσης τα υπερβολικά κέρδη που παράγονται από την «ολιγοπωλιακή» ισχύ των εταιριών, είναι επιζήμια για την οικονομική ανάπτυξη. Η πτώση δε των πραγματικών μισθών (=σε όρους αγοραστικής αξίας) και οι επισφαλείς θέσεις εργασίας, οδηγούν σε απώλειες παραγωγικότητας και σε οικονομικό άγχος, με εξαιρετικά υψηλό κοινωνικό κόστος – ενώ τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια και κατά συνέπεια τον πολιτικό κατακερματισμό.
Οι ανάλογες συνθήκες στην Ελλάδα είναι βέβαια κατά πολύ χειρότερες, συγκριτικά με την Ολλανδία – επίσης με τους μέσους όρους της ΕΕ. Το γεγονός αυτό φαίνεται από το ότι, μόνο στο πρώτο 4μηνο του 2023 τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία αυξήθηκαν κατά 2,45 δις € – με τους Έλληνες να είναι τρίτοι από το τέλος στην ΕΕ, στο κατά κεφαλήν εισόδημα, με το ιδιωτικό χρέος πάνω από τα 410 δις €!. «Success story» της κυβέρνησης;
Τα επιδόματα της ντροπής
Η ευημερία μίας πλούσιας από πολλές διαφορετικές πλευρές χώρας, όπως η πατρίδα μας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σωστή μακροοικονομική πολιτική – η οποία όμως είναι εγκληματική στην Ελλάδα, οδηγώντας τους Έλληνες σε ακόμη μεγαλύτερη φτωχοποίηση και σε ένα νέο, πολύ πιο αυστηρό μνημόνιο.
Όλα αυτά, χωρίς καν να υπολογίζουμε τις συνέπειες του πολέμου της Ουκρανίας που δεν έχουν ακόμη φανεί στο σύνολο τους – γεγονός που σημαίνει πως εάν δεν δρομολογηθούν άμεσα οι λύσεις που ασφαλώς υπάρχουν, οι συνθήκες διαβίωσης για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θα γίνουν αφόρητες.
Εν προκειμένω, δεν βοηθούν καθόλου οι ανόητες θριαμβολογίες περί μίας μελλοντικής αναβάθμισης της οικονομίας μας – πόσο μάλλον αφού παραμένουμε η μοναδική χώρα στην ΕΕ με μη επενδυτική βαθμίδα, η πιο υπερχρεωμένη και η μόνη υπό αυστηρή εποπτεία.
Δεν βοηθούν ούτε τα επιδόματα της ντροπής, ούτε τα «κοινωνικά μερίσματα» της δυστυχίας – αξιοπρεπείς και σωστά αμειβόμενες θέσεις εργασίας χρειάζονται που μπορούν να προσφέρουν μόνο οι εγχώριες επενδύσεις και η επαναβιομηχάνιση της Ελλάδας. Είναι δε μεγάλη κοροϊδία η δήθεν μείωση των φόρων – αφού οι Έλληνες υπερφορολογούνται, με κριτήριο τον ΟΟΣΑ (39% έναντι μέσου όρου 34% όλων των χωρών του), ενώ ωφελούνται μόνο μερικές δεκάδες οικογένειες που απομυζούν όλους τους υπόλοιπους, μοιράζοντας τους ψίχουλα των υπερκερδών τους.
Σε κάθε περίπτωση, μία κυβέρνηση που παράγει ελλείμματα και δανεικά, αντί πλούτο και ευημερία, ενώ ταυτόχρονα ξεπουλάει τα πάντα, είναι καταστροφική για την Ελλάδα – όπως έχει τεκμηριωθεί από την πρόσφατη ιστορία μας που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε, κάνοντας ξανά τα ίδια λάθη.
Η δημογραφική απειλή
Με τα μνημόνια να συνεχίζονται στην ουσία (ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, πλειστηριασμοί της ιδιωτικής κλπ.), καθώς επίσης με τις προβλέψεις ενός ακόμη πιο αυστηρού, λόγω της κακοδιαχείρισης της οικονομίας μας από την κυβέρνηση, εννοώντας την αύξηση του κρατικού χρέους κατά 44 δις, του ιδιωτικού κατά 40 δις, του ακαθάριστου εξωτερικού κατά 137 δις, του εμπορικού ελλείμματος στα 38,3 δις κοκ., ο δημογραφικός κίνδυνος για την Ελλάδα κλιμακώνεται – σημειώνοντας πως οι γεννήσεις ήταν πλέον πολύ λιγότερες από τους θανάτους πριν ακόμη την πανδημία, οπότε ο πληθυσμός φθίνει
Πόσο μάλλον όταν δεν υπάρχει κανένα σχέδιο που να συμπεριλαμβάνει πολιτικές στήριξης των γεννήσεων, όπως στην Ουγγαρία που κατάφερε να αντιμετωπίσει μία πολύ μεγαλύτερη κρίση – ούτε φυσικά επιστροφής των Ελλήνων που εγκατέλειψαν τη χώρα τους για να επιβιώσουν, σημειώνοντας πως μία χώρα που δεν είναι σε θέση να παρέχει αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας στους Πολίτες της, δεν είναι χώρα.
