Site icon The Analyst

Επιστροφή στα εθνικά κράτη

Φρένο-στις-Ηνωμένες-Πολιτείες-της-Ευρώπης

Φρένο-στις-Ηνωμένες-Πολιτείες-της-Ευρώπης

Αφού δεν υπάρχει προθυμία για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, η λύση είναι η υποχώρηση στο προηγούμενο στάδιο – στην εποχή όπου όλες οι χώρες υπάγονταν μόνο στην ΕΕ, η οποία εγγυόταν την ειρήνη και την πρόοδο

(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)

.

“Ο οικονομολόγος, όπως και ο πολιτικός, όταν απευθύνεται στην κοινή γνώμη (η απροσδιόριστη μαζική κοινή γνώμη εμπεριέχει τόσο το ουσιώδες, όσο και το επουσιώδες), χρησιμοποιεί επίσης την πειθώ – αλλά, σε αντίθεση με τον πολιτικό, μόνο υπό τη διάσταση της ως ρητορικό συμπλήρωμα της αλήθειας” (Keynes).

.

Ανάλυση

Είναι προφανές ότι, ευρισκόμαστε σε μία πάρα πολύ κρίσιμη καμπή της ιστορίας, όσον αφορά την Ελλάδα, την Ευρωζώνη, καθώς επίσης τον υπόλοιπο πλανήτη. Περιοριζόμενοι στα δύο πρώτα και ξεκινώντας από την πατρίδα μας, θα λέγαμε πως έχει τρεις τουλάχιστον επιλογές στη διάθεση της – ενώ πρέπει να αποφασίσει άμεσα κάποια από αυτές, πριν είναι πολύ αργά.

.

(α)  Να παραμείνει κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, επιδιώκοντας την περαιτέρω επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των χρεών της, με χαμηλότερο επιτόκιο, ενδεχομένως με μία περίοδο χάριτος – έτσι ώστε να είναι εφικτή η ανακύκλωση των δανείων (κανένας δεν απαιτεί την εξόφληση του χρέους, αρκεί μόνο η εξυπηρέτηση του), παράλληλα με τη μείωση των ετήσιων τόκων, η οποία θα απελευθέρωνε πόρους για δημόσιες επενδύσεις.

Στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση θα έπρεπε να επιδιωχθεί η εκδίωξη του ΔΝΤ, χωρίς αυτό να αποκλείει βέβαια την εύλογη επιτήρηση της χώρας από τους εταίρους-δανειστές της. Επίσης, η διατήρηση των στρατηγικών, των κερδοφόρων, καθώς επίσης των κοινωφελών επιχειρήσεων στην ιδιοκτησία του δημοσίου, έτσι ώστε να περιορισθούν οι ιδιωτικοποιήσεις σε όλες τις υπόλοιπες – όταν όμως αυξηθούν οι τιμές τους, με την είσοδο της Ελλάδας σε πορεία ανάπτυξης (ανάλυση).

Τέλος, η ανάλογη αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων των τραπεζών (επιμήκυνση δόσεων, χαμηλά επιτόκια, περίοδος χάριτος, μερική διαγραφή), έτσι ώστε να μην υπάρξουν άδικοι πλειστηριασμοί και κατασχέσεις, να ανακάμψει η αγορά ακινήτων, καθώς επίσης να μην διακινδυνεύσουν με χρεοκοπία οι τράπεζες.

Υπενθυμίζουμε εδώ πως οι τόκοι του ελληνικού δημοσίου έχουν ήδη περιορισθεί σημαντικά, στα 6 δις € περίπου από 16 δις € προηγουμένως, ενώ έχει προηγηθεί μία διαγραφή ονομαστικού χρέους περί τα 130 δις € (πραγματικού, συμπεριλαμβανομένης της επιμήκυνσης δηλαδή και των επιτοκίων, πλησιάζει τα 180 δις €).

Δυστυχώς βέβαια, η διαγραφή έγινε έναντι υπέρογκων ανταλλαγμάτων, όπως η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, το αγγλικό δίκαιο, οι δρακόντειες δανειακές συμβάσεις κοκ. – ενώ συμπεριέλαβε ατυχώς τα ασφαλιστικά ταμεία, τους οργανισμούς του δημοσίου και τους ιδιώτες ομολογιούχους.

.

(β)  Να προσπαθήσει να μείνει κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, διαπραγματευόμενη μία ακόμη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους της, με περίοδο χάριτος και με ρήτρα ανάπτυξης – εκβιάζοντας με στάση πληρωμών και αναλαμβάνοντας συνειδητά το ρίσκο της υποχρεωτικής εξόδου από το κοινό νόμισμα και την ΕΕ (αφού δεν μπορεί μία χώρα να είναι μέλος της ΕΕ, εάν εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – ανάλυση).

Πιθανολογούμε πως αυτή είναι η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κρίνοντας από τις καθαρές τοποθετήσεις ορισμένων στελεχών της (άρθρο), καθώς επίσης από τις «υπεκφυγές με νόημα» κάποιων άλλων της «αριστερής πλατφόρμας». Προφανώς δεν την κρίνουμε, ενώ θα ήταν φυσικά ευχής έργο να τα καταφέρει – αν και αμφιβάλλουμε πάρα πολύ.

Διαφωνούμε βέβαια ως προς το λογιστικό έλεγχο του χρέους, ο οποίος θα εξυπηρετούσε μόνο την απόδοση ευθυνών – αφού οι υποχρεώσεις έχουν ήδη μεταβιβασθεί σε νέους δανειστές, μετά το PSI.

Όσον αφορά τώρα τις εσφαλμένες αναφορές σε επαχθές ή επονείδιστο χρέος, θα προτείναμε να μελετηθεί η ανάλυση μας για τον Ισημερινό (άρθρο) – ενώ σχετικά με την πορεία της Αργεντινής, θα ήταν καλύτερα να είναι ενημερωμένος κανείς, για όσα προηγήθηκαν, έτσι ώστε να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος (ανάλυση).

Κατά την άποψη μας οι υπερβολικές, ανέφικτες προεκλογικές υποσχέσεις, κυρίως όμως η διασπορά ψευδών ελπίδων, δεν είναι ότι καλύτερο – θα έπρεπε δε να τιμωρούνται ποινικά, είτε αυτός που το κάνει είναι πολιτικός, είτε δημοσιογράφος, είτε οικονομολόγος.

(γ)  Να εγκαταλείψει εκούσια την Ευρωζώνη (άρα υποχρεωτικά και την ΕΕ), κηρύσσοντας «μονομερώς στάση πληρωμών» (χρεοκοπία) και επιστρέφοντας στη δραχμή – ή δυνατόν μετά από σωστές διαπραγματεύσεις, όπως αυτές στο σενάριο μας από το παρελθόν (Ελλάδα, ενώπιοι ενωπίων).

Σε μία τέτοια περίπτωση, το ελάχιστο που θα απαιτούταν από την τότε κυβέρνηση, θα ήταν η επίτευξη μίας συμφωνίας που θα επέτρεπε τη μετατροπή των συνολικών εξωτερικών χρεών της Ελλάδας σε δραχμές – η οποία έχει ουσιαστικά απαγορευθεί με την υπογραφή του PSI (κάτι που ενδεχομένως συνιστά το μεγαλύτερο έγκλημα της πολιτικής ηγεσίας εκείνης της εποχής).

Εάν παρέμενε δε η χώρα μέλος της ΕΕ, χωρίς να χάσει τις κοινοτικές επιδοτήσεις, οι οποίες χρηματοδοτούν ουσιαστικά ένα πολύ μεγάλο μέρος των δημοσίων δαπανών σήμερα, θα ήταν εξαιρετικά επιθυμητό – αν και πολύ δύσκολο στην  επίτευξη του.