Από την άλλη πλευρά, επειδή η Φύση συμπληρώνει πάντοτε τα κενά, ο πληθυσμός της Ελλάδας «αντικαθίσταται» από την παράνομη μετανάστευση – από ανθρώπους όμως που δεν έχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση για να στηρίξουν μία ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους ζουν με τα επιδόματα και με τις παροχές του χρεοκοπημένου ελληνικού δημοσίου.
Έτσι, εκτός του ότι επιβαρύνονται ακόμη πιο πολύ τα οικονομικά της χώρας μας, δημιουργείται μία πολυπολιτισμική, εύκολα ελεγχόμενη κοινωνία – η οποία όμως σύντομα θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στους Έλληνες, με κριτήριο τις εμπειρίες της Σουηδίας που βιώνει έναν μεταναστευτικό πόλεμο, του Βελγίου, της Γαλλίας κοκ.
Στα πλαίσια αυτά, δεν μπορεί παρά να ανησυχεί κανείς για το μέλλον της Ελλάδας, φοβούμενος πως εάν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές, κινδυνεύει να χαθεί ως Έθνος – ενώ δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεση μας, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το συγκεκριμένο, θηριώδες δημογραφικό μας πρόβλημα, το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Οικονομία (όπως άλλωστε η Υγεία, η Παιδεία, η Άμυνα κλπ.)
Όπως έχουμε τονίσει όμως πολλές φορές, απαιτείται άμεση αλλαγή του οικονομικού μας μοντέλου, χωρίς την οποία η χώρα μας θα χρεοκοπεί ξανά και ξανά – σε καμία περίπτωση η συνέχιση της πολιτικής της σπατάλης με δανεικά, όπως πριν το 2009 αλλά και πρόσφατα.
Η σημασία μίας υγιούς μεσαίας τάξης
Στα σύγχρονα καπιταλιστικά συστήματα, περισσότερο ή λιγότερο νεοφιλελεύθερα, ο βασικός «σταθεροποιητής» είναι η μεσαία τάξη – η οποία κερδίζει χρήματα από τη μισθωτή κυρίως εργασία της, παρέχει σταθερά εργατικό δυναμικό ή νέους επιχειρηματίες, αποτελεί τη βασική δεξαμενή καταναλωτών, δανείζεται χρήματα και τροφοδοτεί τη ζήτηση. Έτσι απορροφάει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, αποφέροντας κέρδος στους παραγωγούς – μέρος του οποίου επενδύουν.
Χωρίς μία σταθερή και κυρίαρχη μεσαία τάξη, το κεφάλαιο έχει λίγες ευκαιρίες να επενδύσει σε παραγωγικές διαδικασίες – οπότε η οικονομία επιβραδύνεται και είναι επιρρεπής στην κατάρρευση της, αφού ευρίσκεται μακριά από το σημείο ισορροπίας της. Η συγκεκριμένη διαδικασία της παρακμής, της πτώσης της μεσαίας τάξης, χαρακτηρίζεται ως «Αποκεφαλαιοποίηση» – επειδή η μεσαία τάξη είναι ουσιαστικά ένα μέσον για τη μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαια, μέσω της αποταμίευσης και των επενδύσεων. Αυτού του είδους η μακροοικονομική σκέψη, η οποία είναι απαραίτητη για να βρει μία χώρα και μία κοινωνία το οικονομικό μοντέλο που της ταιριάζει για να είναι βιώσιμη, δεν γίνεται κατανοητή από το οικονομικό επιτελείο μίας κυβέρνησης που λειτουργεί λογιστικά, όπως η ελληνική – που προσπαθεί δηλαδή συνεχώς να καλύψει «τρύπες», συνήθως με επιδόματα που δεν τροφοδοτούν την παραγωγική διαδικασία.
Που δεν κατανοεί πως εάν δεν επιλυθούν τα θεμελιώδη προβλήματα, όπως τα συνεχώς αυξανόμενα δημόσια και ιδιωτικά χρέη της Ελλάδας ή τα δίδυμα ελλείμματα, η οικονομία απομακρύνεται συνεχώς από το σημείο ισορροπίας της και η μεσαία τάξη καταρρέει – μαζί με αυτήν τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και η Δημοκρατία.