Φυσικά η «λύση» αυτή θα ήταν εξαιρετικά επώδυνη, τουλάχιστον για τα μεσαία και κατώτερα εισοδηματικά στρώματα – αν και δεν θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Οπωσδήποτε όμως θα έπρεπε να έχουν ενημερωθεί οι Πολίτες εκ των προτέρων, με κάθε λεπτομέρεια – ενώ η απόφαση όφειλε να είναι δική τους, με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Εάν η απόφαση λαμβανόταν μόνο από την κυβέρνηση ή από τη Βουλή, θα ήταν εσχάτη προδοσία απέναντι στους Έλληνες – ίσως η οδυνηρότερη, στη μακρόχρονη ιστορία τους.

Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως τα πρωτογενή πλεονάσματα που λέγεται πως έχει η χώρα, δεν θα αρκούσαν σε καμία περίπτωση για την επιβίωση της – αφού ακόμη και αν υποθέσουμε πως υπάρχουν, θα μειώνονταν δραστικά μετά από τέτοιες μονομερείς ενέργειες.

Για παράδειγμα, προφανώς οι Ευρωπαίοι θα απέφευγαν να κάνουν τουρισμό στην Ελλάδα, έχοντας χάσει τα χρήματα τους και μάλλον δεν θα αγόραζαν τα ελληνικά προϊόντα – οπότε θα μειώνονταν δραματικά τα έσοδα του κράτους, θα αυξάνονταν τα δημόσια ελλείμματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από τις αγορές κοκ. Όσον αφορά τους γεωπολιτικούς και λοιπούς κινδύνους, οφείλουν να συμπεριληφθούν στις όποιες σκέψεις – αφού δεν είναι καθόλου αμελητέοι.

.

Η Ευρωζώνη

Στο θέμα της Ευρωζώνης τώρα, είναι δεδομένο το ότι, η Γερμανία δεν έχει καμία πρόθεση να συμβιβασθεί, μειώνοντας τα εμπορικά της πλεονάσματα (ευρωπαϊκές ασυμμετρίες) και δεν φαίνεται να έχει καμία διάθεση να ολοκληρωθεί η ένωση, δημιουργώντας τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» – ενώ η πρωσική της κυβέρνηση δεν πρόκειται να εγκαταλείψει μόνη της το ευρώ (ανάλυση μας).

Αυτό που απομένει λοιπόν είναι η ελεγχόμενη επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία: στην «προ ευρώ» εποχή δηλαδή, όπου όλες οι χώρες είχαν τη νομισματική κυριαρχία τους, διατηρώντας τα νομίσματα τους συνδεδεμένα με την ευρωπαϊκή μονάδα (Ecu).

Αυτή είναι ίσως η βέλτιστη λύση σήμερα, με την οποία θα ήταν σύμφωνη και η Μ. Βρετανία – η επιστροφή λοιπόν στα εθνικά κράτη, με τα δικά τους νομίσματα, παράλληλα με την παραμονή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πόσο μάλλον εάν αποφασιζόταν η κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική όλων των μελών της ΕΕ, καθώς επίσης η διεύρυνση της μεταξύ τους οικονομικής συνεργασίας – με ευρωπαϊκές εταιρείες αξιολόγησης, με ευρωπαϊκούς Θεσμούς (Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα) κοκ.

Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, αργά ή γρήγορα η Ευρωζώνη θα διαλυθεί, με πιθανότερη αφετηρία την Ιταλία – τα οικονομικά προβλήματα της οποίας, λόγω μεγέθους, δεν μπορούν να επιλυθούν όπως αυτά της Ελλάδας, ούτε από την ΕΚΤ. Πολύ σύντομα λοιπόν η Ιταλία θα αντιμετωπίσει το ερώτημα «Τρόικα, διαγραφή ή λιρέτα», πριν ακόμη οδηγηθεί στη χρεοκοπία – με την απάντηση να είναι αυτονόητη.

To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες (…)

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ

Συνεχίζοντας, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ ένα μέρος της ανάλυσης μας με τον παραπάνω τίτλο, η οποία γράφτηκε τον Απρίλιο του 2012 – έτσι ώστε να γίνει κατανοητή η θέση μας. Ειδικότερα γράφαμε τότε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Στις αρχές Μαρτίου του 2012, οι 25 από τις 27 χώρες της ΕΕ (εκτός της Μ. Βρετανίας και της Τσεχίας), με «εισηγητή» τη Γερμανία, υπέγραψαν στις Βρυξέλλες ένα σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας και πειθαρχίας – το οποίο περιλαμβάνει την απαγόρευση της υπερχρέωσης, καθώς επίσης την επιβολή κυρώσεων σε εκείνα τα κράτη, τα οποία εμφανίζουν υψηλά ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους.

Εν τούτοις η ελπίδα ότι, με τη βοήθεια αυτής της ενέργειας θα ξεπερασθεί η κρίση της Ευρωζώνης, φαίνεται μάλλον ουτοπική. Από τη μία πλευρά, είναι εντελώς ανόητο να θεωρήσει κανείς πως το νέο σύμφωνο θα τηρηθεί πολύ πιο αυστηρά, από τα κριτήρια του Μάαστριχτ – ενώ από την άλλη είναι μάλλον επικίνδυνο, αφού  στηρίζεται σε μία απόλυτα εσφαλμένη διάγνωση.

Αναλυτικότερα, η αντιμετώπιση του προβλήματος της Ευρωζώνης στηρίχθηκε στη διάγνωση, σύμφωνα με την οποία η κρίση οφείλεται στην υπερχρέωση ορισμένων χωρών της ένωσης – σαν αποτέλεσμα της δυνατότητας τους να δανείζονται με χαμηλά επιτόκια, μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος.

Η διαπίστωση αυτή, η οποία πραγματικά ισχύει για ορισμένα κράτη (όπως για την Ελλάδα και την Ιταλία), είναι εντελώς εσφαλμένη για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα – στα οποία οι ροές κεφαλαίων δεν κατευθύνθηκαν στο δημόσιο τομέα, αλλά στον ιδιωτικό. Το γεγονός αυτό, η υιοθέτηση δηλαδή του ευρώ, διευκόλυνε την υπερχρέωση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών κυρίως στην Ισπανία και στην Ιρλανδία – ενώ το δημόσιο χρέος τους υποχώρησε σημαντικά, λόγω της αύξησης των εσόδων από την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα.

Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης όμως αυξήθηκαν τα χρέη του δημοσίου της Ιρλανδίας, αφού εκβιάσθηκε να αναλάβει τις ζημίες των τραπεζών, από 25% του ΑΕΠ τέλη του 2007, στα 119% τέλη του 2013 – ενώ κάτι ανάλογο θα συμβεί και σε πολλές άλλες χώρες, όπως στην Ισπανία, στο Βέλγιο (το οποίο υποφέρει παράλληλα από πολύ υψηλό δημόσιο χρέος), στην Ολλανδία, στην Αυστρία κλπ.

.

Οι ροές κεφαλαίων

Η εισαγωγή του ευρώ προκάλεσε μία μαζική ροή κεφαλαίων προς τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους. Η ροή των κεφαλαίων οφειλόταν στην εμπιστοσύνη των αγορών στη σταθερότητα της Ευρωζώνης – η οποία εγγυόταν υποθετικά τόσο για την ανάπτυξη των κρατών, όσο και την ασφάλεια των χρημάτων των δανειστών.

Αρκετοί από τους υπερασπιστές της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων, οι οποίοι σήμερα κατακρίνουν τη δημιουργία μακροοικονομικών ασυμμετριών εντός της Ευρωζώνης, θεωρούσαν την τότε ροή των χρημάτων σαν έναν ορθολογικό μηχανισμό – για την εξισορρόπηση των κεφαλαιακών αποδόσεων.