Η προσπάθεια δε να σταθεροποιηθεί με αστυνομικά μέσα, με κατασταλτικά δηλαδή ή/και με τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης μέσω των διατεταγμένων ΜΜΕ, καθώς επίσης με τη βοήθεια της διασποράς ψευδών ελπίδων, δεν αποφέρει ποτέ – αφού η διαδικασία κατάρρευσης συνεχίζεται, οπότε ο πολιτικός κατακερματισμός και οι κοινωνικές αναταραχές είναι αδύνατον να εμποδισθούν, όταν η κοινωνία φτάσει στο σημείο μηδέν.
Η οικονομική ψευδαίσθηση
Θέτω κάθε φορά που είμαι σε τηλεοπτική συζήτηση, το εξής ερώτημα στους βουλευτές της ΝΔ: «πείτε μου έναν οικονομικό δείκτη, έστω έναν, που η Ελλάδα πήγε καλά».
Η αναμενόμενη απάντηση (δεν υπάρχει άλλος, αφού όλοι οι δείκτες είναι στο βαθύ κόκκινο), αφορά το ρυθμό ανάπτυξης – οπότε με πιάνουν τα γέλια. Γιατί;
Επειδή το πραγματικό ΑΕΠ μας αυξήθηκε μόλις κατά 9 δις € το 2022 σε σχέση με το 2019 – με τη διαφορά όμως ότι ξοδεύτηκαν 50 δις € με δανεικά (άρα είχαμε ανάλογη ζημία) που στήριξαν την κατανάλωση. Ποιος λογικός επιχειρηματίας αλήθεια θα ξόδευε ποσό ίσο με το 1/4 του τζίρου του με δανεικά, ζημιώνοντας ανάλογα την εταιρία του και εκτοξεύοντας τα χρέη του, για να αυξήσει το τζίρο του κατά 1/20 περίπου; Προφανώς κανένας! Αυτά ακριβώς έκαναν οι κυβερνήσεις πριν το 2009 – ενώ είδαμε που καταλήξαμε. Δυστυχώς!
Η παγίδα του τουρισμού
Ο τουρισμός μάλλον δεν πάει καλά, όπως έχουμε επισημάνει πολύ πριν, ευχόμενοι να κάνουμε λάθος – ειδικά όσον αφορά τα παράπλευρα έσοδα του, από τη μαζική εστίαση κλπ. Φαίνεται τελικά πως οι ξένοι δεν είναι τόσο ανόητοι, ώστε να πληρώσουν τον υπερβολικά υψηλό ΦΠΑ, όπως αιτιολόγησε η κυβέρνηση τη μη μείωση του – ενώ τα προβλήματα, λόγω της μεγάλης επιβάρυνσης των «απαρχαιωμένων» υποδομών σε πολλές περιοχές, με επίκεντρο τα νησιά του Αιγαίου, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως η Καλαμάτα, έχουν επιδεινωθεί.
Εν προκειμένω, το χάσμα μεταξύ του επιπέδου των τιμών και του τουριστικού μας προϊόντος, παράλληλα με την υποβάθμιση των φυσικών τοπίων, προκαλούν μεγάλες ανησυχίες – ενώ οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών, έχουν καταστήσει αδύνατες τις καλοκαιρινές διακοπές για έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων. Ακριβώς δηλαδή όπως συμβαίνει σε τουριστικούς προορισμούς του τρίτου κόσμου – οι οποίοι είναι απαγορευτικοί για τον εγχώριο πληθυσμό που εξαθλιώνεται μέρα με την ημέρα επί 13 χρόνια, σήμερα από την τριπλή ληστεία που υφίσταται με ευθύνη της κυβέρνησης.
Δηλαδή (α) από τους υψηλούς φόρους μέσω της διατήρησης των ίδιων φορολογικών συντελεστών στις αυξημένες τιμές, (β) από τη μείωση της αγοραστικής αξίας των μισθών και των συντάξεων λόγω του πληθωρισμού, καθώς επίσης (γ) από την απώλεια άνω των 18 δις €, όσον αφορά τις τραπεζικές καταθέσεις.
Τέλος ο ανταγωνισμός, κυρίως από τη γειτονική Τουρκία, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ισοτιμίας της λίρας, είναι τεράστιος – τεκμηριώνοντας πως είναι θανατηφόρο για μία χώρα της Ευρωζώνης να εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τα τουριστικά της έσοδα, ιδίως όταν δεν έχει συνδέσει τον τουρισμό με την εγχώρια παραγωγή της.