Σύμφωνα λοιπόν με τους ίδιους, τα κεφάλαια έρρεαν από τις μη ανταγωνιστικές χώρες υψηλού εργατικού κόστους του Βορρά, στις ανταγωνιστικές περιοχές χαμηλού εργατικού κόστους του Νότου, οι οποίες είχαν ελάχιστες υποδομές και μεγάλες δυνατότητες απορρόφησης επενδυτικών κεφαλαίων – παράγοντες οι οποίοι (δήθεν) εγγυόταν αυξημένη παραγωγικότητα, καθώς επίσης υψηλότερη αποδοτικότητα των επενδυμένων κεφαλαίων. Ο Πίνακας που ακολουθεί, ο οποίος εμφανίζει τις απαιτήσεις των γερμανικών τραπεζών, τεκμηριώνει τις παραπάνω διεργασίες:

.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξωτερικές απαιτήσεις (δάνεια) των γερμανικών τραπεζών σε δις €, στις «ελλειμματικές» χώρες του Νότου, με ημερομηνία καταγραφής τέλη Αυγούστου 2010

Χώρες Συνολικά Τράπεζες Επιχειρήσεις Δημόσιο
Ισπανία 146.755 62.963 63.439 20.353
Ιταλία 133.296 48.138 45.664 39.494
Ιρλανδία* 114.707 43.025 69.318 2.364
Πορτογαλία 28.685 13.130 9.862 5.693
Ελλάδα 27.990 2.451 7.614 17.925
Ευρώπη 1.524.366
Λοιπός κόσμος 928.625
Γενικό σύνολο** 2.452.991

Πηγή: Bundesbank

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Το ΑΕΠ της Ιρλανδίας το 2008 ήταν 185,7 δις €, οπότε το χρέος της απέναντι στις Γερμανικές τράπεζες ήταν περίπου 62% του ΑΕΠ. Για σύγκριση, το αντίστοιχο χρέος της Ελλάδας (ΑΕΠ 2008 στα 242,9 δις €) ήταν μόλις 11,5% του ΑΕΠ.

** Τεράστιο ποσόν, περίπου όσο το ΑΕΠ της.

.

Συνεχίζοντας, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι διαθέσεις άλλαξαν ριζικά – όπως συνήθως συμβαίνει, όταν οι αγορές κυριεύονται από τον πανικό της απώλειας των χρημάτων τους. Ξαφνικά λοιπόν πολλοί επενδυτές διαπίστωσαν ότι, οι δομές διακυβέρνησης δεν ήταν τόσο σταθερές σε όλη την έκταση της Ευρωζώνης, όπως νόμιζαν στο παρελθόν.

Παράλληλα, αποφάσισαν να αποσύρουν τα κεφάλαια τους από τις παραγωγικές επενδύσεις (πραγματική οικονομία) και να τα τοποθετήσουν σε μη παραγωγικούς χώρους – όπως, για παράδειγμα, στα χρηματιστήρια και στα ακίνητα, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν αυτές οι αξίες στα ύψη.

Στη συνέχεια, όλο και περισσότεροι επενδυτές άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματα τους τόσο από τις κερδοσκοπικές επενδύσεις, όσο και από τις χώρες της περιφέρειας. Έτσι αντιστράφηκαν οι ροές των κεφαλαίων, από τις χώρες του Νότου προς τις χώρες του Βορρά – με κριτήριο πλέον όχι την αποδοτικότητα (κερδοφορία) αλλά την ασφάλεια των κεφαλαίων. Φυσικά το γεγονός αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στις χώρες του Νότου – για τις οποίες ξεκίνησε μία αντίστροφη μέτρηση άνευ προηγουμένου.

Η εμπειρία πολλών χρηματοπιστωτικών κρίσεων έχει τεκμηριώσει ότι, μετά από μία απελευθέρωση/απορύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, μετά από το άνοιγμα δηλαδή του κλουβιού που κρατιόταν φυλακισμένο το αιμοβόρο και παρανοϊκό θηρίο, προκαλούταν πάντοτε πιστωτικές φούσκες – οι οποίες έσπαζαν ξαφνικά, με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Αυτό συνέβη ουσιαστικά στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1970 ή στην Ασία στο τέλος της τελευταίας δεκαετίας.

Όπως φαίνεται η ελπίδα, σύμφωνα με την οποία οι αγορές θεωρούν ότι μπορούν να αποσύρουν έγκαιρα τα κεφάλαια τους από τις εκάστοτε εστίες πυρκαγιάς, είναι εντελώς ουτοπική – με αποτέλεσμα να προκαλούνται κρίσεις πανικού, όταν πιστεύουν πως η πυρκαγιά απειλεί πλέον να κλείσει όλους τους δρόμους διεξόδου τους.

Με δεδομένο δε ότι, η οποιαδήποτε αλλαγή κατεύθυνσης μίας οικονομίας, μετά το σπάσιμο της φούσκας, απαιτεί χρόνο για να επανέλθει σε μία σωστή πορεία, χρόνο όμως που δεν είναι καθόλου διατεθειμένες να προσφέρουν οι πανικοβλημένες αγορές, η κατάσταση επιδεινώνεται συνήθως πολύ περισσότερο, από όσο θα ήταν λογικό.

Μία ξαφνική αντιστροφή της ροής κεφαλαίων λοιπόν έχει σαν συνέπεια την κατάρρευση ακόμη και εκείνων των επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία είναι απολύτως κερδοφόρα – με αποτέλεσμα οι εταιρείες ή τα κράτη, τα οποία εγκαταλείπονται ξαφνικά από τα κεφάλαια, να αποσταθεροποιούνται, βυθιζόμενα στο χάος και στην καταστροφή, χωρίς καμία δυνατότητα αντιστροφής της τάσης.

Η αντιμετώπιση της κρίσης χρέους

Από την πλευρά της Γερμανίας, η αιτία της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, ήταν η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας – η μη τήρηση δηλαδή του συμφώνου σταθερότητας (έλλειμμα 3%), κατά την κατάρτιση και εφαρμογή των ετησίων προϋπολογισμών. Αντίθετα, από την πλευρά της Ισπανίας, «ένοχοι» για την κρίση ήταν οι κερδοσκόποι.

Και στις δύο περιπτώσεις, «παραγνωρίζονταν» προφανώς οι ευρύτερες αλληλεξαρτήσεις ιδιωτικών και δημοσίων χρεών, ενώ δεν λαμβάνονταν καθόλου υπ’ όψιν οι μεγάλες «ενδοευρωπαϊκές ανισορροπίες», στον τομέα της παραγωγικότητας (για παράδειγμα, 30-40% χαμηλότερη παραγωγικότητα της Ελλάδας, σε σχέση με τη Γερμανία, σχεδόν αντίστοιχα υψηλότερες τιμές καταναλωτή κλπ).

Περαιτέρω, οι προσπάθειες των ευρωπαϊκών κρατών, με στόχο τη «συλλογική», την από κοινού δηλαδή μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων, οδηγούν ασφαλώς στην ύφεση (depression). Αντίθετα, η μερική «θεραπεία» των προβλημάτων της Ευρωζώνης, με τη βοήθεια του ελεγχόμενου πληθωρισμού, κατά το «παράδειγμα» των Η.Π.Α. («εκτύπωση» χρημάτων από την ΕΚΤ, Ευρωομόλογα κλπ.), θα ήταν μάλλον μία βραχυπρόθεσμη λύση. Άλλωστε, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, η απόσυρση των μέτρων στήριξης είναι μία εξαιρετικά δύσκολη, επικίνδυνη διαδικασία, χωρίς απολύτως κανένα εγγυημένο αποτέλεσμα.

Η καλυτέρευση τώρα της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, κατά το «πρότυπο» της Γερμανίας (συγκράτηση των μισθών, περιορισμός του κοινωνικού κράτους, μειωμένη εσωτερική κατανάλωση κλπ), θα οδηγήσει σε επικίνδυνες, παγκόσμιες οικονομικές ανισορροπίες – ενώ, η συνέχιση του ενδοευρωπαϊκου ανταγωνισμού, ξανά εκ μέρους της Γερμανίας (επιδότηση/dumping εργατικού κόστους, ανάπτυξη εις βάρος των «εταίρων» της κ.α.), θα προκαλέσει αργά ή γρήγορα τη διάσπαση της Ευρωζώνης.

Κατά την άποψη μας η διέξοδος, η λύση της Ευρώπης δηλαδή, δεν είναι άλλη από τη «συμμετρική» εξέλιξη, από την «ταιριαστή», την αρμονική ανάπτυξη καλύτερα των κρατών-μελών της όπου, οι μέχρι σήμερα πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, θα αποδεχθούν μεγαλύτερα ελλείμματα – έτσι ώστε οι «ελλειμματικές» χώρες, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, να μπορούν να μειώσουν τα δικά τους.

Για παράδειγμα, μόνο εάν αυξήσει την εσωτερική της κατανάλωση η Γερμανία, μειώνοντας τους φόρους και αυξάνοντας τους μισθούς των εργαζομένων της, εισάγοντας παράλληλα προϊόντα από την Ελλάδα και επενδύοντας στη χώρα μας (αντί στην Κίνα ή αλλού), θα υπάρξει ταυτόχρονη, αρμονική ανάπτυξη και στις δύο χώρες.

Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν υπάρξει η βούληση για συμμετρική εξέλιξη, για μία αρμονική ανάπτυξη, η οποία θα οδηγήσει στην πολιτική ένωση της Ευρώπης, είναι καλύτερα να διασπασθεί άμεσα η Ευρωζώνη, με δική της πρωτοβουλία – «υποχωρώντας» ίσως στην προηγούμενη της κατάσταση (ΕΟΚ), με την υιοθέτηση των εθνικών νομισμάτων εκ μέρους όλων των μελών της, τα οποία πλέον θα συνιστούν μία απλή ζώνη ελευθέρου εμπορίου (μαζί με τη Ρωσία).

Περαιτέρω, η «κατά περίπτωση» υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος, όπως αυτή συζητείται τόσο για την Ελλάδα (δραχμή), όσο και για τη Γερμανία (μάρκο), δεν οδηγεί πουθενά – ενώ είναι απολύτως ουτοπική, αφού στη μεν Ελλάδα θα είχε σαν αποτέλεσμα την εκτόξευση του χρέους σε ευρώ (δημοσίου και ιδιωτικού), λόγω «ραγδαίας» υποτίμησης της δραχμής, ενώ στη Γερμανία την καταβαράθρωση των εξαγωγών (65% στην ΕΕ), λόγω αθρόας ανατίμησης του μάρκου.

Μόνο μία «ελεγχόμενη» λοιπόν, μία μεθοδική και προγραμματισμένη έξοδος όλων των μελών από την Ευρωζώνη, «κοινή συναινέσει», θα μπορούσε να έχει κάποιες ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.

Δυστυχώς όμως, η κατάσταση φαίνεται να οδηγείται αλλού. Ειδικότερα, αν και το 2009 θεωρούσε κανείς εντελώς απίθανη τη διάλυση της Ευρωζώνης, κυρίως λόγω των τεράστιων χρηματοπιστωτικών αλληλεξαρτήσεων των χωρών-μελών της (συγκοινωνούντα δοχεία), σήμερα δεν αποτελεί πλέον έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο.

Όπως διαπιστώνεται δε πολλές κεντρικές τράπεζες, με πρώτη από όλες τη γερμανική Bundesbank, προετοιμάζονται πυρετωδώς για ένα τέτοιο ενδεχόμενο – γεγονός που θα άλλαζε εντελώς την εικόνα του πλανήτη, αφού το ευρώ είναι το δεύτερο σημαντικότερο αποθεματικό νόμισμα παγκοσμίως.

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι τόσο ισχυρή για να μπορέσει να αντιμετωπίσει μόνη της τις διαρκείς επιθέσεις του κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Πόσο μάλλον αφού, τα τεράστια προβλήματα της μέχρι σήμερα σύνδεσης των διαφόρων ευρωνομισμάτων με το ύπουλα ισχυρό «γερμανικό ευρώ», ταυτόχρονα με την αδυναμία άσκησης αυτόνομης «νομισματικής πολιτικής», εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, θα οδηγούσαν όποια χώρα επιθυμούσε να εξέλθει «ηρωικά» μόνη της, στην απόλυτη οικονομική καταστροφή – εάν όχι, στην πλήρη εξάρτηση της «από τρίτους».

.

Επίλογος

Είναι γνωστό ότι, σε περιόδους ανάπτυξης περιορίζεται το δημόσιο χρέος, αφού εισπράττονται φόροι σε συνεχώς υψηλότερο ΑΕΠ, ενώ αυξάνεται το ιδιωτικό χρέος – λόγω των μεγαλυτέρων επενδύσεων, καθώς επίσης της αυξημένης κατανάλωσης. Αντίθετα, σε περιόδους ύφεσης, μεγεθύνεται το δημόσιο χρέος (σε ποσοστιαία και απόλυτα νούμερα), ενώ περιορίζεται το ιδιωτικό.

Επομένως όταν μία χώρα, όπως η Ελλάδα, με υπερχρεωμένο το δημόσιο τομέα και ελάχιστα δανεισμένο τον ιδιωτικό, εφαρμόζει την ακριβώς αντίθετη οικονομική πολιτική, είναι αδύνατον να καταπολεμήσει τα οικονομικά της αδιέξοδα.

Εν τούτοις, δεν ισχύουν τα ίδια για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης – όπως για παράδειγμα, στην Ισπανία, ο ιδιωτικός τομέας της οποίας είναι υπερχρεωμένος, ενώ το δημόσιο όχι. Εκτός αυτού, ανεξάρτητα από τον παραπάνω οικονομικό κανόνα, πολλές υπερχρεωμένες χώρες κινδυνεύουν δυστυχώς με χρεοκοπία, εάν δεν ακολουθήσουν μία περιοριστική δημοσιονομική πολιτική.

Η λύση των προβλημάτων λοιπόν, ειδικά στην Ευρωζώνη, ευρίσκεται κατά την άποψη μας αφενός μεν στην άμεση εκδίωξη του ΔΝΤ από ολόκληρη την ήπειρο, αφετέρου στη συμμετρική ανάπτυξη των επί μέρους κρατών της. Ειδικότερα, σε ένα διαφορετικό μοντέλο κοινής ανάπτυξης, η οποία θα στηρίζεται στις επενδύσεις και όχι στην κατανάλωση – σε ένα μοντέλο που θα εξασφαλίζει τη σωστή κατανομή των αναπτυξιακών ωφελημάτων, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση (συναλλαγματικοί πόλεμοι κλπ) με τον υπόλοιπο πλανήτη.

Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί, μόνο εάν τα πλεονάσματα των πλουσίων χωρών της Ευρωζώνης  μειωθούν, προς όφελος των ελλειμματικών κρατών της – εάν όχι με τη βοήθεια της «αγοράς» (μεγαλύτερη κατανάλωση των πλεονασματικών χωρών, επικεντρωμένη σε προϊόντα των ελλειμματικών), τότε με μία πολιτικά και δημοκρατικά ελεγχόμενη μεταφορά πόρων, από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές χώρες – η οποία όμως απαιτεί μία περισσότερο «διακρατική», ευρωπαϊκή σκέψη,  αν όχι την απεριόριστη αλληλεγγύη των μελών της Ευρωζώνης μεταξύ τους, προς όφελος ολόκληρης της Ένωσης.

Εάν όμως δεν υπάρχει μία ανάλογη προθυμία ή/και συμφωνία των κρατών μεταξύ τους, τότε η μοναδική λύση είναι η ελεγχόμενη επιστροφή στο προηγούμενο στάδιο – στην προ ευρώ εποχή και στα εθνικά, ανεξάρτητα μεταξύ τους κράτη, υπαγόμενα σε μία ένωση που εγγυάται την ειρήνη και την πρόοδο (ΕΕ).

.

.

Exit mobile version